Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι κυνηγοῦμε τόν διάβολο καί αὐτός μπορεῖ νά εἶναι μέσα στήν ψυχή μας

 


π Συμεών Κραγιοπουλος


Ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ὁ Κύριος ἄφησε νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὅπου νά ᾿ναι θά ξανάρθει νά κρίνει ζῶντας καί νεκρούς, οἱ πρῶτοι χριστιανοί ζοῦσαν μέ τίς λεγόμενες ἐνθουσιαστικές τάσεις. «Ὁ Κύριος ἐγγύς», «ἰδού ἔρχομαι ταχύ». Καί, φαίνεται, ὄχι μόνο στούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους, στίς πρῶτες δεκαετίες ζοῦσαν οἱ χριστιανοί μέ αὐτή τήν προσδοκία, ὅτι ὅπου νά ᾿ναι θά ἔρθει ὁ Κύριος καί ὅτι ὅπου νά ᾿ναι θά τελειώσει ὁ κόσμος. Καί ἑπομένως, ὅσα κι ἄν περνοῦμε ἐδῶ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, νά κάνουμε ὑπομονή, διότι ὅπου νά ᾿ναι θά τελειώσουν· θά ξανάρθει ὁ Κύριος καί θά τιμωρήσει ὅλους αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐναντίον του καί ἐναντίον τῶν δικῶν του ἀνθρώπων, καί θά ἀποκαταστήσει πλήρως στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι πιστεύουν σ᾿ αὐτόν.
Κανονικά δηλαδή, ὁ κάθε χριστιανός, ὅσο καιρό κι ἄν ζήσει σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, πρέπει νά ζεῖ μέ αὐτή τήν προσμονή. Ὅποιος δέν εἶναι δεμένος μέ τήν αἰωνιότητα, μέ τήν αἰώνια ζωή, μέ τήν οὐράνια βασιλεία, μέ τό μέρος στό ὁποῖο τελικά θά βρεθοῦμε, ὅποιος δέν ἔχει τέτοια ἐπικοινωνία, τέτοια κοινωνία, τέτοιο ἄνοιγμα μέ τόν οὐρανό, καί ἁπλῶς πασχίζει ἐδῶ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο νά ζήσει ὡς χριστιανός, δέν θά μπορέσει νά ζήσει ποτέ ὡς ἀληθινός χριστιανός. Ὅλοι ὅσοι εἶναι κολλημένοι στή γῆ, ὅσο καλοί ἄνθρωποι κι ἄν εἶναι, ὅσο κι ἄν πιστεύουν, ὅσο κι ἄν κάνουν ἀγώνα, πνίγονται, φυτοζωοῦν· ἔχει μιά νοθεία ἡ πνευματικότητά τους καί φθίνει· δέν μπορεῖ νά ζήσει αὐτή ἡ πνευματική ζωή.

Ἀποφεύγει κανείς τήν ἀλήθεια, ἀποφεύγει τήν πραγματικότητα, ἀποφεύγει ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀκριβῶς φανερώνει ὁ Θεός, ἀποκαλύπτει ὁ Θεός, δίνει ὁ Θεός, ἐκεῖνο τό ὁποῖο σέ κάνει ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Καί ἤ χαλαρώνει κανείς καί δέν δίνει καμιά σημασία, ἤ δείχνει ὅτι ξυπνάει, ὅτι ἔχει μιά φροντίδα, μιά ἀνησυχία κτλ., ἀλλά ὄχι γιά νά κάνει ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά κάνει, τό σωστό δηλαδή: νά μετανοήσει, νά ταπεινωθεῖ, νά ἐμπιστευθεῖ στόν Κύριο, νά τά ἀφήσει ὅλα στόν Κύριο, ὅταν τά ἐπιτρέψει ὁ Κύριος, ὅταν τά δώσει ὁ Κύριος, ὅταν θά ἔρθει ἡ ὥρα τους. Τίποτε. Ἀρχίζει καί ψάχνει πότε θά γίνει, πῶς θά γίνει, τί νά κάνω νά μή μοῦ συμβεῖ αὐτό, νά μή μοῦ συμβεῖ ἐκεῖνο· πού ἔχουν ἐντελῶς μή χριστιανικό χαρακτήρα αὐτά.

Μή σᾶς φαίνεται παράδοξο.Ὅλη αὐτή ἡ ἀνησυχία πού κάνει τούς ἀνθρώπους νά προβαίνουν σέ ἐνέργειες καί ἐκδηλώσεις πού δέν στέκονται, δέν θά ὑπῆρχε, ἐάν οἱ ἄνθρωποι, οἱ χριστιανοί, εἶχαν μέσα τους τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Τό γνήσιο, τό ἀληθινό, τό ὄντως χριστιανικό, τήν ὄντως πραγματικότητα, τήν ὄντως πνευματική ζωή πού δίνει ὁ Χριστός, δέν τήν ἀντέχουν οἱ ἄνθρωποι.
Θά γίνουν αὐτά τά φοβερά, ὅταν ἔρθουν οἱ ἔσχατες ἡμέρες, πού πότε εἶναι ξέρουμε; Ξέρουμε πότε εἶναι; Καί εἶναι ἁμαρτία νά ψάχνουμε νά βροῦμε πότε εἶναι. Ἀφοῦ τό λέει ρητῶς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν ξέρει κανένας. Καί τό κάνει ἐπίτηδες ὁ Θεός αὐτό, πού δέν θέλει νά ξέρουμε.

Δέν τό καταλαβαίνουν μερικοί ὅτι τήν ὥρα πού ἀρχίζουν καί ψάχνουν νά βροῦν καί νά ἐντοπίσουν καί νά καθορίσουν ὧρες, φεύγουν ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά ἀφηνόμαστε σ᾿ αὐτόν, νά ἀφηνόμαστε στό ἔλεός Του. Νά ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στήν πρόνοια τή δική Του, στή δική Του οἰκονομία, στό πῶς θά τά οἰκονομήσει Αὐτός καί πῶς θά μᾶς στηρίξει ἐκεῖνος. Δέν εἶναι δικό μας θέμα τό πότε θά γίνει τό ἕνα καί τό ἄλλο. Δικό μας θέμα εἶναι νά πιστεύουμε στόν Χριστό ὅ,τι κι ἄν γίνει. Ἄν παραστεῖ ἀνάγκη, νά δώσουμε καί τή ζωή μας. Αὐτά ὁ Κύριος θά τά κανονίσει· ὁ Κύριος τά γνωρίζει κι ἐκεῖνος θά μᾶς δώσει καί τή δύναμη.
Ἀπό τό ἕνα μέρος εἶναι καλό αὐτό, τό ὅτι οἰκονομεῖ ἔτσι τά πράγματα ὁ Θεός καί μᾶς πιάνει ἄς ποῦμε ἕνας φόβος ὅτι κάτι θά γίνει, κάτι θά συμβεῖ. Ἀλλά ὅμως αὐτό νά τό χρησιμοποιήσουμε πνευματικά γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ ψυχές μας, καί ὄχι νά κάνουμε δέν ξέρω τί καί νά ἐμπαιζόμαστε ἀπό τόν διάβολο. Τό ὅλο θέμα νά τό ἀντιμετωπίσουμε πνευματικά.

Ἐνῶ τόσο πολύ πειράζονται ὁρισμένοι
«Τί γίνεται μέ τήν ταυτότητα; Θά τήν πάρουμε ἤ δέν θά τήν πάρουμε;»–
καθόλου δέν ἀνησυχοῦν γιά τό ὅτι εἶναι μέσα στήν ψυχή τους ὁ διάβολος καί τούς χορεύει ὅπως θέλει, τούς βάζει σέ ἀνησυχία –ὄχι μόνο ἐν σχέσει μέ αὐτά ἀλλά γενικῶς στή ζωή– τούς βάζει σέ ταραχή, καί μοιάζουν οἱ ἄνθρωποι σάν νά μήν εἶναι καθόλου βαπτισμένοι, σάν νά μήν ἔχουν καθόλου μέσα τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, σάν νά μήν τούς κυβερνάει ὁ Χριστός. Χριστιανοί, πού ὁμολόγησαν τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματος ὅτι ἀφήνουν τόν διάβολο καί τήν πομπή αὐτοῦ καί τούς ἀγγέλους αὐτοῦ καί συντάσσονται μέ τόν Χριστό, καί δέν φαίνεται καθόλου ὅτι ἔτσι εἶναι ἡ ζωή τους. Καί αὐτό δέν τούς ἀνησυχεῖ, δέν τούς τρομάζει, καί κυνηγοῦν κάπου ἀλλοῦ νά βροῦν τόν ἀντίχριστο, κάπου ἀλλοῦ νά βροῦν τόν διάβολο, νά τόν πολεμήσουν τάχα.

Ἐκεῖνος πού εἶναι μέσα του ἔνοχος νοιάζεται πῶς θά καθησυχάσει τή συνείδησή του καί πῶς θά δικαιολογήσει τόν ἑαυτό του ἀπέναντι σέ τρίτους. Ἔτσι λοιπόν παραφυλάει νά τοῦ ἔρθει καμιά καλή εὐκαιρία –ἡ εὐκαιρία εἶναι νά βρεῖ κάποια δεδομένα– νά πλήξει κάποιον. Ἤ περιμένει κανείς εὐκαιρία –ἄν βρεῖ ἕνα θέμα ὅτι τάχα κινδυνεύουμε ἀπό τοῦτο, κινδυνεύουμε ἀπό ἐκεῖνο– καί μόλις παρουσιαστεῖ κάποια εὐκαιρία, κάποιο θέμα, ἐπάνω του λοιπόν. Καί αὐτός μαζί μέ ἄλλους γιά νά κάνουν τάχα ἀγώνα· ὅπως ἔλεγαν κάπου: «Ὀρθοδοξία ἤ θάνατος».

Δέν γίνονται τυχαῖα αὐτά. Δέν εἶναι ὅτι πέφτει ἔξω κανείς, ὅτι ἔκανε λάθος. Ἀπό μέσα του ἔχει ἀνάγκη νά δείξει ὅτι αὐτός εἶναι μέγας καί πολύς καί εἶναι ἕτοιμος νά κάνει ἀγώνα καί εἶναι ἕτοιμος λοιπόν νά πεθάνει. Ἐδῶ σέ θέλω· νά πεθάνει τό θέλημά σου, νά πεθάνει ὁ ἐγωισμός σου, νά πεθάνει μέσα σου αὐτό πού δέν λογαριάζει τούς ἄλλους, πού ὑποτιμᾶς τούς ἄλλους, πού δέν ἀγαπᾶς τούς ἄλλους, πού δέν συμπεριφέρεσαι καλά. Αὐτό νά πεθάνει μέσα σου.
Ἔτσι μοιάζει νά κάνουν πολλοί· ξεσηκώνονται καί νομίζουν ὅτι ἔχουν νά κάνουν μεγάλους ἀγῶνες καί ὅτι θά περάσουν μεγάλους κινδύνους. Μέσα στήν καρδιά μας, ἐκεῖ θά γίνει ἡ ἀληθινή μάχη, ἐκεῖ θά γίνει ὁ ἀληθινός πόλεμος, κι ἐκεῖ θά νικήσουμε. Ὄχι ἐμεῖς. Ἄν πιστεύουμε στόν Χριστό καί ἄν ἔχουμε μέσα μας τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός θά νικήσει τήν ἁμαρτία, θά νικήσει τόν διάβολο· καί θά τόν νικήσει καί ἐξωτερικά μετά.

Ὑπάρχει κανένα ἀντικείμενο πού δέν κινεῖται στήν ἀγορά μέ βάση αὐτόν τόν γραμμικό κώδικα πού ἔχει τό 666; Ἔτσι δέν κινεῖται ἡ ἀγορά; Τά πάντα κινοῦνται μέσα ἀπό αὐτόν τόν γραμμικό κώδικα. Καί ὑπάρχει κανένας πού δέν εἶναι λίγο πολύ ἀνακατεμένος μέ αὐτό τό πράγμα; Πῶς θά τό ποῦμε λοιπόν ὅτι εἶναι τό χάραγμα τοῦ σατανᾶ; Τότε σατανοποιηθήκαμε ὅλοι. Ἄλλο τώρα τί θά κάνει ὁ ἀντίχριστος κάποτε, ἀλλά ὄχι ὅμως ὅτι αὐτά εἶναι τώρα ἀντίχριστος. Νά μήν πέσουμε σέ καμιά παγίδα ὅτι ἐδῶ ὁ διάβολος… Μακριά.

Ἄν φοβόμασταν πράγματι τόν Θεό, δέν θά φοβόμασταν αὐτό τό πράγμα. Θά τρέχαμε στόν Θεό μέ μετάνοια. Καί γι᾿ αὐτό ὁ Θεός τά ἐπιτρέπει αὐτά, γιά νά ταρακουνηθοῦμε λιγάκι, νά ξυπνήσουμε λιγάκι, νά βγοῦμε ἀπό τόν λήθαργο καί νά τρέξουμε στόν Θεό, νά γίνουμε τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δέν κάνουμε ἔτσι. Δέν φοβόμαστε τόν Θεό, πού εἶναι γραμμένες ὅλες οἱ ἁμαρτίες μας καί θά δώσουμε λόγο στόν Θεό καί γιά τά κρυφά, καί γιά ἐκεῖνα πού δέν τά ξέρουν ἄλλοι καί τά ξέρουμε μόνοι μας. Δέν τό φοβόμαστε αὐτό, δέν τό σκεπτόμαστε αὐτό, ὥστε νά ζητοῦμε συγχώρηση ἀπό τόν Θεό, ἀλλά φοβόμαστε ὅτι κάτι θά γίνει. Καί ἄφησε ὁ Θεός τόν διάβολο, λοιπόν, νά ἀναστατώσει τήν ὅλη οἰκουμένη, ἀλλά ἰδιαίτερα τούς χριστιανούς, καί ἰδιαίτερα, ἄν θέλετε, ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους. Κι ἐμεῖς νά πέσουμε στήν παγίδα αὐτή!

Μπορεῖ νά ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ἔρθει αὐτό τό πράγμα, κι ἐμεῖς τώρα, ἀντί νά συμμαζευτοῦμε στήν ψυχή μας, νά πάρουμε ἀφορμή ἀπό αὐτό καί νά ποῦμε: «Ἄ, εἶναι ἀλήθεια αὐτά τά πράγματα, ὅτι τελειώνει κάποτε ἡ ζωή, ὅτι κάποτε θά ἔρθει ὁ Κύριος καί θά δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας», καί νά στρωθοῦμε κάτω λοιπόν νά δοῦμε τίς ἁμαρτίες μας, νά ἐξομολογηθοῦμε ἀληθινά, νά προσευχηθοῦμε ἀληθινά, νά ἐκκλησιαστοῦμε ἀληθινά, νά κοινωνήσουμε ἀληθινά, νά γίνουμε τοῦ Χριστοῦ ἀληθινά, ἀντί νά κάνουμε αὐτό, κυνηγοῦμε τάχα τόν διάβολο.

Κι ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι κυνηγοῦμε τόν διάβολο, καί αὐτός μπορεῖ νά εἶναι μέσα στήν ψυχή μας, καθώς βρίσκει ἀφύλακτη τήν ψυχή μας καί μπαίνει μέσα καί ἁλωνίζει.
Πολύ σωστά καί συνετά λοιπόν ἔλεγε ἕνας Γέροντας: «Μέ τόν Χριστό νά ἀσχολεῖστε, ὄχι μέ τόν ἀντίχριστο».

π Συμεών Κραγιοπουλος
15/16-9-1997

Ο Χριστός έδωσε κρασί σε ένα γάμο, δεν σημαίνει ότι θα έδινε σε κάθε παρέα! - π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος

 π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος


Α. Ο γάμος γεννιέται από τη συνείδηση της μοναξιάς μας (όπως λέει ο Θεός στη Γένεση: δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος του…), της ανάγκης μας για συντροφικότητα, της συναισθηματικής μας δίψας, της ερωτικής επιθυμίας[i], και από το να τα αποδεχόμαστε όλα αυτά, επειδή είναι απλώς μέρος του να είμαι άνθρωπος! Συγχρόνως πρέπει ολόψυχα να αρνούμαι να εργαλειοποιώ τους ανθρώπους σε αντικείμενα προς κατανάλωση…

Γάμος είναι να είμαι προετοιμασμένος να αναγνωρίσω την ετερότητα, την ιερή ετερότητα του άλλου!! Να μπω στη διαδικασία μιας πραγματικής συνάντησης μαζί του, γεγονός που ξεκλειδώνει τη δυνατότητα της αγάπης, που είναι εκ φύσεώς της διμερής «σύμβαση», που αναπτύσσεται και ευημερεί με την πρόοδο του χρόνου! Όσο καλύτερος γίνεται ένας άνθρωπος συν τω χρόνω, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί πόσο κακό απομένει μέσα του! Όσο χειροτερεύει, τόσο λιγότερο συναισθάνεται την κακία του! (C.SLewis)

Η συμβίωση απαιτεί συμβιβασμό όχι εκπτωτικό αλλά προσγειωτικό σε ρεαλιστικές προσδοκίες. Αυτοσυγκράτηση επιδίωξης για εφικτούς στόχους και όχι ονειροπολήματα ρομαντικοφαντασιακά, που τελικώς διαλύουν τα ουσιαστικά όνειρα! Αυτοπροσφορά ουσιαστικής ειλικρίνειας, που θα φέρει ικανοποίηση από την επίτευξη των στόχων. Όλα τα παραπάνω θα δημιουργήσουν δύναμη χαρακτήρα και αντοχές στις αντιξοότητες – σε τελική ανάλυση: Αγάπη.

Β. Την αγάπη μπορείς να τη ζητιανέψεις, να την αγοράσεις, να τη δώσεις, να τη βρεις στο δρόμο, αλλά δεν μπορείς να την πάρεις λάφυρο!! Αθέλητη αγάπη δεν υπάρχει. Δεν φυτρώνει η αγάπη… αυτοφυώς. Πρέπει να τη σπείρεις, να τη φροντίσεις όταν μεγαλώνει προστατεύοντάς την από κινδύνους και καταστροφής και διαστροφής. Η αγάπη είναι στην κατηγορία πραγμάτων που έχουν όρο ύπαρξης… ότι είναι καλύτερο να κάνεις κάτι παρά μόνο να μιλάς για αυτό. Ουσιαστικά η αγάπη δεν είναι μια διαδικασία πρόσθεσης… αλλά αφαίρεσης. Αφαιρώντας «εγώ» δημιουργείς μέσα σου περισσότερο χώρο για τον άλλον.

Για τους χριστιανούς, το να λες ότι είμαι φτιαγμένος «κατ’ εικόνα Θεού» σημαίνει ότι η αγάπη είναι η αιτία της ύπαρξής σου, αφού ο Θεός είναι Αγάπη. Η αγάπη είναι η πραγματική σου ταυτότητα. Η ανιδιοτέλεια ο πραγματικός σου εαυτός. Η αγάπη ο χαρακτήρας που πρέπει να έχεις. Αγάπη τελικά είναι το όνομά σου!! (Th. Merton)

Γ. Στη στρέβλωση των πραγμάτων έχουμε Κυριαρχία-Κατοχή-Κατανάλωση, δηλαδή τρέφεται καθένας, σαν άλλος δράκουλας, από το αίμα της σχέσης… Οι χριστιανοί ξέρουν πόσο βαθιά είναι ριζωμένο το βίωμα του εγωκεντρισμού και πόσο σκληρά απαιτεί, μη ορρωδώντας προ ουδενός. Ξέρουν πόσο πρόθυμο είναι το πνεύμα και πόσο ασθενής η σάρκα. Και πρέπει να ξέρουν ότι ο γάμος είναι ο ηρωισμός της καθημερινότητας. Στην καθ’ ημέραν πάλη αποχτιούνται δυνάμεις ψυχικής αντοχής και αγάπης. Αυτό οι χριστιανοί το κατάλαβαν και το μιμούνται βλέποντας τον Χριστό. Μπροστά στον Σταυρό-Θυσιαστήριο της Αγίας Τράπεζας και ενώπιον των αδελφών τους έρχονται να Του πουν ότι θα περπατήσουν κατά… «τις υποδείξεις» Του. Με θυσιαστική αγάπη και με τη χαρά του τρόπου που περιγράφεται στις προσευχές του Μυστηρίου του Γάμου, όταν επαναλαμβάνονται τα ονόματα Ισαάκ και Ρεβέκα, εκείνων των παλαιών. Ισαάκ σημαίνει «χαμόγελο» και Ρεβέκα «υπομονή», και φυσικά η νοηματική συνεχής αντιμεταχώρηση είναι αυτονόητη συνθήκη επιτυχίας.


[i] Η γενετήσια σχέση είναι «πράξη θρησκευτική», και όταν υπάρχει χωρίς τον Θεό είναι παρωδία, αφού γίνεται αυτοσκοπός ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια πράξη κενή. Είτε το σεξ φτάνει μέχρι τον πυρήνα της ύπαρξής μας και γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται με ευλάβεια και προσοχή, ως κάτι που μπορεί να εμπεριέχει το νόημα της ζωής για μας, είτε είναι αδιάφορα ακίνδυνο, τόσο όπως το να μασάς μια τσίχλα που μπορείς να τη φτύσεις χωρίς δεύτερη σκέψη.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Οι παλιές πληγές….

 


Δεν το ξέρω το τι πέρασες στη ζωή σου, Άνθρωπε.

Δεν ξέρω τον πόνο τον βαθύ, που ίσως κάποτε, έχεις βιώσει.

Καμιά φορά, υποψιάζομαι, καθώς μιλάμε μαζί

Ίσως μάλιστα να προσπαθήσω να  έρθω λίγο πιο κοντά.

Είναι οι φορές αυτές που ξαφνικά ο δικός  μου ο σταυρός, ο πόνος ο δικός μου, μοιάζει ανύπαρκτος. Τόσο μικρός να είναι.

Δεν είναι ότι αισθάνομαι τυχερός. ‘Όχι.

Μάλλον μουδιασμένος, Ίσως άλλωστε να στο έχω ξαναπεί.

 

Δεν έχω για το γιατί σου απάντηση. Νομίζω πως κανείς στου πόνου το γιατί δεν μπορεί να απαντήσει ξεκάθαρα. Αν το επιτρέπεις όμως, άσε με για την πληγή να σου πω δύο λόγια.

Είναι αυτά που πέρασες και σου προξένησαν πόνο, σαν ένα κόψιμο βαθύ στο χέρι.

Η αιτία αδιάφορη. Ίσως γιατί να μην υπάρχει. Πονάει το κόψιμο πολύ. Καθάρισέ το, όσο μπορείς και  μην το σκαλίζεις με βρώμικα χέρια. Άσε ύστερα τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του.

Ο καιρός θα περάσει, και ο πόνος θα το δεις σιγά-σιγά θα γίνει λιγότερος. Και θα έρθει εκείνη η ημέρα που πια δεν θα πονάς. Θα είναι το κόψιμο εκείνο μια ουλή.

Μονάχα μια ουλή, για σου θυμίζει τον πόνο που κάποτε πέρασες.

Ελευθέριος Γ. Ελευθεριάδης

Ψυχολόγος

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

Τα παιδιά του ΄40 και της κατοχής

 


10 χρόνια πόλεμος

            Την 28η Οκτωβρίουν1940 η Ιταλία επιτίθεται και προσπαθεί να εισβάλλει στην Ελλάδα. Από τον Απρίλιο του ΄41 έως τον Οκτώβριο του ΄44 η Ελλάδα βρίσκεται υπό γερμανική Κατοχή και ακολουθεί η εμφύλια σύγκρουση. Δηλαδή, ένα παιδί που το 1950 είναι 10 ετών, δεν έχει ζήσει ως τώρα σε περίοδο ειρήνης.

Οι τραγωδίες

            Τα παιδιά του 1940-΄49 αντιμετώπισαν πείνα, κακουχίες αλλά και βαθύ πόνο από τον θάνατο ή τραυματισμό γονέων, συγγενών ή φίλων τους σε μάχες ή εκτελέσεις. Πολλά παιδιά έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν, από βομβαρδισμούς , επιθέσεις σε αμάχους, ή πέθαναν από την πείνα. Άλλα εκτοπίστηκαν ή αποχωριστήκαν από την οικογένειά τους.

Το φαγητό

            Τα παιδιά στην επαρχία εξασφάλιζαν λίγα φρούτα και λαχανικά καλλιεργώντας κήπους. Στις μεγάλες πόλεις όμως αναζητούσαν τροφή ακόμα και  με κίνδυνο της ζωής τους. Περίμεναν για ώρες στην ουρά στα συσσίτια με ένα τενεκεδάκι να πάρουν          σούπα, γάλα ή τρόφιμα.

Σχολείο

            Η σχολική χρονιά  διαρκούσε ελάχιστα: μόνο 25 ημέρες το 1941-΄42. Τα σχολικά κτήρια επιτάχθηκαν και τα μαθήματα γίνονταν ακόμη και στην ύπαιθρο, ενώ η σχολική ύλη ελεγχόταν από τους κατακτητές.

Οι γυναίκες της Πίνδου

 


Οι ανυπότακτες γυναίκες της Πίνδου, αψηφώντας τους κινδύνους του μετώπου, που βροντοχτυπιόνταν από τις άγριες βολές του ιταλικού πυροβολικού, ανέβαιναν ως εκεί. Δίπλα στους φαντάρους. Ζαλωμένες τρόφιμα και πολεμοφόδια σκαρφάλωναν σε κακοτράχαλους βράχους σ’ απάτητες χαράδρες. Φορτωμένες βάρη μεγαλύτερα από τις ίδιες, ανηφόριζαν στ’ άγρια βραχοτόπια με ένθεη πίστη. Ανέβαιναν στις ολόρθες θεόρατες κορυφές. Σε βουνά που στήνουν όλοι μαζί ένα τρομερό φρούριο, με δασωμένες χαράδρες, γκρεμούς , βάραθρα κοφτά. Όλο  ανέβαιναν.

            Κάποτε αποκαμωμένες από την κούραση και στον ατελείωτο ανήφορο στις πριονωτές ράχες, κοντοστέκονταν. Για λίγο όμως, γιατί έπρεπε να βιαστούν. Σήκωναν το βλέμμα, κοίταζαν προς τις κορυφές, σταυροκοπιόνταν, ζητούσαν τη δύναμη του παντοδύναμου Θεού, την ευχή της Παναγίας και ξανάρχιζαν μες στη βαρυχειμωνιά τη σιωπηλή, δύσκολη, αργή, βήμα –το – βήμα      πορεία τους. Πορεύονταν, ανέβαιναν σε τόπους, όπου οι χιονοθύελλες έδερναν αλύπητα τα υψώματα, αρπάζανε τ΄ αντίσκηνα, και τύφλωναν τον στρατό, που κινδύνευε να θαφτεί από στιγμή σε στιγμή  μες στο ματωμένο χιόνι.

            Σε άλλες περιστάσεις, στον Δρίνο, στον Καλαμά και στη Βογιούσα, βάλανε οι γυναίκες της Ηπείρου τα σώματά τους ζωντανό φράγμα να σταματήσουν τη ροή του αγριεμένου παγωμένου ρέματος, για να μπορέσουν οι φαντάροι να στήσουν γεφύρια.

            Πως να μπορέσουν οι Ιταλοί να μπουν στη χώρα  πού ‘ χε αυτές τις γυναίκες  για προτείχισμα;

            Έγραψε γι’ αυτές ο Άγγελος Τερζάκης:

            «Κοιτάς το τοπίο- τα θεομύρωτα βουνά της Παραμυθιάς, τη φοβερή Γκαμήλα, την Πίνδο- και καταλαβαίνεις πως η ψυχή του τόπου έχει δέσει το μαυροντυμένο τούτο πλάσμα με το σκοτεινό κόρφο. Μάννα, γυναίκα, αδελφή, θυγατέρα, παραστάθηκε  σ’ όλο το μάκρος του Αγώνα τον άντρα., τον πολεμιστή, αφοσιωμένη, αλύγιστη, αποφασισμένη, ολόρθη εικόνα  του χρέους και της τιμής. Τι ερχόταν να κάνουν οι στρατιώτες του Μουσολίνι σε μια χώρα έτσι αμάλαγη και πικρή;».

            «ΟΧΙ. Τι γιορτάζουμε την 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ;» 

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

 


Στις 15 Ιουλίου, ημέρα κατά την οποία θα συνέλθει η 47η σύνοδος της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς της OYNESCO, αναμένεται και η τυπική έγκριση της ειλημμένης ήδη από τις 14 Απριλίου ομόφωνης απόφασης του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Οργανισμού για την καθιέρωση και διεθνώς της 9ης Φεβρουαρίου ως Παγκόσμιας Ημέρας της Ελληνικής Γλώσσας.

          Η 9η Φεβρουαρίου είναι η ημέρα θανάτου του εθνικού μας ποιητή, του Διονυσίου Σολωμού (1798- 1857), ο οποίος έγραψε χαρακτηριστικά: «Μήγαρις (= μήπως) έχω άλλο στο νου  μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα». Η καθιέρωση της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας είναι απόδοση της οφειλόμενης τιμής στη γλώσσα που έχει την πιο καθοριστική συμβολή στον παγκόσμιο πολιτισμό. Και αυτό, όχι μόνο γιατί η ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ενός από τους πυλώνες του πολιτισμού. Αλλά και για έναν άλλο λόγο, ακόμα σημαντικώτερο. Σε μια έξαρση θαυμασμού για την ελληνική γλώσσα, ο Κικέρων έγραψε κάποτε ότι, αν ο θεός μιλούσε  τη γλώσσα των ανθρώπων, θα επέλεγε να μιλήσει τη γλώσσα του Πλάτωνα, Και για μεν τον Κικέρωνα αυτό  μπορεί νε μην ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό σχήμα λόγου. Εμείς όμως σήμερα  γνωρίζουμε ότι ο Θεός πραγματικά επέλεξε τη γλώσσα του Πλάτωνα, για να διαδώσει το μήνυμα της σωτηρίας. Και αυτό λέει πολλά.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

 


Ἡ ἱστορία τοῦ π. Σωφρονίου ποὺ ἐπικοινωνεῖ μέ... τὰ μάτια κι ἕναν ὑπολογιστή!

ΣτὴνἹ. Μονή Γουβερνέτου στο Άκρω τήρι Χανίων μονάζει ἐδῶ καὶ κάποια χρόνια ὁ πατήρ Σωφρόνιος, ένας προικισμένος καὶ πολὺ ιδιαίτερος μοναχός. Ὁ μοναχός Σωφρόνιος εἶναι Ἑλληνοαμε ρικανός, ἀπόγονος 3ης γενιάς Ήπειρωτῶν μεταναστών, καθηγητὴς ἱστορίας, ἀπόφοιτος τοῦ πανεπιστημίου Κολούμπια, πρωταθλητὴς στὸ μπέιζμπολ στη Νέα Υόρκη, δεινὸς ὀρειβάτης ποὺ ἀνέβηκε πολλὲς φορὲς στὶς Ἄλπεις. Στὰ νεανικά του χρόνια ἦρθε στὴν Ἑλλάδα μὲ φίλους του γιὰ διακοπὲς καὶ ὁ δρόμος τὸν ἔφερε στὰ Χανιά.

Ὁ νέος σὲ ἡλικία καθηγητής βρέθηκε προσκυνητὴς στὴν Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακή Ἱερὰ Μονὴ τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων Γουβερνέτου. Στὸ περιβάλλον τοῦ μοναστηριού, κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη τῆς Παναγίας καὶ μὲ τὴν ἔντονη παρουσία τοῦ τοπικοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ερημίτη, ὁ Ἑλληνοαμερικανός καθηγητὴς γνώρισε τὸν ἡγούμενο π. Εἰρηναῖο, συνάντησε τοὺς μοναχούς, κουβέντιασε μαζί τους καὶ τοῦ ἦλθε ἡ φώτιση νὰ ἀλλάξει πορεία. Πέρασε ὁ χρόνος, άποφάσισε νὰ γίνει μοναχός, ἂν καὶ ἀντιπρόεδρος στὸ Ἀμερικανικό Κολλέγιο Ἑλλάδος, ἐγκαταστάθηκε στὴ μονὴ καὶ δοκιμαζόταν καθημερινὰ στὴν ἄσκηση καὶ στὴν διακονία.

Κάποια στιγμὴ κάτι παρουσιάσθηκε στὴν ὑγεία του καὶ ὁ δόκιμος μοναχὸς ἐπέστρεψε στὴν Ἀμερική, ὅπου βρέθηκε νὰ πάσχει ἀπὸ μιὰ ἀσθένεια ποὺ θὰ τὸν ἀκινητοποιοῦσε μελλοντικά. Οἱ γιατροὶ διέγνωσαν τὴν ἀσθένεια ALS/MND, γνωστή ἀπό τὸν Stephen Hawking, μιὰ σοβαρή, προοδευτική νευροεκφυλιστικὴ νόσο ποὺ ἐπηρεάζει τὰ κινητικά νευρικὰ κύτταρα στὸν ἐγκέφαλο καὶ τὸν νωτιαῖο μυελό. Τα κύτταρα αὐτὰ ἐλέγχουν τὴν κίνηση τῶν μυῶν καὶ ἡ ἐκφύλισή τους ὁδηγεῖ προοδευτικὰ σὲ μυϊκὴ ἀδυναμία καὶ ἀτροφία. Ὁ δόκιμος γύρισε πίσω μετὰ ἀπὸ ἕνα τρίμηνο, ὑποβοηθούμενος ἀπό τὸ μπαστουνάκι του, καὶ εἶπε στὸν γέροντα «πρέπει νὰ φύγω για τί θὰ ἀρρωστήσω καὶ ποιός θὰ μὲ προσέχει». Ο γέροντας τοῦ εἶπε «ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ δικό σου σπίτι, νὰ μείνεις ἂν τὸ θέλεις». Ἔμεινε στὴν μονή, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σωφρόνιος καὶ σταδιακά ἀκινητοποιήθη κε τελείως.

Τώρα πιὰ ὁ Σωφρόνιος εἶναι παρά λυτος καὶ κλινήρης, δὲν καταπίνει, σιτίζεται ἀπὸ ἕνα γαστροσωλήνα, ἀναπνέει μόνο μὲ τὴν ὑποστήριξη ἑνὸς ἀναπνευστῆρα. Δίχως νὰ μπορεῖ νὰ γράφει, νὰ μιλάει ἢ νὰ κινεῖται ὁ μοναχὸς Σωφρό νιος ἔχοντας ἕνα σύστημα στὸν ὑπολογιστή του, ποὺ καταγράφει τὴν σκέψη του μέσα ἀπὸ τὸ βλέμμα του καὶ τὸ ποῦ αὐτὸ ἐπικεντρώνεται, καταφέρνει νὰ ἐπικοι νωνεῖ μὲ τὸν κόσμο, τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς καὶ τοὺς ὑπόλοιπους μοναχούς,

μὲ ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονται, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, ποὺ τὸν ἔχει ἐπισκεφθεῖ. Δὲν παραπονεῖται γιὰ τὴν κατάστασή του, δὲν ζητᾶ βοήθεια, δὲν γογγύζει. Στέλνει εὐχαριστίες στὸν Θεὸ γιατί βλέπει, γιατί ἀκούει, γιατί ἀντιλαμ-βάνεται τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν, γιατί ἔχει ἀνθρώπους δίπλα του, γιατί μπορεῖ νὰ εὐχαριστεῖ. Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς, ὁ ἡρωισμὸς ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἀνθρώπινα.

Σὲ ἐρώτηση ἀναφορικὰ μὲ τὸ μεγάλο ζήτημα τῆς εὐθανασίας, ἡ ἀπάντηση τοῦ μοναχοῦ εἶναι σαφής: «Ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους μας. Τὸ καταλαβαίνω αὐτὸ καλύτερα ἀπὸ ποτὲ τώρα ποὺ εἶμαι στὸ κρεβάτι. Κανείς μας δὲν ἦρθε στὴν ζωὴ μὲ τὴν θέλησή του. Ὁπότε πῶς μπορεῖς νὰ δώσεις ἕνα τέλος στὴν ζωή σου, ἀφοῦ στὴν οὐσία δὲν σοῦ ἀνήκει; Ὡς λαϊκὸς ἤμουν πολὺ ἀνεξάρτητος σὲ ἕνα βαθμὸ πολὺ ἐγωιστικό. Τώρα ποὺ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὸ παραμικρὸ χωρὶς κάποιον ἄλλον, καταλαβαίνω γιατί ὁ Χριστὸς μᾶς δίδαξε νὰ εἴμαστε ένωμένοι σὲ ἕνα σῶμα. Χρειαζόμαστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ εἴμαστε σὲ μιὰ κοινωνία μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Καταλαβαίνω ὅτι δὲν θέλει ὁ ἀσθενὴς νὰ γίνει βάρος στοὺς ἄλλους ἢ δὲν θέλει νὰ τὸν βλέπουν οἱ ἀγαπημένοι του νὰ ὑποφέρει. Εἶναι πολὺ ταπεινωτικό – τὸ ξέρω πολὺ καλά. Ἀλλὰ ὁ ταπεινὸς ἔχει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὁ ἐγωιστής».

Τὸν ρωτοῦν γιὰ τὸν πόνο καὶ ἀπαντᾶ: «Ὁ πόνος εἶναι ἕνα μεγάλο σχολεῖο καὶ διδάσκει τὴν αὐτογνωσία ή ὁποία όδη-γεῖ στὴν ἀδελφογνωσία καὶ ἐν τέλει στὴν θεογνωσία. Ὁ πόνος σὲ ταπεινώνει καὶ μὲ τὴν ταπείνωση, ή καρδιά μας μαλακώνει καὶ ἀνοίγει στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπό μας. Υπάρχει ἕνας ἄλλος πόνος ποὺ εἶναι ὀδυνηρότερος τοῦ πόνου γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦμε. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ πόνος ποὺ νιώθει ή ψυχή, ὅταν τῆς λείπει ή παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ζωογονεῖ τὰ πάντα καὶ δίδει νόημα καὶ σὲ αὐτὸν τὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ὁ όδυνηρότερος καὶ πιὸ ἀβάσταχτος πόνος εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου σήμερα.

Ὁ πόνος καὶ οἱ δυσκολίες μερικές φορὲς εἶναι ἀνυπόφοροι γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Στὶς δύσκολες στιγμές μου, ὅταν ἐνατενίζω τὸν παθόντα καὶ ἐσταυρωμένο Χριστό, νιώθω τὴν παρουσία καὶ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Θεοῦ πιὸ ἔντονα. Αὐτός πρῶτος μετέτρεψε τὸν δικό Του πόνο σὲ εὐλογία. Καὶ ἡ δική Του ζωὴ πάνω στὸ Σταυρὸ δοξάστηκε καὶ ὁ Χριστός παρέμεινε στὴν ἱστορία ὡς ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης. Εἶναι τὸ πρότυπο καὶ συγχρόνως ἡ ἀνάπαυση κάθε πονεμένου».

«Επικοινωνῶ μὲ ἀνθρώπους ἀπ' ὅλον τὸν κόσμο ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ σωματικὲς ἢ ψυχικὲς ἀσθένειες. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἐμπειρία μου ἀπ' τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, τοὺς καταλαβαίνω, ἔστω καὶ λίγο γιὰ νὰ τοὺς πῶ ἕνα παρήγορο λόγο, ἕνα λόγο τοῦ Χριστοῦ μας. Σήμερα, ὑπάρχει τόση μοναξιὰ στὸν κόσμο καὶ ταραχὴ καὶ φόβος. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἔχουμε τὸ δῶρο Θεοῦ νὰ γνωρίζουμε τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ μοιραζόμαστε μὲ τὸν συνάνθρωπό μας τὴν χαρά, τὴν γαλήνη καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ στόχος τῆς ὕπαρξής μας, νὰ σωθοῦμε ὅλοι;»

Στὴν Ἱ.Μ. Γουβερνέτου ὁ κλινήρης μοναχὸς π. Σωφρόνιος εὐχαριστεῖ ὅλη τὴν ἀδελφότητα ποὺ τὸν φροντίζει καὶ ὁμολογεῖ ὅτι «τὸ πιὸ θετικὸ εἶναι ἡ ἕνωσή μου μὲ τὸν Θεό, ποὺ νοιώθω τὴν ἀγάπη Του νὰ γεμίζει τὴν καρδιά μου. Ἡ ζωὴ χωρὶς Χριστὸ δὲν εἶναι ζωή. Μὲ τὸν Χριστὸ στὸ κέντρο τῆς ζωῆς σας ἔχετε ἀγάπη, γαλήνη καὶ ἡ ζωὴ ἔχει ἄλλο νόημα»

Περιοδικό «ΒΗΘΕΣΔΑ» Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2025

 

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Μια συνέντευξη απ’ τον Θεό!

 


Είδα ένα όνειρο ότι  πήρα συνέντευξη από τον Θεό.

Θες, λοιπόν, να σου δώσω συνέντευξη; Ρώτησε ο Θεός.

-Αν σας περισσεύει χρόνος, απάντησα.

Ο Θεός χαμογέλασε!

-Έχω μια μέρα Και μια αιωνιότητα. Τι ερωτήσεις θα μου κάνεις;

-Τι είναι αυτό που σας εκπλήσσει περισσότερο στους ανθρώπους;

Κι ο Θεός απάντησε:

-Ότι ζουν σαν να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ και πεθαίνουν σαν  να μην έζησαν καθόλου.

Ότι χάνουν την υγεία τους προσπαθώντας να βγάλουν λεφτά και ύστερα χάνουν τα λεφτά για να  ξανάβουν την έγγεια  τους.

Ότι βιάζονται να βγάλουν την παιδικότητά τους, θέλουν να μεγαλώσουν γρήγορα και ύστερα παρακαλούν να γίνουν παιδιά.

Ότι με το  να αγχώνονται για το μέλλον τους λησμονούν  το παρόν τους κι΄ έτσι δε ζουν ούτε το μέλλον ούτε το παρόν.

Ο Θεός πήρε το χέρι μου στο δικό Του και μετά ρώτησα:

-Ως Πατέρας όλων των ανθρώπων, ποια τα μαθήματα  ζωής που θα θέλατε να μάθουν τα παιδιά σας;

-Να μάθουν ότι δεν μπορούν ν’ αναγκάσουν τους άλλους να τους αγαπήσουν. Αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να γίνουν άξιοι ν’ αγαπηθούν.

-Να μάθουν ότι δεν μετράνε τα πράγματα περισσότερο, αλλά οι άνθρωποι που έχουμε στη ζωή μας.

-Να μάθουν ότι πλούσιος δεν είναι αυτός που έχει τα περισσότερα, αλλά αυτός που χρειάζεται τα λιγότερα.

-Να μάθουν ότι μέσα σε ελάχιστες στιγμές μπορείς ν΄ ανοίξεις στον άλλον πληγές που χρειάζονται χρόνια πολλά να τις γιατρέψεις.

,           -Να μάθουν την συγχώρεση συγχωρώντας.

-Να μάθουν πως υπάρχουν άνθρωποι που τους αγαπούν πραγματικά, που όμως δεν  ξέρουν πως να δείξουν ή να εκφράσουν τα αισθήματά τους.

-Να μάθουν ότι τα χρήματα μπορούν ν΄ αγοράσουν τα πάντα, εκτός από την ευτυχία.

-Να μάθουν ότι δύο άνθρωποι μπορεί να κοιτούν το ίδιο πράγμα και να βλέπουν δύο διαφορετικά πράγματα.

-Να μάθουν ότι δεν φτάνει πάντα να σε συγχωρούν οι άλλοι, πρέπει να μπορείς να συγχωρείς κι ο ίδιος τον εαυτό σου. Και, να μάθουν ότι για τα παιδιά μου θα είμαι πάντα εδώ!!!

-Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου!

«ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τ.623

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Εορτή Αγ.Γερασίμου του Νέου Ασκητού στην Αγία Βαρβάρα Πατρών

 


Την Δευτέρα 20 Οκτωβρίου τελέσθηκε πανηγυρική Θ Λειτουργία επί τη εορτή του αγίου Γερασίμου του εν Κεφαλληνία. Τη συγκεκριμένη ημέρα άγουν τα ονομαστήρια τους οι δύο ιερείς του ιερού Ναού, ο προϊστάμενος πρωτοπρεσβύτερος π. Γερασιμάγγελος Στανίτσας και ο συνεφημέριός του π. Γεράσιμος Αθανασίου. Τους τίμησαν με την παρουσία τους συλλειτουργούντες ο πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Γερβάσιος Παρακεντές και οι αιδεσιμολογιώτατοι πρωτοπρεσβύτεροι π. Κωνσταντίνος Χριστοδουλόπουλος και π. Αλέξανδρος Λαθούρος. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας προσφέρθηκε σε όλους το καθιερωμένο εορταστικό κέρασμα.













Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

π. Βασίλειος Γοντικάκης | Εντυπώσεις από τα πρώτα βήματα στο Άγιον Όρος Παναγιώτης Χαχής

 


Μια μικρή συνεισφορά, ως αντίδωρο αγάπης στην προσφορά του πατρός Βασιλείου]


Βασικές βιογραφικές πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια του π. Βασιλείου, δημοσιεύτηκαν ήδη στις σελίδες του φιλόξενου Αντιφώνου και αλλού. Θα ήθελα να παραθέσω κι εγώ κάποια στοιχεία που αφορούν την πρώτη του επαφή με το Άγιον Όρος και τα πρώτα χρόνια ως μοναχού και ηγουμένου της μονής Σταυρονικήτα.
Την πρώτη του επίσκεψη στο Όρος την έχει περιγράψει κατά καιρούς ο ίδιος σε ομιλίες του[1]. Το 1958 ο θεολόγος της «Ζωής» Αθανάσιος Φραγκόπουλος διοργάνωσε εκδρομή για φοιτητές ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο νεαρός τότε Μιχαήλ, ο οποίος από την πρώτη αυτή επίσκεψη «δέθηκε» όπως έλεγε ο ίδιος με το Όρος.
Ο Φραγκόπουλος πρόσφυγας από τις Κυδωνιές της Μ. Ασίας, εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και κατηχητής αρχικά στη Νάουσα και στα Ιωάννινα, ενώ αργότερα στα Χανιά και το Ηράκλειο της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη συμβάλει στην λειτουργία των εκεί συσσιτίων, θα γίνει διευθυντής του Φοιτητικού Οικοτροφείου ‘Απόστολος Παύλος’, ενώ από το 1956 θα επιστρέψει στην Αθήνα[2]. Ενδεικτική της αγάπης του Φραγκόπουλου για το Άγιο Όρος είναι η μαρτυρία του π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, για αντίστοιχη προσκυνηματική επίσκεψη, όπου συμμετείχαν θεολόγοι, κατηχητές και φοιτητές, το 1954:
«[…] δεν είχα επισκεφθεί το Όρος μέχρι τότε και διότι δεν συνηθίζονταν συχνά τέτοια προσκυνήματα. Ήταν ένα από τα πρώτα παρόμοια ιερά ταξίδια, όπως και το άλλο που έγινε εκείνα τα χρόνια με την Θεολογική Σχολή Αθηνών και επικεφαλής τον Καθηγητή Π. Τρεμπέλα».
Κατά την επίσκεψη μάλιστα αυτή, ο π. Ηλίας θα συναντήσει και θα γνωρίσει στη Νέα Σκήτη τον άγιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή[3].
Θεολόγος αργότερα και νεαρό μέλος της αδελφότητας «Ζωή», ο π. Βασίλειος θα αποτελέσει ένα από τα πνευματικά παιδιά του Δημήτρη Κουτρουμπή. Ύστερα από τη διάσπαση της αδελφότητας θα επιλέξει τον δρόμο του μοναχισμού στον Άγιον Όρος. Περιγράφει ο ίδιος σε εκδήλωση για τα 40 χρόνια των Εκδόσεων «Δόμος» στη 15η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. τον Μάιο του 2018[4]:
«- Θα θέλω να πω εξομολογητικά, το ότι βρίσκομαι στο Άγιο Όρος οφείλεται και στον Κουτρουμπή. Ο Κουτρουμπής ήταν μια επανάσταση –ήρεμη– για μας. Αυτός που μας οδήγησε στον Κουτρουμπή ήταν ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος. Ο Κουτρουμπής είναι ένας άνθρωπος σταλμένος από τον Θεό, όπως στέλνονται κάποιοι άνθρωποι –μεγάλοι, οι οποίοι δρουν μυστικά.
- Πηγαίναμε λοιπόν κάτω στην Βουλιαγμένη, Κυριακή το απόγευμα και μας έκανε ανάλυση των δογματικών θεοτοκίων της Παρακλητικής, μας μίλαγε για την θεία Λειτουργία. Μαζευόμαστε τρεις, τέσσερεις, πέντε, καμιά δεκαριά. Παρακολουθούσε τον καθένα, έλεγε ο καθένας μας μια απλή κουβέντα –ή μια αρλούμπα– αυτός τη σεβότανε, της έδινε υπόσταση, έκανε από όλα αυτά που άκουγε μια παναρμόνια σύνθεση, που παρουσίαζε τη σημασία της ορθοδόξου εκκλησίας, της θείας Λειτουργίας, και έμπαζε στο στόμα σου ότι εμείς τα είπαμε αυτά – ενώ αυτός τα έκανε.
- Ενώ αυτός δεν είχε να φάει, ένα κομμάτι ψωμί, όταν πήγαινε ο καθένας μας δινότανε στο πρόβλημά του, και γινότανε ένα με το δικό μας το πρόβλημα. Ο Δημήτρης Μαυρόπουλος είναι αυτός ο οποίος υπηρέτησε μέχρι τελευταία στιγμή τον άνθρωπο ο οποίος βοήθησε όλο τον κόσμο χωρίς να ζητά τίποτα από κανέναν.
- Πόσες διαλέξεις, πόσες διατριβές, πόσες δουλειές έχουν πίσω τους τον Κουτρουμπή. Και ο Κουτρουμπής δεν παρουσιάζεται πουθενά. Αυτό που ήθελε ο Κουτρουμπής ήτανε να ζήσει ο κόσμος.
- Όταν πήγα στο Άγιο Όρος, αυθόρμητα είπα σε κάποιον ότι βοηθήθηκα πολύ από ένα θεολόγο, τον Δημήτρη τον Κουτρουμπή, και μου λέει αυτός «μα πώς, ένας κοσμικός μπορεί να σε βοηθήσει;!». Εγώ σταμάτησα λίγο. Τώρα πέρασαν τα χρόνια και νιώθω ότι η ιεροσύνη, η άσκηση, η αλήθεια κυκλοφορεί ελεύθερα, όπου θέλει πάει και βρίσκεται στους ταπεινούς. Όλοι οι άλλοι, οι επίσημοι, μετέχομε στην ανοησία, είμαστε ανύπαρκτοι, είμαστε ενοχλητικοί. Ο άρχοντας είναι ο ανύπαρκτος, που δίνει κουράγιο μυστικά σ’ όλο τον κόσμο. Κι ενώ αυτός φεύγει, τότε η παρουσία του γίνεται αισθητότερη […] Και τέτοιοι ανύπαρκτοι, μεγάλοι, κρύβονται στη ζωή, στο Άγιο Όρος, στον κόσμο».
Την εποχή εκείνη, αρχές της δεκαετίας του 60’ εξετάζει το ενδεχόμενο της μοναστικής αφιέρωσης, όπως περιγράφει ο ίδιος:
«Πόσων χρονών είσαι;»
«Είκοσι πέντε».
«Στη βράση κολλά το σίδερο. Ή να παντρευτείς, όπως ευλογεί η Εκκλησία
ή να έλθεις εδώ και να γίνεις καλόγερος σωστός. Όχι σαν και εμένα, που κοιμάμαι ολόρθος, σαν το μουλάρι. Αλλά ό,τι και να κάνεις, να είσαι ντόμπρος, να είσαι αληθινός άνθρωπος». Μου έσφιγγε το χέρι. Το άφησε δακρυσμένος και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι δεξιά για το κελλί των Αγίων Αρχαγγέλων, που ήταν το κελλί του.
Αυτή ήταν η πρώτη συζήτηση που είχα στη Σκήτη των Ιβήρων τον Αύγουστο του 1961, με τον π. Ευμένιο, ενώ προχωρούσα για την καλύβη του Αγίου Αντωνίου.
Εκεί βρήκα τον γέρο-Γαβριήλ. Καθήσαμε στην απλωταριά. Ήμασταν μέσα στην καρδιά της μεγάλης λαγκαδιάς περιβαλλόμενοι από τις κατάφυτες πλαγιές. Μια στιγμή ο Γέροντας με έκπληξη γεμάτη κατάνυξη μου λέει: «Τι έκαμα και με έφερε ο Θεός στον παράδεισο; Να, μέσα σε ένα μπουκέτο περνά η ζωή μας».
Όταν μετά από τέσσερα χρόνια, τον Αύγουστο του 1965, πήγα με το σκοπό να μείνω στη Σκήτη, ο π. Ευμένιος και ο π. Γαβριήλ είχαν φύγει για την άλλη ζωή.
[…]
Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν ζει πια κανείς στη Σκήτη απ’ αυτούς που ζούσαν εκεί το 1965. Το 1966 ήλθε η πρώτη φιάλη υγραερίου. Το 1967 ακούστηκε να ουρλιάζει το πρώτο αλυσοπρίονο, ξαφνιάζοντας όλους στο δάσος της Σκήτης. Την ίδια χρονιά ήλθαν τα «ραμποτέ» σανίδια. Τώρα έχει πάει μπουλντόζα. Περνούν καμιόνια…
Τα αναφέρω αυτά, γιατί υπάρχουν […][5]».
Μαζί με τους, επίσης θεολόγους με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, και πρώην μέλη της Ζωής, Γρηγόριο Χατζηεμμανουήλ και Παναγιώτη Νέλλα, θα εγκατασταθούν το χειμώνα του 1966 στη Σκήτη των Ιβήρων, κοντά στον γέροντα Παΐσιο. Βασίλειος και Γρηγόριος έχουν γίνει ήδη κληρικοί, ενώ ο Νέλλας, παραμένοντας λαϊκός, θα παραμείνει μαζί τους για μια μαθητεία στην ασκητική πνευματικότητα[6].
Τον γέροντα Παΐσιο τον είχε γνωρίσει ο Νέλλας σε ένα μοναστήρι στην Κόνιτσα[7], όπου είχε εγκατασταθεί για ένα διάστημα, από τον Αύγουστο του 1958. Σχετική μαρτυρία έχουμε από τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Σινά Δαμιανό, ο οποίος περιγράφει την πρώτη τους συνάντηση με τον γέροντα Παΐσιο, μέσω του Νέλλα το 1962[8]. Εκεί ο Δαμιανός, διάκονος τότε στη μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, θα προσκαλέσει τον Παΐσιο να τους επισκεφθεί και να μείνει μαζί τους. Ο γέροντας θα δεχθεί και θα παραμείνει στο Σινά από το Σεπτέμβριο του 1962 έως τον Μάιο του 1964, όμως η επιδείνωση των προβλημάτων υγείας που είχε θα τον αναγκάσει να επιστρέψει στο Άγιο Όρος και να εγκατασταθεί στη Σκήτη των Ιβήρων στην καλύβα των Αγίων Αρχαγγέλων[9].
Οι δύο νεαροί μοναχοί θα γίνουν υποτακτικοί του γέροντα και θα τον συνοδεύσουν μάλιστα όταν πήγε στη Θεσσαλονίκη και έκανε εγχείρηση για την αφαίρεση τμήματος του πνεύμονα το 1966. Ο Νέλλας θα παραμείνει μαζί τους για κάποιους μήνες και ύστερα, με προτροπή του γέροντα θα επιστρέψει στον κόσμο[10]. Κατά την παραμονή τους στην Σκήτη των Ιβήρων θα τους επισκεφθούν παλιοί τους φίλοι από τη συντροφιά του περιοδικού Σύνορο και τον κύκλο του Κουτρουμπή. Καταγραφή μιας τέτοιας συνάντησης έχουμε από τον Τάσο Ρωμανό (ψευδώνυμο του Τάσου Ζαννή[11]), σε άρθρο με τίτλο «Συναντήσεις στο Άγιο Όρος», στο τελευταίο τεύχος του Συνόρου, όπου μεταξύ συναντήσεων με άλλους μοναστές περιγράφει:
«Βασίλειος.
Ένας γερός ανήφορος μας βγάζει σ’ ένα λαγκάδι. Καμμιά δεκαριά σπιτάκια κι εξωκκλήσια είναι σκορπισμένα και στις δυο πλαγιές. Σε ποιο να μένει ο π. Βασίλειος; Χτυπάμε τις πόρτες στη σειρά. Καμμιά απόκριση: όλα τα σπιτάκια στην πλαγιά που βρισκόμαστε είναι ακατοίκητα. Πέρα στην απέναντι πλαγιά διακρίνουμε έναν άνθρωπο. Του φωνάζουμε πως ζητάμε τον π. Βασίλειο. Σ’ έναν εξώστη λίγο πιο κει προβάλλει μια ρασοφορεμένη σιλουέττα. «Ποιος είναι;» φωνάζει. Γνωρίζω τη φωνή, είναι ο Βασίλειος. Λέω τ’ όνομά μου. «Πάρτε το μονοπάτι», φωνάζει και κατεβαίνει να μας υποδεχτεί.
Ανεβαίνουμε στο σπιτάκι από μια πρόχειρη ανεμόσκαλα, φτιαγμένη με χοντρά κλαδιά. Το κελλί είναι μικροσκοπικό. Πλάι στο παράθυρο ένα τραπέζι με σύνεργα ζωγραφικής. Στο μικρό καβαλέττο μια μισοτελειωμένη αντιγραφή ενός θαυμάσιου βυζαντινού Χριστού. Σ’ ένα ράφι μια σειρά βιβλία. Ένα σκαμνί. Στον απέναντι τοίχο ένα σανιδένιο ντιβάνι σκεπασμένο με μια κουρελού. Ο π. Βασίλειος μας προσφέρει ρακί και γλυκό. «Βοήθειά μας η Κυρία Θεοτόκος», είναι η συνηθισμένη πρόποση. […]
Τον ρωτάμε από πότε άρχισε να ζωγραφίζει.
- «Πήρα μερικά μαθήματα απ’ τον Ουσπένσκη, όταν ήμουν στο Παρίσι…» μας λέει.
Περιμένουμε ανυπόμονα ν’ ακούσουμε την εμπειρία του ανήσυχου φίλου, που έφτασε ως εδώ, αναζητώντας με πάθος «το εν». Ο π. Βασίλειος σωπαίνει.
-«Δεν θα μας πήτε τίποτε πάτερ;»
Γελάει.
- «Έ, εμένα με γνωρίζετε κι απ’ την Αθήνα», λέει, «ό,τι λέγαμε εκεί θα πούμε κι εδώ…»
-«Πάτερ», επιμένουμε, «είστε ένας από τη γενιά μας και είδατε το Όρος με τα μάτια σας, που είναι όμοια με τα δικά μας μάτια. Γι’ αυτό η εμπειρία σας θα μας ήταν πολύτιμη…» Έτσι ανοίγει η συζήτηση.
Μας μιλά για την πορεία του, που αρχίζει με τη θητεία του στις χριστιανικές κινήσεις, συνεχίζεται με τη μαθητεία του κοντά στους ρώσους Ορθοδόξους του Παρισιού και, μετά από αγωνιώδη αναζήτηση, φτάνει σ’ αυτό το λαγκάδι του Αγίου όρους. Στη Σκήτη αυτή, γέροντα έχει τον π. Παΐσιο, μελέτη τον Άγιο Ισαάκ, και «εργόχειρο» τη βυζαντινή αγιογραφία.
Τον βεβαιώνουμε πως δεν πάψαμε να τον θεωρούμε σαν μέλος της συντροφιάς μας, και πως αυτή ακριβώς η «έξοδός» του από τον κόσμο μας κάνει να βλέπουμε τη δική μας ζωή μέσα στον κόσμο μ’ ξιος μον. Ιβηρίτης, Καλλίνικος προηγ. Ιβηρίτης, Κωνσταντίνος προηγ. Λαυριώτης, αρχιμ. Βασίλειος, Ιεζεκιήλ αρχιεπ. Αυστραλίας, Σταύρος Παπαδάτος Πολιτικός Διοικητής, Ιερόθεος μον. Σταυρονικητιανός

 


Από αριστερά: Ευθύμιος μον. Καρακαλλινός, αρχιμ. Βασίλειος, Ιεζεκιήλ αρχιεπ. Αυστραλίας, Σταύρος Παπαδάτος Πολιτικός Διοικητής, Κωνσταντίνος προηγ. ΛαυριώτηςΤο 1968 η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους θα ζητήσει από τους ιερομονάχους Βασίλειο και Γρηγόριο, να αναλάβουν την ευθύνη της Ι. Μ. Σταυρονικήτα, που ήταν στα πρόθυρα να κλείσει λόγω έλλειψης μοναχών[13]. Την ίδια χρονιά, θα εγκατασταθούν στην Σταυρονικήτα, ηγούμενος της οποίας θα γίνει ο π. Βασίλειος[14], ενώ ο γέροντας Παΐσιος θα τους βοηθήσει, καθοδηγώντας πνευματικά τη νέα κοινότητα, διαμένοντας στο κοντινό κελί του Τίμιου Σταυρού. Σε λίγα χρόνια, η κοινοβιακή πλέον Σταυρονικήτα θα επανδρωθεί θεαματικά και θα αποτελέσει πόλο έλξης για τον αυξανόμενο αριθμό, νέων κυρίως ανθρώπων που επισκέπτονται πλέον το Άγιο Όρος[15].
Ο π. Γρηγόριος, τα επόμενα χρόνια θα εγκατασταθεί στο Ι. Κουτλουμουσιανό Κελλί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου έκτοτε θα επιδοθεί σε ένα αξιόλογο συγγραφικό έργο, ιδίως με βιβλία σχετικά με τη θεία Λειτουργία. Ο π. Βασίλειος, θα παραμείνει ηγούμενος έως το 1990, χρονιά κατά την οποία θα αναλάβει την ηγουμενία της Ι.Μ.Ιβήρων.
Η πολυσχιδής συγγραφική του δραστηριότητα και οι πολλαπλές ομιλίες του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, θα τον καταστήσουν μια από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού. Ο π. Βασίλειος θα συνδεθεί με στενή φιλία με τον Ν.Γ. Πεντζίκη[16] και θα του γνωρίσει και τον π. Συμεών ντε λα Χάρα, τότε μοναχό Γρηγοριάτη. Ενδεικτική της πνευματικής φιλίας με τον Πεντζίκη, είναι η βιβλιοκριτική του π. Βασιλείου για τα Ομιλήματα του πρώτου, το 1973 στο περιοδικό Ευθύνη[17]. Αθησαύριστο ίσως, κάνει φανερό ωστόσο, πόσο έχει επηρεάσει ο ένας τον άλλον, στην γραφή και την «σαλότητα». Το παραθέτω ολόκληρο:
«Η «των σαλευομένων μετάθεσις» (Εβρ.12,27) αποκαλύπτει των αιωνίων το άπτωτο, ακίνητο και αεικίνητο.
Όλη η εξωτερική ασυναρτησία την οποία μπορεί κανείς στην αρχή να βρή, στον παρά μέσα χώρο βλέπει να υπάρχει σα ζωή εχεφροσύνης με μια άριστη περιχώρησι και κυκλοφορία του αίματος.
Ο αυτοεξευτελισμός και αυτοδιασυρμός που επίμονα γίνεται από τον συγγραφέα δεν τον ρίχνει στα μάτια του αναγνώστη, τον εξαφανίζει, τον θανατώνει. Και τον κάνει να παρουσιάζεται «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» μπροστά μας ως εκ νεκρών ζων.
Το ανίλεο χτύπημα που γίνεται από τον ίδιο είναι κάτι σκληρό που χτυπά άσκημα σ’ έναν που βασανίζεται μάταια να σώσει την «αξιοπρέπειά» του. Στο τέλος-τέλος όμως βλέπει κανείς πως όλα τα άσχετα έχουν σχέσι. Όλα τα ανισόρροπα μιλούν έλλογα και εναρμόνια. Όσα φαίνονται υπέρμετρα και σκληρά, ενσταλάζουν ρανίδες αληθινής παρακλήσεως, βαθειάς παρηγοριάς στα έγκατα του ανθρώπου.
Το κακό είναι ότι πολυσυνηθίσαμε να ζούμε έξω από την Εκκλησία, στον άκαμπτο χώρο του «ορθού λόγου» που μας έφερε στο απαγχονίζον παράλογο.
Πάψαμε να χτίζουμε εκκλησίες όπως οι Βυζαντινοί, σεβόμενοι τον κόσμο της καθεμιάς πέτρας. Χάσαμε την αίσθηση που μας έδειχνε τον πλούτο που κρύβει η προτροπή του Παληού Αββά: «Προσπάθησε να καταφρονηθής αναφανδόν υπό πάντων των ανθρώπων».
Κάναμε το βίο αβίωτο. Φέραμε τον εαυτό μας σε χώρο κλειστό, ανήλιο και ανάερο. Γι’ αυτό και τα κείμενα αυτά τα «παρεμφερή, βρίσκονται σε γραφή αδιάβαστη. Είναι γραμμένα σ’ άλλη εποχή, σ’ άλλο χώρο: σ’ αυτό τον βαθειά ανθρώπινο και εφετό, από τον οποίο όμως εκούσια ή ακούσια εκπατριστήκαμε, και ρίξαμε τον εαυτό μας σε τούτη την αλλοδαπή χώρα της μηχανής και της μηχανικότητος, όπου όταν κάτι τσαλακωθεί παύει να υπάρχει.
Ενώ ο άνθρωπος υπάρχει μέσα σ’ όλες τις μεταβολές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι απειλές του γίνονται ευλογίες. Οι κατάρες, ευχές. Οι πόνοι, παρηγοριά. Και ο θάνατος, ζωή. Και δεν είναι τίποτε άλλο το μυστήριο της εν Χριστώ ζωής, της κοινωνίας μας με τη Ζωή που θανάτω θάνατον πάτησε.
Η ζωή, η υπόστασή μας δεν είναι το άθροισμα «των καυσουμένων στοιχείων», (Β΄Πέτρ. 3,10) ούτε η αρχιτεκτονική των σαλευομένων. Μετά από το χώνεμα των καυσουμένων και από των «σαλευομένων την μετάθεσιν» υπάρχει ο άνθρωπος, χάρι στον άφθαρτο και άραφο χιτώνα που ενδύεται στο Βάφτισμα αναδυόμενος από τα ύδατα του θανάτου.
Αυτή η αιώνια ύπαρξι του ανθρώπου, η πέρα της φθοράς, αυτή η άκτιστη χάρη, δίνει νόημα στο εφήμερο και ανόητο.
Μέσα από τα ερείπια, «τους λίθους και κέραμους» φωτίζει η άφθαρτη μορφή του ανθρώπου με μια αντοχή ακατάβλητη. Ανήκει στον άλλο κόσμο γι’ αυτό και σε τούτο κινείται άνετα. Πέρα από τη μετάθεσι μας φέρνει το χαρούμενο μήνυμα (ευαγγέλιο) πως υπάρχει κάτι το αμετάθετο. Και αυτό το αμετάθετο, μετατίθεται ακατάπαυστα, όπου θέλει πνει, ζωογονώντας τα πάντα.
Έτσι η πράξη του Συγγραφέα να μιλά με τον τρόπο που μιλά είναι μια επίσκεψη ξένη∙ μια άνωθεν άφιξη εν τοις καθ’ ημάς. Κάτι το άλλο. Ένας ασπασμός του πέραν, του επέκεινα και χρυσώνει το τώρα, το περαστικό, που έτσι και το ζούμε συχνά μας απογοητεύει σαν ξένο και αποξενωτικό.
Τα «Ομιλήματα» είναι μια εξομολόγηση που δεν τολμά κανείς να κάνει στον πνευματικό του, και αυτός την κάνει όχι δημόσια, μα καταγράφοντάς την τρισδιάστατα και προσυπογράφοντάς την ξεκάθαρα, μ’ όλα τα στοιχεία της ταυτότητάς του για να μη χωρά καμιά παρεξήγησι. Δεν μας δείχνει έτσι μόνο ένα νέο τρόπο γραψίματος, αλλά μας θυμίζει και τον καινό τρόπο ζωής. Είναι μια νεκρανάσταση. Και είναι αλήθεια πως δεν μπορεί να βιωθή τούτη η ζωή παρά αφού πεθάνει κανείς. Γι’ αυτό η Εκκλησία βαφτίζοντάς μας στο θάνατο μας ντύνει στη ζωή την αθάνατη. Και ο Παύλος ζητά να «παραστήσωμεν εαυτούς τω Θεώ ως εκ νεκρών ζώντας (Ρωμ. 6,13).
Ποιός πράγματι μας κόλλησε αυτή τη μανία να σώσουμε το καταδικασμένο, να λατρέψωμε την κτίσι; Και πνιγόμαστε άδικα. Ενώ πέρα από το θάνατο του θνητού, τη φθορά του φθαρτού, υπάρχει χάριτι Κυριου η αθανασία και αφθαρσία που διαπερνά από τώρα το είναι μας, τα πάντα. Και καταπίνεται το θνητό, από τη ζωή, και το φθαρτόν ενδύεται αφθαρσίαν.
Ο Ν.Γ.Πεντζίκης παρουσιάζεται ως ο τολμηρός που πεθαίνει και παραδίνεται σ’ άλλα χέρια. Και δε μας πέφτει λόγος να πούμε τίποτα. Αλλά και αν πούμε –εκείνο ή το άλλο– τα χέρια αυτά δρουν ασχέτως ημών.
Μόνα αυτά πλάθουν τον άγνωστο Παράδεισο, τον ητοιμασμένον προ καταβολής κόσμου, για μας όλους τους καθημερινούς. Αυτά πλάσανε τον άγνωστο εαυτό μας και έως άρτι εργάζονται πάνω μας.
«Ο αποθανών δεδικαίωται».
Ένας που κάνει τον εαυτό του κουρέλι. Ένας που καταφέρει στον ίδιο εαυτό του τέτοια θανατηφόρα για την κοινωνική του ευπρέπεια πλήγματα, έχει την άδεια και δυνατότητα να προχωρεί ελεύθερα κεκλεισμένων των θυρών.
Δεν ενοχλεί κανένα γιατί κανενός δεν παίρνει τη θέσι. Κανέναν δεν πάει να προσπεράσει, να παραγκωνίσει. Έχει θέσι που κανείς δεν την υποβλέπει. Ποιός στ’ αλήθεια θα επιθυμούσε το διασυρμό, τη διαγραφή, την απώλεια;
Είναι κάτω από τον καθένα. (Πέρα από τις επιδιώξεις μας). Είναι μέσα σ’ όλους. Είναι ακίνδυνος για όλους, όπως ο νεκρός που κοίτεται μπροστά μας ακίνητος. Έτσι ακούμε με ανοιχτά αυτιά ό,τι μας λέει. Και μπορούμε άνετα να πούμε και γι’ αυτόν ένα καλό λόγο.
Έτσι σώζεται μέσα στην καρδιά μας και ανασταίνεται στη ζωή μας. Και κυκλοφορεί στο είναι μας. Αυτός είναι οι άλλοι, και μείς είμαστε αυτός.
Τότε βλέπομε ότι μέσα στην Εκκλησία υπάρχει χώρος για όλους. Όλοι βρίσκονται μέσα μας. Και ολόκληρος ο άνθρωπος «μεταβαίνει εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. 5,24) μπαίνοντας στην Εκκλησία.
†Β. Σταυρ.»[18]
Το 1974 θα εκδοθεί το πρώτο βιβλίο του π. Βασιλείου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Εισοδικόν». Βιβλιοκριτική του συναντάμε στο αγιορείτικο περιοδικό «Αθωνικοί Διάλογοι», που εξέδιδε ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, στην οποία, χαρακτηρίζεται μάλιστα ως «νεοπατερική φωνή». Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμά ενδεικτικό της εποχής που περιγράφουμε:
«Συγγραφεύς του μετά χείρας πονήματος είναι ο Καθηγούμενος της εν Αγίω Όρει Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης, γνωστός ευρύτατα εν Ελλάδι και εις το εξωτερικόν ως μια των πλέον φωτεινών μορφών του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού. Παρά ταύτα, η αγαθή φήμη του ανδρός τούτου ουδεμίαν μέχρι τούδε είχε σχέσιν με συγγραφικήν δράσιν. Μετά τας εν Αθήναις και εν Παρισίοις λαμπράς σπουδάς εγκατεβίωσεν εις την Σκήτην του Αγίου Προδρόμου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, ένθα υπό την πνευματικήν καθοδήγησιν του Γέροντός του Μοναχού Παϊσίου, επεδόθη εις την κατά Θεόν ησυχίαν. Και θα παρέμενεν ασφαλώς ακόμη κρυπτόμενος υπό την σκιάν του Γέροντος Παϊσίου, εάν ανάγκη επιτακτική ανασυγκροτήσεως της προς καιρόν χειμασθείσης Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα δεν επέβαλεν εις την Εκκλησίαν όπως τοποθετήση τούτον Ηγούμενον της εν λόγω Μονής, από ιδιορρύθμου εις κοινόβιον μετατραπείσης. Δεν συνεπληρώθη ακόμη πενταετία από της αλλαγής ταύτης και ήδη η Μονή Σταυρονικήτα έχει καταλάβει προ πολλού εις τα ψυχάς των ευλαβών επισκεπτών του Όρους θέσιν νοσταλγικού προσκυνήματος. Ο γόνιμος διάλογος και η κατανυκτική λατρεία είναι τα χαρακτηριστικώτερα γνωρίσματα της πνευματικής ταύτης εστίας. Ο Γέρων Παΐσιος όμως όστις εξακολουθεί να είναι ο Πνευματικός τόσο του Ηγουμένου όσον και ολοκλήρου της εκλεκτής αδελφότητος, δεν ακούει ευχαρίστως όσα περί αυτών λέγονται και γράφονται κατά καιρούς αγαθά, διότι φοβείται τον έπαινον του κόσμου. Θεμελιώδες αξίωμα της πνευματικής ζωής θεωρεί το ότι «ο μοναχός κρύπτει εαυτόν και μόνον η χάρις του Θεού τον προδίδει». Κατ’ επανάληψιν ηκούσθη διαμαρτυρόμενος προς επαινούντας το εν Σταυρονικήτα έργον: «Αφήσατε τους ανθρώπους να αγωνισθούν τον αγώνα των. Δεν τους κάμνετε καλόν επαινούντες. Είναι ωσάν να επισημαίνετε εις τον εχθρόν τον στόχον, προς τον οποίον πρέπει να στρέψη τα πυρά του. Το Όρος άλλωστε είναι πάντοτε ανεξάντλητον εις τιμίους αγωνιστάς του πνευματικού στίβου, ασχέτως εάν τους γνωρίζει ή όχι ο κόσμος. Δεν είναι δίκαιον να επαινήται μια μόνον εστία. Τούτο καταντά βλασφημία δια το Άγιον Όρος» […] «Είθε η εκ του Αγιωνύμου Όρους προερχομένη αύτη νεοπατερική φωνή να τύχη της δεούσης προσοχής υπό των εχόντων ακόμη παρ’ ημίν ώτα ακούειν»[19].
Το Νοέμβριο του 1974 ο π. Βασίλειος θα κάνει μια εισήγηση, «ποὺ ἀναγνώσθηκε γαλλικὰ» στο Συνέδριο Ορθοδόξων Νέων Δυτικής Ευρώπης τον Νοέμβριο στην Ντιζόν της Γαλλίας. Η εισήγηση με τίτλο «Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή» θα δημοσιευτεί το 1976 στο περιοδικό της Ι. Μονής Γρηγορίου ‘Ο Όσιος Γρηγόριος’[20]. Εκεί θα δούμε διαμορφωμένο πιά τόσο το γνώριμό του ύφος όσο και αρκετές από τις βασικές θεματικές που θα τον απασχολήσουν κατά τη μακρόχρονη κα πλούσια συγγραφική του πορεία. Αντιγράφω ως κατακλείδα, ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Ένας μοναχός έγραφε:
«Δεν είναι η δουλειά μου να χτίζω σπίτια και να ασπρίζω.
Ούτε ακόμη είναι να διαβάζω και να γράφω.
Ποια είναι η αποστολή μου;
Είναι -αν είναι δυνατόν- να πεθάνω εν τω Θεώ. Τότε ζω και κινούμαι από άλλη Δύναμη.
‘Έτσι ελεύθερα μπορώ να τα κάνω όλα (και να σκάβω και να διοργανώνω και να διαβάζω και να γράφω), χωρίς να δένωμαι με τίποτα. Άπ’ όλα μπορώ να περάσω, οφείλω να περάσω κυνηγώντας. πάντα ήρεμα το ένα και μοναδικό. ‘Όλα, όλους τους «μετεωρισμούς» να άφήσω ελεύθερα δι’ εμού να διέλθουν περιμένοντας το ένα που καταξιώνει τα πάντα.
Όταν χτίζης για να χτίζης, φτιάχνεις τον τάφο σου.
Όταν γράφης για να γράφης, πλέκεις τα σάβανά σου.
Όταν ζης, αναπνέεις ζητώντας το έλεος του Θεού, τότε γύρω σου υφαίνεται καταστολή αφθαρσίας και μέσα σου αναδεύεται γλυκασμός ουράνιας παρακλήσεως. Το αν χτίζης η αν γράφης, είναι πολύ δευτερεύον[21]».