Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ Μακάριοι και μακαρία

 


Τη 19η Ιανουαρίου εορτάζουν δύο Μακάριοι: ο Μακάριος ο Μέγας Κι ο Άγιος Μακάριος ο Αλεξανδρείας. Αναφέρονται από κοινού στο Συναξάρι και στους στίχους που το ακολουθούν.

            «Θανούσα θείων η δυάς Μακαρίων,

            Ζωής    μετέσχε της μακαριωτάτης.

            Γην μακάρων λάχον εννεακαιδεκάτη Μακάριον».

            Πλούσιο υλικό για μελέτη έχουμε εδώ, καθώς το επίθετο μακάριος (από το οποίο πήραν το όνομά τους οι δύο Μακάριοι) υπάρχει δεκάδες φορές στην Κ. Δ.  ιδίως δε στους περίφημους Μακαρισμούς της επί του Όρους Ομιλίας. Δεν είναι λίγες οι φορές που θα το συναντήσουμε και στην Π. Δ.

            Ως μακάριος νοείται ο καλότυχος, ο ευτυχισμένος, ο ευδαίμων, ο γεμάτος χαρά. Έτσι, οι δύο πρώτοι στίχοι από το Συναξάρι μπορούν να αποδοθούν ως εξής:

            «Μετά τον θάνατό της η δυάδα των  θεϊκών Μακαρίων, έγινε μέτοχος της τρισευτυχισμένης Ζωής».

            Ταυτόσημος (και αρχαιότερος) τύπος του επιθέτου μακάριος είναι το επίθετο μάκαρ, το οποίο υπάρχει σε γενική πληθυντικού στον τρίτο από το Συναξάρι. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το επίθετο αυτό ιδίως για τους θεούς, και μάλιστα σε αντίθεση προ τους (θνητούς) ανθρώπους «έτσι, στην Ιλιάδα «προς τε θεών μακάρων προς τε θνητών ανθρώπων), χωρίς   να λείπουν και κάποιες αναφορές σε ανθρώπους.

            Στον Ησίοδο, για πρώτη φορά, γίνεται αναφορά στα Νησιά των Μακάρων («εν μακάρων νήσων»), έναν φανταστικό χώρο παραδείσιας κατάστασης που προοριζόταν για ήρωες και ημιθέους.

            Προτού αποδώσουμε τον τρίτο στίχο, να αναφέρουμε ότι το «λάχον» είναι για μία ακόμη φορά ποιητικός (ομηρικός, συγκεκριμένα) τύπος ρήματος σε Αόριστο, δηλ. του έλαχον. Έτσι, ο τρίτος στίχος μπορεί να αποδοθεί;

            «Τη δεκάτη ενάτη (του μηνός οι Μακάριοι [το όνομα των δύο αγίων] κληρονόμησαν τη Γη των Μακάρων (δηλ. τον Παράδεισο)»,

            Αξίζει, με αφορμή τα επίθετα μάκαρ και μακάριος, να αναφέρουμε και κάποιες άλλες λέξεις που παράγονται από αυτές και υπάρχουν στο νεοελληνικό λεξιλόγιο: «μακάρι»; Συνηθισμένο επίρρημα που εισάγει ευχές. «Μακαρίτης»: Ο κάτοχος της μεταθανάτιας μακαριότητας. «Μακαρία»: Αρχικά, η μακαριότητα, η ευδαιμονία. Αργότερα, δείπνο στο σπίτι του νεκρού μετά την κηδεία (αλλιώς νεκρόδειπνο/ «παρηγοριά»). Επίσης «μακαρία» είναι ψωμί που διανέμεται μετά την κηδεία (η «ψυχόπιτα»).

            Η «μακαρία» [το νεκρόδειπνο] ονομαζόταν και «μακαρωνία», στην οποία επικρατούσαν ως προσφερόμενη τροφή τα ζυμαρικά. Από αυτή προέκυψαν ετυμολογικά τα ….μακαρόνια, ενώ τα μελομακάρονα, με τη σειρά τους, προέκυψαν με την προσθήκη μελιού στα προσφερόμενα ζυμαρικά, ώστε να προσδώσει αυτό (το μέλι) γλυκύτητα στη γεύση, ως αντίβαρο στο πένθος. [Και σήμερα ακόμα, σε διάφορα μέρη της ελληνικής επαρχίας, δίνεται μετά την κηδεία ψωμί [τη «μακαρία», που αναφέραμε λίγο πριν  βουτηγμένο στο μέλι]. Κατά μία ετυμολογική εκδοχή, και το γλυκό «μακρόν» έχει ανάλογη προέλευση.

            Ανδρέας Μοράτος, «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», τ. 1161

Δεν υπάρχουν σχόλια: