Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Β' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρκ.2, 1-12)

Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ


Μοναδικό υπόδειγμα αλληλεγγύης παρουσιάζει ο ιερός ευαγγελιστής Μάρκος στη λιτή και σύντομη αφήγηση του σημερινού θαύματος του Ιησού.

Η ομάδα των τεσσάρων που μεταφέρει τον παραλυτικό μοιάζει να αντλεί δύναμη από κάποια υπερβατική πηγή. Πάνω απ’ όλα η πίστη του στο πρόσωπο του Χριστού είναι αυτή που διοχετεύει το πνεύμα της αλληλεγγύης προς τον άρρωστο και η θέληση του ιδίου να γίνει ο κεντρικός ήρωας μιας δραματικής και τολμηρής επιχείρησης. Χωρίς αυτήν την πίστη η κόπωση των ανδρών, η αμφισβήτηση των αιώνιων αρνητών τους και το αδιαχώρητο του κόσμου για να δει και ακούσει το διδάσκαλο, θα τους υποχρέωνε να εγκαταλείψουν την προσπάθεια τους.

Όμως η κλίνη με τον παραλυτικό αιωρείται μεταξύ οροφής και δαπέδου και το εκπληκτικό δεν είναι το θέαμα, όσο η ηρωική πίστη των εκτελεστών αυτού του παράτολμου σχεδίου.

Ήδη το όλο σκηνικό φωτίζεται από την λάμψη της παρουσίας του Χριστού και ξαφνικά την έκπληξη τη διαδέχεται ο τρόμος του υπέρλογου συμβάντος που εκτυλίσσεται μπροστά σε όλους.

Είναι η στιγμή της θεραπείας του παραλυτικού, ο οποίος τώρα βαδίζει υγιής ανάμεσα στο πλήθος αίροντας το ξυλοκρέβατό το , ως ελάχιστο τεκμήριο του θαύματος. Ένας σεισμός τους διαπερνά όλους όσους αποδέχονται με πίστη αυτά που βλέπουν και ομολογούν με ευγνωμοσύνη «τι οδέποτε οτως εδομεν».

Σ’ αυτούς ανήκουν και οι τέσσερις «αχθοφόροι» της αγάπης για τους οποίους η ευαγγελική διήγηση κάνει ιδιαίτερο λόγο.

Τα ευαγγέλια βέβαια δεν είναι αφηγήσεις λεπτομερειών αλλά αποκαλύψεις αληθειών για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και η υπόθεση της σωτηρίας είναι ένα έργο πίστεως και μαρτυρίας. Έργο αλληλοδιακονίας της αγάπης, που προτεραιότητα έχει ο δοκιμαζόμενος και εμπερίστατος αδελφός μας. Οι μεταφορείς του παραλυτικού έδωσαν μια ζωντανή μαρτυρία για την οποία κρίνονται άξιοι ενώπιον του Θεού.

Ενώ όμως ο Ευαγγελιστής αυτονόητα καλεί να μιμηθούμε το παράδειγμά τους, δεν παραλείπει να κρίνει τη στάση των «διαλογιζομένων ν τας καρδίαις ατν» των ανθρώπων με διεστραμμένο νου και συνείδηση που υπονομεύουν συστηματικά το έργο του Χριστού για να πλήξουν την θεότητά Του. Πρόκειται για τους Γραμματείς που βρίσκονταν πλάι στους Φαρισαίους που είχαν παρασύρει το λαό του Θεού στο σκοτάδι της δουλείας.

Αυτοί και όσοι τους ακολουθούμε γινόμαστε συνήθως υποκριτές και επικριτές της αλήθειας, γιατί δεν ευνοεί ταξικά προνόμια και ατομικά συμφέροντα. Και καθώς δεν τολμούμε να την κοιτάξουμε κατάματα συνεργούμε στο παρασκήνιο για να τη σπιλώσουμε. Αυτό έκαναν οι γραμματείς.

Όμως Γραμματείς και Φαρισαίοι θα υπάρχουν πάντα όσο το δίκαιο του ισχυρού ή ο νόμος της ζούγκλας θα ισχύει στις κοινωνίες των ανθρώπων, όσο θα μένουμε προσκολλημένοι σε νεκρούς θρησκευτικούς τύπους.

Ο Χριστός δεν είναι Θεός νεκρών τύπων. Είναι ζωή και φώς που «ερευνά νεφρούς και καρδίας» γνωρίζοντας τους διαλογισμούς όλων μας και φυσικά των Γραμματέων που αμφισβητούν την Θεότητά του, μολονότι αυτόπτες μάρτυρες του συγκλονιστικού θαύματος. Κι’ επειδή νόμιζαν ότι είναι ειδήμονες, τους ερωτά ευθέως, αν είναι ευκολότερη η θεραπεία του παραλυτικού από την άφεση των αμαρτιών. Ένα ερώτημα που τους προκαλεί αμηχανία και αδυναμία να απαντήσουν. Συγχρόνως, μπροστά στα ύποπτα βλέμματά τους χαρίζει άφεση και θεραπεία στον άρρωστο, επιβραβεύοντας την πίστη και την τόλμη του.

Μ’ αυτήν την ενέργεια θέλησε να φανερώσει στους δύσπιστους και στους επικριτές κάθε εποχής, τη θεανθρώπινη φύση και ότι «ξουσίαν χει Υός το νθρώπου φιέναι πί τς γς μαρτίας».

Μόνη προσδοκία Του, την οποία ο καθένας μπορεί να υιοθετήσει, είναι η ελπίδα της επιστροφής κοντά Του, έστω και με φορείο, για θεραπεία και ανάπαυση που καμιά θεραπευτική αγωγή και κανένα θέρετρο θα ήταν σε θέση να του προσφέρει.


π.Γ.Στ.


Συνάντηση του Θεού μέσα από τα υπέρλογα ρίσκα

Νικολάου Ιερομονάχου (μητρ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής)


«…Ψηλά στο βουνό, ανάμεσα στις καστανιές, διέκρινα έναν ρωσικό τρούλλο. Ρώτησα τον διπλανό μου, που σταυροκοπιόταν, τι ήταν. Μου απάντησε πως είναι το κελλί του αγίου Αρτεμίου, στην Προβάτα, όπου ο π Εφραίμ με την συνοδεία του, είκοσι τρία άτομα ασκούνται στην νοερά εργασία και προσευχή. Αυτοί δεν γελούν, δεν μιλούν. Σιωπούν και προσεύχονται. Γύρισαν το κουμπί της ακοής και της οράσεώς τους στις συχνότητες του άλλου κόσμου, που εγώ αγνοώ και αρνούμαι να πλησιάσω. Ζήλεψα το μεγαλείο του ανθρώπου. Ντράπηκα την μικρότητά μου. Πόνεσα για την κενότητά μου. Όσο ξένοι ήταν αυτοί οι μοναχοί προς εμένα, άλλο τόσο ήμουν εγώ προς το πνεύμα και την ζωή τους.

Το καραβάκι έφθασε στον προορισμό του. Διανυκτέρευσα στη Λαύρα. Στόχος μου ο π. Ευθύμιος και η Βίγλα. Όλο το βράδυ σκέψεις προσδοκίας. Το πρωί μετά την Θεία Λειτουργία, ρώτησα για το πού ακριβώς βρίσκεται. Μου είπαν ότι ήταν ο μοναχός που κοινώνησε. Ήταν ο μόνος. Δαγκώθηκα. Δεν είχα προσέξει. Έχασα την ευκαιρία. Με πληροφόρησαν ότι δεν είναι στα καλά του και με την επιβεβαίωση αυτήν ξεκίνησα. Περπάτησα πάνω από μία ώρα. Ζέστη φοβερή. Βλάστηση αραιή και εντελώς ισχνή. Τόπος απαράκλητος. Στο βάθος διακρίνεται η Ρουμάνικη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Γύρω γύρω, σε μικρή σχετικά απόσταση, σκόρπιες χαμηλές καλύβες χωμένες σε βαθουλώματα του εδάφους. Πραγματική έρημος!

Είπα να πλησιάσω την πρώτη καλύβη. Δεν ακουγόταν τίποτε. Κάποιος όμως ζούσε εκεί. Μια φανέλλα κι ένα κουρελιασμένο ζωστικό ήταν απλωμένα σ΄ ένα σχοινί. Πρέπει να ήταν του π. Ευθυμίου. Ακαταστασία γενικευμένη. Πλησίασα με πολύ δισταγμό και προσοχή. Δεν έπρεπε να τρομάξει από την παρουσία μου. Γιατί τότε θα κινδύνευα εγώ να τρομάξω από τη δική του. Έτσι μου είχε πει ο π. Παΐσιος. Ξαφνικά μέσα σε σκουριασμένους τενεκέδες, σπασμένες καρέκλες και αραδιασμένα μπρίκια και κατσαρόλες, διακρίνω ένα κεφάλι μ΄ ένα ψάθινο καπέλο. Δεν φορούσε ράσα. Ένα παντελόνι blue jean με τιράντες δίχως φανέλα. Με κοιτάζει ανέκφραστα και σταθερά. Με καρφώνει. Από τη μέση και πάνω με κυρίευσε φόβος. Ούτε τι ένοιωθα ήξερα ούτε να σκεφθώ μπορούσα. Από τη μέση και κάτω αμηχανία. Τα πόδια μου μπερδεύτηκαν όσο και η γλώσσα μου. Κοντοστάθηκα και ψέλλισα:

- Ευλογείτε.

Δεν μου απαντάει παρά ρωτάει αυστηρά:

- Τι θές εδώ;

- Τον π. Ευθύμιο ψάχνω, του απαντώ.

- Δεν υπάρχει τέτοιος εδώ, ανταπαντά με τόση σιγουριά που επιβεβαίωσε την ταυτότητά του.

Άρχισα να συνέρχομαι. Προσπάθησα να του βγάλω κάποια λέξη. Στάθηκε αδύνατον. Με αγνόησε πλήρως. Η γλώσσα του δέθηκε· το ίδιο και η δική μου. Περίμενα μήπως με κεράσει. Ούτε κι αυτό έγινε. Σηκώθηκα να φύγω. Το επεκρότησε με ιδιαίτερη ευκολία και ανακούφιση.

Εγώ ήθελα να δω, κι αυτός αγωνιζόταν να κρυφτεί. Τί αντίθετοι δρόμοι! Αυτός, βέβαια, κατάφερε το σκοπό του. Εγώ όμως τί κατάφερα; Καθώς η αγριάδα της συνάντησης υποχωρούσε, μέσα μου πρόβαλε ένας βαθύς σεβασμός, ένας ειλικρινής θαυμασμός γι΄ αυτό που έβλεπα και μια αηδία γι΄ αυτό που ήμουνα. …


(Από το βιβλίο, «Άγιον Όρος Το υψηλότερο σημείο της γης»)


Δροσοσταλίδα


Ἐρωταποκρίσεις Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου» (α') , Ζητῶν


Ἕνα κομμάτι τῆς φιλοκαλίας εἶναι καὶ οἱ «Ἐρωταποκρίσεις Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου». Σ’ αὐτὸ εἶναι καταχωρημένες διάφορες ἐρωτήσεις ποὺ ἀπηύθυναν μοναχοὶ ἢ λαϊκοί, κυρίως στὸ «Μέγα Γέροντα», ὅπως λεγόταν, Βαρσανούφιο, εἴτε στὸ μαθητή του τὸν Ἰωάννη τὸν «προφήτη», ὅπως ἦταν ἡ ἐπωνυμία του.

Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι καὶ οἱ δύο αὐτοὶ γέροντες κυρίως ὅμως ὁ γέροντας Βαρσανούφιος ἦταν πολύ μεγάλοι ἅγιοι. Ὥστε οἱ ἀπαντήσεις ποὺ ἔδιναν στοὺς ἐρωτῶντες ἦταν πραγματικὰ θεόπνευστες καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει δίνουν τὸ στίγμα τοῦ πῶς βλέπει τὰ διάφορα προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν ἕνας ἅγιος καὶ τί εἴδους λύσεις προτείνει σ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ σωθοῦν.

Γιὰ τὸ Βαρσανούφιο ἀρκεῖ μόνο νὰ ποῦμε πὼς πέρασε ἕνα πολὺ μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του ἔγκλειστος, καὶ δὲν ἔβλεπε κανέναν σχεδὸν ἄνθρωπο, σὲ σημεῖο ποὺ κάποιοι νὰ θεωροῦν δεδομένο ὅτι δὲν ἦταν ὑπαρκτὸ πρόσωπο καὶ νὰ πιστεύουν ὅτι οἱ ἀπαντήσεις ἦταν τοῦ Ἰωάννου ἢ τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς ὁ ὁποῖος ἀπὸ ταπείνωση ἔκρυβε τὸ πραγματικό του πρόσωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ γέροντας Βαρσανούφιος γιὰ μία μόνη φορὰ διέκοψε τὸν ἐγκλεισμό του καὶ παρουσιάστηκε σιωπηλὸς στὴ σύναξη αὐτῶν ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὴν ὕπαρξή του καὶ τοὺς ἔπλυνε τὰ πόδια.

Στὴν ἐρωταπόκριση 265 κάποιος ἀδελφὸς μὲ γράμμα του ῥωτάει τὸ μεγάλο Γέροντα γιὰ τοὺς λογισμούς του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς του κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν λογισμῶν. Ἀξίζει νὰ σχολιαστοῦν τόσο τὸ περιεχόμενο τῆς μακροσκελοῦς ἐρώτησης ὅσο καὶ ἡ ἀπόκριση τοῦ ἀββᾶ.

«Σὲ παρακαλῶ, εὐσπλαχνικώτατε πάτερ, βλέπεις τὴν τυφλότητα τῆς ψυχῆς μου· σὲ παρακαλῶ πάλι νὰ ζητήσεις γιὰ μένα τὸ φωτισμὸ στὴν καρδιά μου, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ διακρίνω τὸν σωστὸ λογισμὸ ἀπὸ τὸν διεστραμμένο ποὺ εἶναι κρυφός, διότι φοβᾶμαι νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν.»

Καθὼς προχωράει στὴν πνευματικὴ ζωὴ ὁ χριστιανὸς καταλαβαίνει ὅτι καθαρὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θὰ γίνει ἂν καθαρίσει τὸ ἐσωτερικό του. Τὸ ἐσωτερικὸ βέβαια τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι γεμάτο ἀπὸ λογισμούς. Ὅταν λέμε λογισμοὺς δὲ θὰ πρέπει νὰ τοὺς ἐκλαμβάνουμε μόνο μὲ τὴ μορφὴ τοῦ «ἐνδιάθετου λόγου», δηλαδὴ τῆς ὁμιλίας ποὺ δὲν ἀκοῦν οἱ γύρω μας, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ μὲ τὴ μορφὴ «σκέψεων» ἀστραπιαίων ποὺ δὲν ὑποβαλλόμαστε στὸν κόπο νὰ τὶς διατυπώσουμε ἔστω καὶ ἐσωτερικά, (κινήσεων του νοῦ), ἀλλὰ ἀκόμη, ἀκόμη, τέλος, καὶ αὐτῶν τῶν κινήσεων καὶ σκιρτημάτων τῆς καρδιᾶς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει σ’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο κάθαρσης, δηλαδὴ νὰ καθαρίσει τὴν καρδιά του ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλά της σκιρτήματα, τότε «εἰσέρχεται», κατὰ τοὺς νηπτικοὺς πατέρες, ὁ νοῦς στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κι ἐκεῖ διὰ τῆς προσευχῆς μελετᾶ ἀδιαλείπτως τὸ Θεό. Αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι ἀργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ κάθε ἐξωτερικὸ ἔργο, ἀλλὰ ὅτι πλέον, ὅ,τι κι ἂν κάνει γίνεται «ἐν Θεῷ» καὶ μὲ τὴν προσευχή.

Ὁ μοναχὸς στὴν περίπτωσή μας, ἔχει συγκεκριμένο πρόβλημα: Δὲ μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει ποιοί ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ σκιρτήματα τῆς καρδιᾶς του εἶναι ἀπὸ Θεοῦ καὶ ποιοί ἀπὸ τὸ διάβολο. Εἶναι ἕνα πρόβλημα ποὺ συναντοῦν ὅλοι ὅσοι προχωροῦν ἀπὸ τὸν «ἔξω» στὸν «ἔσω» ἄνθρωπο. Καὶ συνεχίζει:

«Οἶδα γὰρ πολλάκις ὅτι οὐ βλέπω τὸ πρᾶγμα κατὰ πάθος δοῦναί τινι…». «Πολλὲς φορὲς γνωρίζω,…» τοῦ γράφει, «…ὅτι δὲν πρέπει νὰ δώσω κάποιο πρᾶγμα μὲ πάθος στὸν ἄλλο». Δὲν ἀρκεῖ νὰ κάνουμε κάτι εὐεργετικὸ στὸν ἄλλο. Ἔστω καὶ κάτι ποὺ «ἀντικειμενικὰ» εἶναι «θεάρεστο». Ἂν ὑπάρχει «ἐμπάθεια» στὴν ψυχή μας τὸ ἔργο ποὺ πᾶμε νὰ ἐπιτελέσουμε ὅσο «θεάρεστο» καὶ νὰ εἶναι δὲ γίνεται κατὰ Θεόν. Μὲ τὸν ὄρο «ἐμπάθεια» ἐδῶ ἐννοεῖται ἡ ἐνήδονη προσκόλληση τοῦ ἐνεργοῦντος, τοῦ πράσσοντος σ’ αὐτὸ ποὺ κάνει. Μὲ ἄλλα λόγια ἂν πάω νὰ κάνω ἱεραποστολή, ἂν πάω νὰ προσευχηθῶ, νὰ κυρήξω ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἂν αἰσθάνομαι ἡδονὴ σ’ αὐτό, ἂν εἶμαι προσκολλημένος, ἔχω ἤδη ξεχάσει τὸ Θεό, ἔχω θεοποιήσει τὸ ἔργο, τὸ κτίσμα ἀντὶ τοῦ κτίσαντος καὶ μόνο Θεοῦ ἔργο δὲν ἐπιτελῶ.

Αὐτὸ τὸ τέστ ἔκανε καὶ ὁ συγκεκριμένος μοναχὸς ποὺ σημειώνει στὴ συνέχεια:

«… καὶ ἐδοκίμαζον τὸν λογισμόν, εἰ ἡδέως ἔχει τὸ πρᾶγμα δοθῆναι δι’ ἄλλου καὶ μὴ γνωσθῆναι ὅτι ἐγὼ ἔδωκα αὐτῷ καὶ οὐχ ἡδέως εἶχε». «Ἀφοῦ λοιπὸν εἶναι καλὸ αὐτὸ ποὺ πᾶς νὰ κάνεις…» εἶπε στὸ λογισμό του. «…δῶσ’ το σὲ κάποιον ἄλλον νὰ τοῦ τὸ δώσει καὶ νὰ μὴ μαθευτεῖ ὅτι ἐσὺ τὸ ἔδωσες.» Τότε, ὅμως, τοῦ ἔφευγε ἀμέσως ἡ «ὄρεξη» γιὰ τὸ ἔργο ποὺ πήγαινε νὰ κάνει. Αὐτὸ ἀκριβῶς δείχνει καὶ τὴν «ἐμπαθῆ» προσκόλλησή του σ’ αὐτὸ ποὺ πήγαινε νὰ πραγματοποιήσει.

Βέβαια ἀς σημειώσουμε πὼς δὲν ἐξασφαλίζονται τὰ πάντα μὲ αὐτὴ τὴ δοκιμή. Θὰ μποροῦσε καὶ πάλι νὰ αἰσθάνεται ἡδονή, σκεπτόμενος μὲ οἴηση, πλέον, (καὶ ὄχι ἁπλῶς κενόδοξα), ὅτι …ὄχι μόνο εὐεργετεῖ ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐνάρετος μιᾶς καὶ ἀπὸ …ταπείνωση κρύβει τὴν ἀρετή του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ποτὲ ὁ ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται σίγουρος γιὰ τὸ δρόμο ποὺ βαδίζει. Πάντοτε ὑπάρχει ὁ φόβος μήπως ἐνῷ νομίζει ὅτι βαδίζει κατὰ Θεόν, ὡστόσο ὑποκλέπτεται ἀπὸ τὸ διάβολο. Δὲν ὑπάρχει κάποιος ἀριθμὸς «τέστ» ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας ὥστε νὰ εἴμαστε «ἐξασφαλισμένοι». Κι αὐτὸ ἔχει ἐπιτραπεῖ οἰκονομικῶς ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ δύο κυρίως λόγους: Ἀφ’ ἑνὸς μέν, νὰ μὴν ἐπαίρεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι μπορεῖ ἀπὸ μόνος του νὰ κατορθώσει ἔστω καὶ κάτι ἐνάρετο, ἀφ’ ἑτέρου δέ, γιὰ νὰ προστρέχει πάντοτε, γνωρίζοντας τὴν ταπείνωσή του, σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ παντὸς ἀγαθοῦ.


συνεχίζεται...


Ζητῶν

"Ηχήστε οι σάλπιγγες" : ποίημα του Α.Σικελιανού στην κηδεία του Παλαμά

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει


Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνεςβροντερές

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...

Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές

της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !





Κωστής Παλαμάς (1859-27/2/1943) , επέτειος μνήμης



Διανύοντας την όγδοη δεκαετία της ζωής του, λίγες μέρες μετά το θάνατο της αγαπημένης συζύγου του, μέσα στην καταχνιά τη γερμανικής κατοχής, θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή στις 2 Φεβρουαρίου 1943. Την επόμενη μέρα θα γίνει η κηδεία του στο Α ́ Νεκροταφείο.

«Ο Γερο – Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως είναι θνητός»,
παρατηρεί η Ιωάννα Τσάτσου. Πώς η είδηση μαθεύτηκε και ολόκληρη η Αθήνα κατέκλυσε το νεκροταφείο; Ποια ήταν εκείνη η σιωπηρή συμφωνία που μετέτρεψε την κηδεία του μεγάλου βάρδου σε παλλαϊκό αντικατοχικό συλλαλητήριο; Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε, που μια κηδεία μετατρέπεται σε διαδήλωση διαμαρτυρίας σε δύσκολους καιρούς. Κάτι παρόμοιο έγινε τα μετέπειτα χρόνια και με την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου και του Γεωργίου Σεφέρη.

Οι κατοχικές αρχές και η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, καταλαβαίνοντας βέβαια τι θα επακολουθούσε, είχαν λάβει τα μέτρα τους. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ωστόσο παρέστη, καθώς επίσης και εκπρόσωποι των Γερμανών και Ιταλών. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αθρόα συρροή των κατοίκων της πρωτεύουσας. Ο κόσμος πνιγόταν. Αναζητούσε ένα ξέσπασμα, καθώς οι αντοχές του έφταναν πια στα όρια τους.

Πράγματι, η υπερφίαλη Γερμανία, καταλαβαίνοντας ότι η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει, σκληραίνει ολοένα και περισσότερο τη στάση της με συλλήψεις ομήρων και εκτελέσεις. Οι φήμες για πολιτική επιστράτευση πληθαίνουν, οι απεργίες ξεσπούν η μία μετά την άλλη, οι άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα και η σβάστικα εξακολουθεί να βεβηλώνει την Ακρόπολη.

Οι κατακτητές, οπλισμένοι και επιφυλακτικοί, παρατηρούν το
σιωπηλό πλήθος, όμως δεν επεμβαίνουν. Και ξαφνικά εκεί, μέσα στην
συνωστισμένη εκκλησία με τις χιλιάδες κόσμου απ’ έξω, μια φωνή
τράνταξε την παγερή σιωπή κι έφτασε θαρρείς σε κάθε γωνιά της
ελληνικής γης:

«Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογγήστε, τύμπανα πολέμου...
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»



Ήταν η στεντόρια φωνή του Άγγελου Σικελιανού. Ο επικήδειος, που συμπύκνωσε μέσα σε λίγους στίχους τη φωνή ολόκληρης της Ελλάδας. Γιατί, πράγματι, σ’ εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα. Νέα παιδιά σήκωσαν το μικρό φέρετρο, ο Σικελιανός πρώτος. Το
έβγαλαν έξω στον κόσμο κι από εκεί η λαοθάλασσα κατευθύνθηκε στην τελευταία κατοικία του ποιητή για να τον αποχαιρετήσει. Κι όταν το πρώτο χώμα ακούστηκε πάνω στο ξύλο, μέσα στη σιωπή και τη συγκίνηση, μια δεύτερη φωνή ακούστηκε και πάλι δυνατή και τολμηρή:

Αυτή τη φορά ένας άλλος μεγάλος λογοτέχνης ο Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά, με όση φωνή είχε μαζέψει δυο χρόνια μέσα του:

«Σε γνωρίζω από την κόψη...».
Σε λίγα δευτερόλεπτα ο Εθνικός Ύμνος δονούσε ολόκληρη την πρωτεύουσα, ολόκληρη τη χώρα. Ένας Εθνικός Ύμνος, που έβγαινε από χιλιάδες στόματα, από τα τρίσβαθα χιλιάδων ψυχών.

Οι κατακτητές κοιτούσαν σιωπηλοί. Κι όμως, κανείς τους δεν κουνήθηκε, κανείς τους δεν αντέδρασε. Ο Κωστής Παλαμάς είχε γίνει ένα σύμβολο. Με το θάνατό του ένωσε το λαό, τον εμψύχωσε. Ακόμα και οι βάρβαροι σεβάστηκαν την ιερή στιγμή και προσκύνησαν το μεγαλείο της ψυχής και της πέννας του.

in-arcadia.gr


Ύμνος των Αιώνων, Κωστής Παλαμάς


Mητέρα μας πολύπαθη, ω αθάνατη,
δεν είναι μόνο σου στολίδι οι Παρθενώνες·
του συντριμμού σου τα σπαθιά στα κάμανε
φυλαχτά και στεφάνια σου οι αιώνες.

Kαι οι πέτρες που τις έστησε στο χώμα σου
το νικηφόρο χέρι του Pωμαίου,
κ' η σταυροθόλωτη εκκλησιά από το Bυζάντιο,
στον τόπο του πολύστυλου ναού του αρχαίου,

Kι αυτό το κάστρο που μουγγρίζει μέσα του
της Bενετιάς ακόμη το λιοντάρι,
κι ο μιναρές που στέκει, της ολόμαυρης
και της πικρότατης σκλαβιάς απομεινάρι,

Kαι του Σλάβου το διάβα αντιλαλούμενο
στ' όνομα που μας έρχεται στο στόμα
-με το γάλα της μάννας που βυζάξαμε-
σαν ξένη ανθοβολιά στο ντόπιο χώμα,

Όλα ένα νύφης φόρεμα σου υφαίνουνε,
σου πρέπουνε, ω βασίλισσα, σα στέμμα,
στην ομορφάδα σου ομορφιά απιθώσανε
κ' είναι σα σπλάχνα απ' το δικό σου το αίμα.

Ω τίμια φυλαχτά, στολίδια αταίριαστα,
ω διαβατάρικα, από σας πλάθετ' αιώνια,
κόσμος από παλιά κοσμοσυντρίμματα,
η νέα τρανή Πατρίδα η παναρμόνια!



Σαν σήμερα

27 - 2 - 1913

Ο Ελληνικός Στρατός απελευθερώνει την πρεμετή.

27 - 2 - 1943

Ένοπλο αντάρτικο τμήμα του ΕΣΑΠ εξουδετερώνει τη γερμανική φρουρά των μεταλλείων Τσαγκλί Φαρσάλων και προβαίνει σε δολιοφθορά των μηχανημάτων που υπήρχαν σ΄αυτά.

27 - 2 - 1943

Πέθανε ο Εθνικός Ποιητής Κωστής Παλάμας. Η κηδεία του έγινε την επομένη και με τη συμμετοχή χιλιάδων Αθηναίων μετατράπηκε σε μεγαλειώδη εκδήλωση Εθνικής Αντιστάσεως παρά την ισχυρή παρουσία των κατοχικών δυνάμεων.

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Β' Χαιρετισμοί


« Χαρε στερρόν τς πίστεως ρεισμα

Χαρε λαμπρόν τς χάριτος γνώρισμα»


Όλοι μας θέλουμε να έχουμε ένα στήριγμα για ν’ ακουμπάμε. Και μάλιστα επιθυμούμε να είναι γερό και δυνατό. Ακουμπάμε σε φίλους, σε συγγενείς, σε μορφωμένους, σε ισχυρούς κοινωνικά και πολιτικά, σε συστήματα, στην τέχνη, την επιστήμη κ. α.

Όμως τα περισσότερα απ’ αυτά τα στηρίγματα αποδεικνύονται πήλινα, λυγίζουν, πέφτουν και γίνονται σκόνη. Γιατί μέσα τους έχουν τη φθορά. Και όταν χάσουμε τα στηρίγματα αυτά τότε βρισκόμαστε ξαφνικά στο κενό, μετέωροι και αστήρικτοι.

Υπάρχει όμως ένα γερό και ανεκτίμητο στήριγμα που μπορεί να μας στηρίζει όλους και διαρκώς. Είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Είναι το αλύγιστο στήριγμα, γιατί όπως λέει ο υμνογράφος έχει τα γνωρίσματα της χάριτος. Είναι αληθινό γιατί είναι άγιο και έχει αγάπη για όλον τον κόσμο. Έρχεται αρωγός σε όσους την επικαλούνται. Όλοι μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, δυνατοί και ασθενείς, επιφανείς κα αδύναμοι βρίσκουν στήριγμα και καταφύγιο στην Παναγία.

Η Θεοτόκος έχει στηρίξει αμέτρητα πλήθη.

Αυτό σημαίνει, ότι μπορεί να στηρίξει κι’ εμάς, φθάνει να το ζητήσουμε και ν’ αναφωνήσουμε με πίστη και εμπιστοσύνη μαζί με τον υμνογράφο "Χαρε στερρόν τς πίστεως ρεισμα".


π.Γ.Στ.



Κύριε και Δέπσοτα της ζωής μου...



Κύριε κα Δέσποτα τς ζως μου,

πνεμα ργίας, περιεργείας, φιλαρχίας κα ργολογίας μή μοι δς.

Πνεμα δ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, πομονς κα γάπης,

χάρισαί μοι τ σ δούλ.

Ναί, Κύριε Βασιλε, δώρησαί μοι το ρν τ μ πταίσματα,

κα μ κατακρίνειν τν δελφόν μου,

τι ελογητς ε, ες τος αἰῶνας τν αώνων. μήν.

Η αργία ( Κύριε και Δέσποτα της ζωή μου...)


Η αργία είναι ασθένεια του πνεύματος, είναι δηλαδή η τεμπελιά που μας πιάνει και δεν αγωνιζόμαστε να αλλάξουμε κάθε τι κακό του χαρακτήρα μας πιστεύοντας ότι δεν έχουμε και δεν θα βρούμε ποτέ την δύναμη.

Το αποτέλεσμα της αργίας είναι η λιποψυχία δηλαδή η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει το καλό και το αγαθό. Ο άνθρωπος τότε γίνεται απαισιόδοξος και αρνητικός γεμάτος σκέψεις άσχημες που ο Διάβολος του ψιθυρίζει για τον Θεό και τον κόσμο και ζει μέσα στο σκοτάδι αυτών των σκέψεων.


scribd.com