Ἕνα κομμάτι τῆς φιλοκαλίας εἶναι καὶ οἱ «Ἐρωταποκρίσεις Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου». Σ’ αὐτὸ εἶναι καταχωρημένες διάφορες ἐρωτήσεις ποὺ ἀπηύθυναν μοναχοὶ ἢ λαϊκοί, κυρίως στὸ «Μέγα Γέροντα», ὅπως λεγόταν, Βαρσανούφιο, εἴτε στὸ μαθητή του τὸν Ἰωάννη τὸν «προφήτη», ὅπως ἦταν ἡ ἐπωνυμία του.
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι καὶ οἱ δύο αὐτοὶ γέροντες κυρίως ὅμως ὁ γέροντας Βαρσανούφιος ἦταν πολύ μεγάλοι ἅγιοι. Ὥστε οἱ ἀπαντήσεις ποὺ ἔδιναν στοὺς ἐρωτῶντες ἦταν πραγματικὰ θεόπνευστες καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει δίνουν τὸ στίγμα τοῦ πῶς βλέπει τὰ διάφορα προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν ἕνας ἅγιος καὶ τί εἴδους λύσεις προτείνει σ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ σωθοῦν.
Γιὰ τὸ Βαρσανούφιο ἀρκεῖ μόνο νὰ ποῦμε πὼς πέρασε ἕνα πολὺ μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του ἔγκλειστος, καὶ δὲν ἔβλεπε κανέναν σχεδὸν ἄνθρωπο, σὲ σημεῖο ποὺ κάποιοι νὰ θεωροῦν δεδομένο ὅτι δὲν ἦταν ὑπαρκτὸ πρόσωπο καὶ νὰ πιστεύουν ὅτι οἱ ἀπαντήσεις ἦταν τοῦ Ἰωάννου ἢ τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς ὁ ὁποῖος ἀπὸ ταπείνωση ἔκρυβε τὸ πραγματικό του πρόσωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ γέροντας Βαρσανούφιος γιὰ μία μόνη φορὰ διέκοψε τὸν ἐγκλεισμό του καὶ παρουσιάστηκε σιωπηλὸς στὴ σύναξη αὐτῶν ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὴν ὕπαρξή του καὶ τοὺς ἔπλυνε τὰ πόδια.
Στὴν ἐρωταπόκριση 265 κάποιος ἀδελφὸς μὲ γράμμα του ῥωτάει τὸ μεγάλο Γέροντα γιὰ τοὺς λογισμούς του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς του κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν λογισμῶν. Ἀξίζει νὰ σχολιαστοῦν τόσο τὸ περιεχόμενο τῆς μακροσκελοῦς ἐρώτησης ὅσο καὶ ἡ ἀπόκριση τοῦ ἀββᾶ.
«Σὲ παρακαλῶ, εὐσπλαχνικώτατε πάτερ, βλέπεις τὴν τυφλότητα τῆς ψυχῆς μου· σὲ παρακαλῶ πάλι νὰ ζητήσεις γιὰ μένα τὸ φωτισμὸ στὴν καρδιά μου, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ διακρίνω τὸν σωστὸ λογισμὸ ἀπὸ τὸν διεστραμμένο ποὺ εἶναι κρυφός, διότι φοβᾶμαι νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν.»
Καθὼς προχωράει στὴν πνευματικὴ ζωὴ ὁ χριστιανὸς καταλαβαίνει ὅτι καθαρὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θὰ γίνει ἂν καθαρίσει τὸ ἐσωτερικό του. Τὸ ἐσωτερικὸ βέβαια τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι γεμάτο ἀπὸ λογισμούς. Ὅταν λέμε λογισμοὺς δὲ θὰ πρέπει νὰ τοὺς ἐκλαμβάνουμε μόνο μὲ τὴ μορφὴ τοῦ «ἐνδιάθετου λόγου», δηλαδὴ τῆς ὁμιλίας ποὺ δὲν ἀκοῦν οἱ γύρω μας, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ μὲ τὴ μορφὴ «σκέψεων» ἀστραπιαίων ποὺ δὲν ὑποβαλλόμαστε στὸν κόπο νὰ τὶς διατυπώσουμε ἔστω καὶ ἐσωτερικά, (κινήσεων του νοῦ), ἀλλὰ ἀκόμη, ἀκόμη, τέλος, καὶ αὐτῶν τῶν κινήσεων καὶ σκιρτημάτων τῆς καρδιᾶς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει σ’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο κάθαρσης, δηλαδὴ νὰ καθαρίσει τὴν καρδιά του ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλά της σκιρτήματα, τότε «εἰσέρχεται», κατὰ τοὺς νηπτικοὺς πατέρες, ὁ νοῦς στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κι ἐκεῖ διὰ τῆς προσευχῆς μελετᾶ ἀδιαλείπτως τὸ Θεό. Αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι ἀργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ κάθε ἐξωτερικὸ ἔργο, ἀλλὰ ὅτι πλέον, ὅ,τι κι ἂν κάνει γίνεται «ἐν Θεῷ» καὶ μὲ τὴν προσευχή.
Ὁ μοναχὸς στὴν περίπτωσή μας, ἔχει συγκεκριμένο πρόβλημα: Δὲ μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει ποιοί ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ σκιρτήματα τῆς καρδιᾶς του εἶναι ἀπὸ Θεοῦ καὶ ποιοί ἀπὸ τὸ διάβολο. Εἶναι ἕνα πρόβλημα ποὺ συναντοῦν ὅλοι ὅσοι προχωροῦν ἀπὸ τὸν «ἔξω» στὸν «ἔσω» ἄνθρωπο. Καὶ συνεχίζει:
«Οἶδα γὰρ πολλάκις ὅτι οὐ βλέπω τὸ πρᾶγμα κατὰ πάθος δοῦναί τινι…». «Πολλὲς φορὲς γνωρίζω,…» τοῦ γράφει, «…ὅτι δὲν πρέπει νὰ δώσω κάποιο πρᾶγμα μὲ πάθος στὸν ἄλλο». Δὲν ἀρκεῖ νὰ κάνουμε κάτι εὐεργετικὸ στὸν ἄλλο. Ἔστω καὶ κάτι ποὺ «ἀντικειμενικὰ» εἶναι «θεάρεστο». Ἂν ὑπάρχει «ἐμπάθεια» στὴν ψυχή μας τὸ ἔργο ποὺ πᾶμε νὰ ἐπιτελέσουμε ὅσο «θεάρεστο» καὶ νὰ εἶναι δὲ γίνεται κατὰ Θεόν. Μὲ τὸν ὄρο «ἐμπάθεια» ἐδῶ ἐννοεῖται ἡ ἐνήδονη προσκόλληση τοῦ ἐνεργοῦντος, τοῦ πράσσοντος σ’ αὐτὸ ποὺ κάνει. Μὲ ἄλλα λόγια ἂν πάω νὰ κάνω ἱεραποστολή, ἂν πάω νὰ προσευχηθῶ, νὰ κυρήξω ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἂν αἰσθάνομαι ἡδονὴ σ’ αὐτό, ἂν εἶμαι προσκολλημένος, ἔχω ἤδη ξεχάσει τὸ Θεό, ἔχω θεοποιήσει τὸ ἔργο, τὸ κτίσμα ἀντὶ τοῦ κτίσαντος καὶ μόνο Θεοῦ ἔργο δὲν ἐπιτελῶ.
Αὐτὸ τὸ τέστ ἔκανε καὶ ὁ συγκεκριμένος μοναχὸς ποὺ σημειώνει στὴ συνέχεια:
«… καὶ ἐδοκίμαζον τὸν λογισμόν, εἰ ἡδέως ἔχει τὸ πρᾶγμα δοθῆναι δι’ ἄλλου καὶ μὴ γνωσθῆναι ὅτι ἐγὼ ἔδωκα αὐτῷ καὶ οὐχ ἡδέως εἶχε». «Ἀφοῦ λοιπὸν εἶναι καλὸ αὐτὸ ποὺ πᾶς νὰ κάνεις…» εἶπε στὸ λογισμό του. «…δῶσ’ το σὲ κάποιον ἄλλον νὰ τοῦ τὸ δώσει καὶ νὰ μὴ μαθευτεῖ ὅτι ἐσὺ τὸ ἔδωσες.» Τότε, ὅμως, τοῦ ἔφευγε ἀμέσως ἡ «ὄρεξη» γιὰ τὸ ἔργο ποὺ πήγαινε νὰ κάνει. Αὐτὸ ἀκριβῶς δείχνει καὶ τὴν «ἐμπαθῆ» προσκόλλησή του σ’ αὐτὸ ποὺ πήγαινε νὰ πραγματοποιήσει.
Βέβαια ἀς σημειώσουμε πὼς δὲν ἐξασφαλίζονται τὰ πάντα μὲ αὐτὴ τὴ δοκιμή. Θὰ μποροῦσε καὶ πάλι νὰ αἰσθάνεται ἡδονή, σκεπτόμενος μὲ οἴηση, πλέον, (καὶ ὄχι ἁπλῶς κενόδοξα), ὅτι …ὄχι μόνο εὐεργετεῖ ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐνάρετος μιᾶς καὶ ἀπὸ …ταπείνωση κρύβει τὴν ἀρετή του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ποτὲ ὁ ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται σίγουρος γιὰ τὸ δρόμο ποὺ βαδίζει. Πάντοτε ὑπάρχει ὁ φόβος μήπως ἐνῷ νομίζει ὅτι βαδίζει κατὰ Θεόν, ὡστόσο ὑποκλέπτεται ἀπὸ τὸ διάβολο. Δὲν ὑπάρχει κάποιος ἀριθμὸς «τέστ» ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας ὥστε νὰ εἴμαστε «ἐξασφαλισμένοι». Κι αὐτὸ ἔχει ἐπιτραπεῖ οἰκονομικῶς ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ δύο κυρίως λόγους: Ἀφ’ ἑνὸς μέν, νὰ μὴν ἐπαίρεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι μπορεῖ ἀπὸ μόνος του νὰ κατορθώσει ἔστω καὶ κάτι ἐνάρετο, ἀφ’ ἑτέρου δέ, γιὰ νὰ προστρέχει πάντοτε, γνωρίζοντας τὴν ταπείνωσή του, σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ παντὸς ἀγαθοῦ.
συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου