Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Κλήση και ελευθερία


Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας δίνει τα περιστατικά της κλήσεως στο αποστολικό λειτούργημα των δύο πρώτων ζευγών των μαθητών Του Χριστού, που ως προς το επάγγελμα ήταν αλιείς. Πριν κληθούν ν’ ακολουθήσουν τον Χριστό ήταν ψαράδες και οι τέσσερεις. Κι’ αυτό δεν είναι τυχαίο. Η άμεση αποδοχή της πρόσκλησης προϋποθέτει προηγούμενη γνωριμία, σαν να περίμεναν οι μαθητές την πρόσκληση αυτή. Εδώ ο ευαγγελιστής Ματθαίος μας δίνει ένα παράδειγμα ανταπόκρισης στην πρόσκληση του Ιησού για να κάποιο λειτούργημα της Εκκλησίας.
          Βλέπουμε, ότι ο Χριστός αναζητά τους πρώτους μαθητές Του “παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας” μέσα σ’ ένα  καθημερινό, απλό και ελεύθερο περιβάλλον. Οι πρώτοι στους οποίους απευθύνεται είναι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, γνήσιοι, αληθινοί και ανεπιτήδευτοι.
          Η λέξη θάλασσα είναι πολυσήμαντη, όχι μόνο στα εκκλησιαστικά κείμενα, αλλά και στον χώρο της λογοτεχνίας. “Τα σπλάχνα μας και η θάλασσα  αναπαμό δεν έχουν” (Δ. Σολωμός), ανάγοντας την θάλασσα στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. Αλλά και ο προοιμιακός ψαλμός αναφέρεται στο μέγεθος και τη ευρύτητα της θάλασσας καθώς και στον υποθαλάσσιο κόσμο των εμβίων όντων, μικρών και μεγάλων,θηρίων και ερπετών.
          Ο ψαλμωδός εδώ ανάγεται από την αισθητή θάλασσα στη νοερά θάλασσα της καρδιάς, στον εσώτερο άνθρωπο, στο άπειρο μεγαλείο της καρδιάς, η οποία πολλές φορές υποκρύπτει παντοιότροπα και ακατονόμαστα πάθη.
          Οι μαθητές εκλήθησαν από τον Χριστό από τη θάλασσα της δουλειάς να πορευτούν στη θάλασσα του κόσμου.
          Ο Θεός μας καλεί στην ύπαρξη, επειδή μας αγαπά πριν ακόμη μας δημιουργήσει, γι’ αυτό μας γνωρίζει, πριν μας φέρει στη ζωή. Αυτός που μας προσκαλεί είναι ο Λόγος του Θεού. Δεν μας καλεί στην ύπαρξη για να γεννηθούμε και να πεθάνουμε, αλλά για να αναγεννηθούμε και να ενωθούμε μαζί Του σε μια άληκτη αιώνια ζωή.
          Η κλήση του Χριστού στο γεγονός της Εκκλησίας, είναι ένα μυστήριο, έργο της αγάπης του Θεού. “Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς”. Αυτό το κάλεσμα απευθύνεται σε όλους μας, σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, με διαφορετικό τρόπο, αλλά με κοινή επιδίωξη και σκοπό τη Βασιλεία του Θεού.
          Όταν ο Θεός μας καλεί σέβεται την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς  μας. Δεν παραβλέπει το γεγονός ότι είμαστε μοναδικοί και ανεπανάληπτοι. Γι’ αυτό και δεν καταργεί την ελευθερία μας, γιατί η χάρη του Θεού δεν κατασκευάζει πανομοιότυπους αγίους.
          Μέσα στο μυστήριο της Εκκλησίας καλούμαστε να χωρέσουμε όλοι, κλειστοί και ανοιχτοί, ευαίσθητοι και εκρηκτικοί, όποιοι κι αν είμαστε εμείς, όποιοι κι αν είναι  οι άλλοι, οι διαφορετικοί από μας.
          Οι μαθητές δέχθηκαν “ευθέως” την πρόταση του Χριστού και ολοκληρωτικά. Γιατί; Διότι ήταν καλοπροαίρετοι και η απάντησή τους στην κλήση του Χριστού ήταν μια πράξη υπακοής, και εμπιστοσύνης στην αγάπη Του. Εδώ ο δρόμος προς τον Χριστό είναι ένας και μοναδικός: η υπακοή εν ελευθερία στην κλήση Του. Η κλήση του Θεού είναι πάντα βαθύτατα προσωπική. Αγγίζει το κέντρο της υπάρξεως μας, τον πυρήνα του εαυτού μας. Ο λόγος του Χριστού δεν είναι μια νεφελώδης φιλοσοφία, ούτε μια υψηλή και φλύαρη θεολογία. Ο λόγος του Χριστού έχει πάντοτε αμεσότητα με τα ενδιαφέροντα και τη ζωή των ανθρώπων. Στη Σαμαρείτιδα λ. χ. που πήγε για νερό στο πηγάδι, κάνει λόγο για το “ύδωρ το ζων”. Στους ψαράδες που τους απασχολεί η εργασία τους , τους μιλά για μια αλλιώτικη και παράδοξη αλιεία.
          Η απάντηση στην κλήση του Θεού είναι εν ελευθερία. “Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα, ηκολούθησαν αυτώ”. Εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν τον Χριστό. Δεν ήταν με κανέναν και με τίποτε δεμένοι, γι’ αυτό μπόρεσαν να δεχθούν τον Χριστό και Τον ακολούθησαν. Όποιος κληθεί πραγματικά από τον Χριστό, απελευθερώνεται από κάθε δέσμευση με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις και ζει μια καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει την εσωτερική ελευθερία που προέρχεται από την ακλόνητη πίστη και βεβαιότητα, ότι έχει βρει την αλήθεια που ελευθερώνει από όλα όσα καθημερινά τον δεσμεύουν.
          Είναι γεγονός, ότι όσο ωριμάζουμε και ολοκληρωνόμαστε εσωτερικά, συνειδητοποιούμε, ότι η ελευθερία την οποία ο κόσμος επιδιώκει και ο πολιτισμός την προβάλλει ως βασικό σύνθημα είναι εξωτερική, σχετική και περιορισμένη. Και τούτο γιατί είμαστε αιχμάλωτοι των παθών μας, των περιστάσεων και των συνθηκών μέσα στις οποίες ζούμε, της ιδιοσυγκρασίας μας και του περιβάλλοντος μας, αλλά και οτιδήποτε  άλλο μας υποτάσσει σ’ αυτό. Εξ άλλου πρέπει να γνωρίζουμε, ότι δεν είμαστε ελεύθεροι στα όρια της ζωής και του θανάτου. Κανείς δεν μας ρώτησε ποτέ απο ποιους θα έρθουμε στη ζωή, αλλά ούτε και πότε, που και με ποιο τρόπο θα φύγουμε απ’ αυτήν.
          Ο μόνος αληθινά και απόλυτα ελεύθερος είναι ο Θεός. Ο άνθρωπος έχει σχετική ελευθερία, αλλ’ όταν υποταχθούμε στην κλήση του Χριστού μπορούμε να απελευθερωθούμε από κάθε μορφής δουλείας στην οποία είμαστε δέσμιοι και να ζήσουμε την εν Χριστώ ελευθερία, να ζήσουμε την ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού.
          Καλή Κυριακή
          π. γ. στ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΚΥΡΗΓΜΑ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.
ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΣΑΣ.