Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Πατρότητα και μητρότητα. Ως ασφαλιστικές δικλείδες υγιούς ανατροφής των παιδιών Απ. Νικολαϊδης ομότιμος καθηγητής

 

Σήμερα, 4 Φεβρουαρίου 2024, είναι η Κυριακή μετά την εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου, ημέρα κατά την οποία η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος όρισε να εορτάζεται η μνήμη των μητέρων των Τριών Ιεραρχών, οι οποίες αποτέλεσαν τους θεμέλιους λίθους πάνω στους οποίους στηρίχτηκε το οικοδόμημα της προσωπικότητας των αγίων ανδρών. Πρόκειται για την Εμμέλεια του Μ. Βασιλείου, την Νόννα του Γρηγορίου του Θεολόγου και την Ανθούσα του ιερού Χρυσοστόμου.

Και επειδή καμιά γυναίκα δεν μπορεί, υπό κανονικές συνθήκες, να είναι μητέρα χωρίς τον αντίστοιχο πατέρα, και καμιά οικογένεια δεν μπορεί να σταθεί χωρίς και τους δύο, ανεξάρτητα από το ποσοστό και την ποιότητα συμβολής του καθενός, δίκαιο και ηθικό είναι να μην αγνοήσουμε και την παρουσία των αντίστοιχων κατά σάρκα Πατέρων των Τριών Ιεραρχών, δηλαδή τον Βασίλειο, διακριθέντα για την ευσέβεια και την ενάρετη ζωή, και συμβάλλοντα σημαντικά στην πολυτεκνία και καλλιτεκνία,  τον Γρηγόριο, μεταστραφέντα μεν από την Νόννα, αλλά διακριθέντα για την αγάπη στην οικογένειά του και τους φτωχούς, σε σημείο που να αναδειχθεί κληρικός και επίσκοπος, και τον Σεκούνδο, πατέρα του ιερού Χρυσοστόμου, ζωντανό μέλος της τοπικής Εκκλησίας, ο οποίος δυστυχώς έφυγε νωρίς από τη ζωή, αναγκάζοντας την Ανθούσα να αναλάβει διπλό ρόλο στην ανατροφή του Χρυσοστόμου, αρνούμενη, παρά το νεαρό της ηλικίας της και το πρόωρο της χηρείας της, να ξαναπαντρευτεί, υποθέτουμε για τρεις λόγους:  α) για να διατηρήσει τη μονογαμία της, κατανοώντας το αληθινό νόημα της συζυγίας (οι δύο έγιναν ένα και παραμένουν ένα στη ζωή αυτή ανεξάρτητα από την φυσική ατομική απουσία του ενός), β) για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην φροντίδα του παιδιού της, και γ) για να προστατέψει το παιδί της από προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από την παρουσία ενός ξένου προς την οικογένειά της σώματος.

Είναι το ίδιο που έκανε και η Εμμέλεια του Μ. Βασιλείου, όταν και ο δικός της σύζυγος έφυγε πρόωρα από τη ζωή, παρά τις τεράστιες ανάγκες στήριξης λόγω της πολυτεκνίας που θα δικαιολογούσαν ενδεχομένως την αναζήτηση ενός αναπληρωματικού συζύγου. Προλαβαίνω να σημειώσω εδώ, ότι στις περιπτώσεις αυτές, όπου η απουσία του ενός δεν είναι θέμα σκόπιμης βούλησης, όπως συμβαίνει στο διαζύγιο, ούτε θέμα επιλογής, όπως συμβαίνει με τις μονογονεϊκές οικογένειες, αλλά φυσική αναγκαιότητα, όπου τον ρόλο του ελλείποντα αναλαμβάνει να αναπληρώσει ο ίδιος ο Θεός, εφόσον του ζητείται, στο πλαίσιο της προνοητικής και κυβερνητικής του ενέργειας.

Και ερχόμαστε τώρα στο θέμα μας χωρίζοντάς το σε τρεις ενότητες: Η πρώτη αναφέρεται στον τρόπο δόμησης και οργάνωσης της οικογένειας, η δεύτερη στον τρόπο σύνδεσης και λειτουργίας των δύο γονεϊκών ρόλων σε σχέση προς τα παιδιά, και η τρίτη στα δικαιώματα των παιδιών σε οποιαδήποτε μορφή οικογένειας. Θα κλείσουμε δε με τα Συμπεράσματα. Διευκρινίζουμε ότι η προσέγγιση του θέματος έχει θεολογικό, ηθικό και κοινωνικό χαρακτήρα.

 


Αιτία και δομή της οικογένειας

-Ο θεσμός του γάμου και της οικογένειας είναι ανύπαρκτος προπτωτικά. Ο πρώτος άνθρωπος είναι προϊόν γένεσης και όχι γέννησης. Δεν γεννιέται αλλά δημιουργείται. Δεν είναι πλαστούργημα του γάμου, αλλά της παρθενίας, καθώς γράφει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός[1]. OM. Αθανάσιος εξαίρει αυτήν την κατάσταση της παρθενίας με αναφορά στην αγία Τριάδα, τους αγγέλους, την Θεοτόκο και τον Χριστό[2]. Είναι η κατάσταση που θα επανέλθει με την συντέλεια των αιώνων και το κλείσιμο του κύκλου της ζωής.

-Ο θεσμός της οικογένειας με τα τρία δομικά συστατικά του (πατέρας- μητέρα, τέκνα) δεν είναι μόνο θεοϊδρυτος, σύμφωνα με όσα διαμείβονται στο Βιβλίο της Γένεσης, όπου καθώς αναφέρει και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: «ανδρί γυνή διά Θεού αρμόζεται»[3], με την εντολή της αύξησης και πλήθυνσης, ούτε μόνο «κατ’  οίκον εκκλησία» καθώς αναφέρει ο Παύλος, αλλά βαθιά θεμελιωμένος στην ιστορία και τη συνείδηση του ανθρωπίνου γένους και αναλογικά προ- εξεικονισμένος στη φυσική πραγματικότητα, η οποία πάντοτε λειτουργούσε ως η βάση του πολιτισμού και εργαστήριο ανθρωπογνωσίας και κοινωνιογνωσίας, καθώς διά πολλών αναφέρει ο Μ. Βασίλειος, αυτός που ιδιαίτερα μελέτησε «την φύσιν των όντων».

-Πατρότητα, μητρότητα, τέκνα, δομικά στοιχεία της οικογένειας, είναι μεν μεταπτωτικά αλλά δεν παύουν να είναι θεόσδοτα, όπως φάνηκε ήδη. Ποτέ ο Θεός δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τον αποστατημένο άνθρωπο, φροντίζοντας να παρέχει αντίδοτα περιορισμού των αρνητικών συνεπειών που συνοδεύουν τις κακές ανθρώπινες επιλογές. Έτσι δικαιολογείται η δωρεά του έρωτα, ως μέσου επανασύνδεσης άνδρα και γυναίκας, ώστε να συνεχίζεται το φαινόμενο της ζωής. Όσοι αμφισβητούν τη σημασία του έρωτα και την αξία του γάμου είναι είτε αιρετικοί, όπως οι Καρποκρατιανοί, οι οποίοι μισούσαν το γάμο επειδή μέσω αυτού νομιμοποιούνταν η ερωτική σχέση, είτε οπαδοί του διαβόλου, ο οποίος, μη ανεχόμενος να βλέπει τον άνθρωπο να κοινωνεί με το Θεό, και ο ίδιος να παραμένει ακοινώνητος και κολασμένος, επιθυμεί σφόδρα, γι’ αυτό και ευνοεί την ομοφυλοφιλία, όπως αναφέρουν Πατέρες της Εκκλησίας, να μην κάνουν οι άνθρωποι παιδιά και διαιωνίζεται το ανθρώπινο γένος. Γράφει σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος: Oδιάβολος επιθυμεί να εξαφανίσει το ανθρώπινο γένος με δύο τρόπους, να μην σπέρνονται νόμιμα οι άνθρωποι και να συμπαρασύρονται άνδρες και γυναίκες σε πόλεμο μεταξύ τους. Έπρεπε άνδρας και γυναίκα να είναι ένα, και αυτό το εξυπηρετεί η συνουσία. Ο διάβολος καταστρέφει αυτή την επιθυμία και την οδηγεί σε άλλο τρόπο ικανοποίησης, ξεχωρίζοντας τα φύλα μεταξύ τους, μετατρέποντας το ένα σε δύο μέρη, αντίθετα με το νόμο του Θεού. Αυτά τα δύο μέρη τα παρέσυρε σε πόλεμο και προς τον εαυτό τους και μεταξύ τους. Και οι γυναίκες πρόσβαλλαν έτσι τις γυναίκες και όχι μόνο τους άνδρες, αλλά και οι άνδρες ήλθαν αντιμέτωποι μεταξύ τους και εναντίον του γυναικείου φύλου[4].

-Γάμος λοιπόν και οικογένεια αποτελούν, ας πούμε,  αναγκαίο κακό, απαραίτητο συνοδευτικό του χωροχρόνου, προϊόντα της παράβασης και μέσα θεραπείας των συνεπειών της αμαρτίας, όπως είναι η διάσπαση της ανδρογυνικής ενότητας και η απειλή εξαφάνισης του ανθρώπινου γένους λόγω της έμμεσης επιλογής του φυσικού θανάτου. Αυτές είναι άλλωστε και οι δύο αναγκαιότητες που εξυπηρετεί ο γάμος: Άνδρας και γυναίκα που τους χώρισε και κατέστησε αντίπαλους η αμαρτία, ξαναγίνονται ένα και από το ένα προκύπτουν οι πολλοί, καθώς αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος. Διαίρεσε ο Θεός τον ένα σε δύο αντίθετα από την αρχή, και θέλοντας να δείξει ότι μετά τη διαίρεση και πάλι μένει ένας, δεν επέτρεψε να είναι επαρκής ο ένας για τη γέννηση παιδιών. Γιατί ο καθένας δεν είναι ένας ποτέ, αλλά το μισό του ενός. Άνδρας και γυναίκα δεν είναι δύο άνθρωποι, αλλά ένας άνθρωπος. Γι΄ αυτό και ο Χριστός αναγνωρίζει άνδρα και γυναίκα σαν μια ζωντανή ύπαρξη και πουθενά δεν χωρίζει τα δύο φύλα[5]. Ωστόσο, ο καθένας είναι ατελής για τεκνοποιϊα και ατελής για τη σύσταση του παρόντος βίου. Γράφει συγκεκριμένα ο ιερός Χρυσόστομος: Επειδή η φύση μας πλάστηκε από το Δημιουργό ενδεής και όχι αυτάρκης, ο Θεός τα οικονόμησε έτσι ώστε αυτή η ένδεια να αποκαθίσταται με την ωφέλεια που προκύπτει από την ένωση των φύλων. Γι’ αυτό το λόγο επινόησε ο Θεός τον  γάμο, ώστε αυτό που λείπει στον καθένα να το βρίσκει στον άλλο και η ένδεια να μετατρέπεται σε αυτάρκεια και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που μέσα από την διαδοχή να διατηρείται η αθανασία[6].

-Τόσο ο γάμος όσο και η οικογένεια δεν αποτελούν απλώς βιολογικά φαινόμενα, ή, όπως επιδιώκεται σήμερα, κοινωνικές, πολιτικές ή νομικές συμβάσεις, αλλά προέκταση των δογματικών αληθειών της πίστης μας. Δεν είναι τυχαίος ο εξεικονισμός άνδρα και γυναίκας με αναφορά σε Χριστό και Εκκλησία ούτε και ο χαρακτηρισμός της οικογένειας ως κατ’ οίκον Εκκλησίας. Έτσι, ενώ η συζυγία κατανοείται εκκλησιαστικά με όρους του Χριστολογικού δόγματος (άνδρας και γυναίκα στο γάμο είναι αχωρίστως και αδιαιαρέτως, ατρέπτως και ασυγχύτως ενωμένοι) η οικογένεια θεμελιώνεται τριαδολογικά: Πατέρας-μητέρα-παιδί. Η φυσικότητα, η αναγκαιότητα και η ορθή κατανόηση της σχέσης γονέων και παιδιών στηρίζεται στην οργανική τριαδικότητα. Το παιδί γράφει ο Χρυσόστομος, είναι η γέφυρα μεταξύ τους, αλλά και ο τρόπος που οι τρεις γίνονται ένα σώμα[7].Τα παιδιά είναι το αποτέλεσμα της αλληλοσυμπλήρωσης γι’  αυτό και συνιστούν το σύνδεσμο μεταξύ πατέρα και μητέρας. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η υπέρβαση των ατομικοτήτων και η μετάβαση στο εμείς ως αναγκαία προϋπόθεση στάσης και συμπεριφοράς των γονέων προς τα παιδιά.

Σήμερα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Σημασία δεν έχει πλέον η οντολογία αλλά η ηθική. Το αν κάποιος είναι για παράδειγμα άνδρας ή γυναίκα δεν το ορίζει πλέον η φύση αλλά η ανθρώπινη προαίρεση και ο νόμος. Έτσι εξηγούνται ορισμοί όπως: Ο γάμος είναι μια ελεύθερη, συναινετική δημιουργία κοινότητας αγάπης και αλληλεγγύης μεταξύ προσώπων που βιώνεται ανεξάρτητα από το φύλo, όπως ισχυρίζεται η κεντροαριστερά, αρνούμενη το γάμο ως δεσμό αλλά και ως υποχρέωση που απορρέει από την οντολογία και όχι δικαίωμα που συνδέεται με τα κίνητρα και τις σκοπιμότητες, ή ως το επιστέγασμα της αγάπης, όπως λέει η κεντροδεξιά. Καταρχήν όσοι μιλάνε για αγάπη, αγνοούν το περιεχόμενό της και την ταυτίζουν με τον έρωτα, ο οποίος δεν έχει τίποτα σχετικό με την αγάπη. Ο έρωτας είναι αυτός που οδηγεί στο γάμο, σύμφωνα με όσα προαναφέραμε, ενώ η αγάπη συνιστά το κριτήριο της ορθά κατανοούμενης συζυγίας και το κίνητρο της τεκνοποιϊας και τεκνοτροφίας. Η αγάπη εν προκειμένω είναι καρπός του αγίου Πνεύματος και συνέπεια του μυστηρίου, που ενεργείται κατά την τέλεση του εκκλησιαστικού γάμου. Αυτή είναι άλλωστε και η διαφορά του από τις λοιπές μορφές συμβίωσης. Δύο ξένοι άνθρωποι γίνονται ένα σώμα, τίποτε από τα οικεία δεν ανήκει στον ένα αλλά στον άλλο, ενώ είναι έτοιμοι να θυσιαστεί ο ένας για  τον άλλο. Αυτά είναι τότε μόνο δυνατά, όταν υπάρχει αγάπη στη μορφή του αγαπητικού έρωτα, που δεν επιτρέπει οι πρώην δύο να παραμένουν δύο αλλά είναι πλέον ένα. Και αυτό το επιτελεί η αγάπη. Αν γάμος συνιστά επιστέγασμα της αγάπης, τότε δήλωσε ο νεοέλληνας στοχαστής Στ. Ράμφος, θα μπορούσε κάποιος με το ίδιο κίνητρο να παντρευτεί όλους τους ανθρώπους, ένα ζώο ή ένα ρομπότ[8].

Δεν υπάρχουν σχόλια: