Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ


Σε κάποιο νέο Μοναχό που ξεκίνησε με πολύ ζήλο για πνευματικούς αγώνες, συνέβαινε αυτός ο πειρασμός: Μόλις άρχιζε να κάνη προσευχή τον έπιανε ρίγος, δυνατός πονοκέφαλος, πυρετός.

-Είμαι άρρωστος και δεν αποκλείεται να πεθάνω, έλεγε στον εαυτό του. Ας βάλω λοιπόν τα δυνατά μου να τελειώσω την προσευχή μου για να είμαι έτοιμος, όταν με καλέσει ο Κύριός μου.

Μ’ αυτές τις σκέψεις βίαζε τον εαυτό του και τελείωνε την καθημερινή Ακολουθία του. Ύστερα όμως από την προσευχή του περνούσαν όλα. Αισθανότανε περίφημα. Αρρώσταινε πάλι σαν πλησίαζε η ώρα της προσευχής. Έφερνε κι αυτός με μιας στη σκέψη του το θάνατο, βίαζε τον εαυτό του και δεν παραμελούσε τα καθήκοντά του. Κι ο Θεός βλέποντας τη μεγάλη του υπομονή, τον απάλλαξε γρήγορα από το βασανιστικό του πειρασμό.

Ένας Γέροντας πήγε να επισκεφθεί τον Αββά Αχιλλά και τον πρόλαβε να φτύνει από το στόμα του αίμα.

-Τι έπαθες, Αδελφέ; Τον ρώτησε.

Κι ο άνθρωπος της υπομονής:

-Αυτό που είδες, είπε, είναι ο λόγος του Αδελφού που πριν από λίγο με στενοχώρησε. Αγωνίστηκα σκληρά να μην του απαντήσω και ζήτησα από τον Θεό να πάρει την πικρία από την ψυχή μου. Και να που ο λόγος έγινε αίμα στο στόμα μου. Φτύνοντάς το έβγαλα μαζί και τη θλίψη της καρδιάς μου.

Ένας ερημίτης πείνασε κάποιο πρωινό.

-Δεν τρώνε το πρωί οι Μοναχοί, είπε στον εαυτό του. Ας περιμένω τουλάχιστον ως την τρίτη ώρα.

Σαν έφθασε η τρίτη ανέβαλε ως την έκτη. Όταν κι η έκτη πλησίαζε, έβρεξε τα παξιμάδια του κι είπε στον λογισμό του:

-Κάνε λίγη υπομονή, δε θ’ αργήσει κι η ενάτη.

Όταν πια έφθασε η δύση του ηλίου, σηκώθηκε να προσευχηθεί για να καθίσει στο τραπέζι. Είδε τότε την ενέργεια του σατανά, που από το πρωί του είχε φέρει πείνα, να βγαίνει, σαν βρωμερός καπνός, από το στόμα του. Παρευθύς ελευθερώθηκε από την επιθυμία. Και φυσικά δεν έφαγε.

Ένας από τους μεγάλους της ερήμου αγωνιστές έβαλε όρο στον εαυτό του σαράντα μέρες να μη πιεί νερό. Δεν αρκούσε τούτο. Όταν στο διάστημα εκείνο έκανε ζέστη αφόρητη κι η δίψα του φλόγιζε τα σπλάχνα, έπλενε το ποτήρι του, το γέμιζε ως επάνω κρυστάλλινο νερό από την πηγή και τ’ άφηνε απέναντί του.

-Γιατί να το κάνεις αυτό; τον ρώτησε κάποιος γείτονας του ερημίτης.

-Για να εξασκηθώ στην υπομονή, απήντησε ο γενναίος αθλητής.

Δεν προοδεύουμε σήμερα στη αρετή, έλεγε ένας Γέροντας στους μαθητές του, ούτε θα κατορθώσουμε ποτέ να φθάσουμε στα μέτρα των παλαιών Πατέρων, γιατί δεν έχομε υπομονή να τελειώσουμε το έργο που αρχίζομε. Επιθυμούμε ν’ αποκτήσουμε χαρίσματα, αλλά χωρίς κόπο, γι’ αυτό εύκολα ξεγλιστράμε στο κακό. Συχνά και χωρίς λόγο αλλάζομε τόπο διαμονής σαν να θέλουμε τάχα να βρούμε μέρος που δεν υπάρχει διάβολος. Άλλοτε πάλι έλεγε:

Εκείνος που για ένα διάστημα αγωνίζεται και κοπιάζει πέρα από το μέτρο κι ύστερα πέφτει σε αμέλεια κι αρχίζει πάλι εντατικό αγώνα και γρήγορα ατονεί, ποτέ δεν θ’ αποκτήσει υπομονή. Απ’ αυτόν μην περιμένεις ποτέ πρόοδο.

Από το «Γεροντικόν».

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΣΟΦΟ ΚΑΙ ΑΓΙΟ.