Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Το κυπαρίσσι


Έσιαξε την τραγιάσκα του, να του κρατά αντήλιο καθώς σήκωσε το κεφάλι. Η ματιά του χάιδευε το γέρικο δέντρο, ανεβαίνοντας απ’ τα ριζά ως την κορφή του.
– Πως έγειρε έτσι το κυπαρίσσι ;
– Βάλε πόσα χρόνια ζει, τι περιμένεις; είπε και κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι ο συνοδοιπόρος του.
Συνήθως περνούσαν έφιπποι και δεν το είχαν προσέξει. Σταματούσαν λίγο πιο κάτω, στην Κρύα Βρύση, πότιζαν τα άλογα κι ανηφόριζαν μετά για τα σπιτικά τους, να ξεφορτώσουν τα καλούδια που μάζεψαν από το κτήμα, να ξεκουραστούν κι εκείνοι και τ’ άλογα το εσπέρας.
– Το άλλο το κυπαρίσσι στέκεται ακόμη καλά, συνέχισε ο συνοδοιπόρος του.
– Με τούτο όμως φαίνεται να κινδυνεύει κι η στέγη της εκκλησίας. Κατά πάνω της πέφτει. Σα φυσήσει κανένας δυνατός αέρας, θα το ξεθεμελιώσει.
– Η αλήθεια είναι πως είχε πάρει από χρόνια κλίση, αλλά τώρα λίγο απέχει από τον γυναικωνίτη, είπε πάλι ο άλλος.
* * *
Σε συλλογισμό έπεσε το χωριό. Δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Να κόψουν το καημένο το κυπαρίσσι, είναι αλήθεια ότι το λυπούνταν. Κάτι σα νοσταλγία τους έπιανε… Τόσα χρόνια, μαζί με το θεμέλιο του ναού, φύτεψαν και τα δυο κυπαρίσσια στα δυτικά, δυο φρουρούς μπροστά στον πρόναο. Αν φύτευαν άλλο στη θέση του, δεν θά ’ταν το πρώτο, το παλιό κυπαρίσσι. Κι άλλοι βασάνιζαν το ερώτημα μέσα τους αν είχαν δικαίωμα να καταστρέψουν κάτι που ανήκε στο ναό. Που είχε συνδεθεί με προσευχές και με τάματα, που το τύλιγε ο λιβανωτός και του κρατούσε συντροφιά η ψαλμωδία. Αν είχαν δικαίωμα να κόψουν ένα τέτοιο δέντρο, ιερό κι αυτό…
Μα να τους χαλάσει το δέντρο τον ναό, δεν το ήθελαν. Δεν ήταν μόνο η ζημιά. Ήταν που η εκκλησιά τους έστεκε εκεί δεύτερο αιώνα τώρα. Τη φύλαγαν με καμάρι, επιδιόρθωναν καμιά φορά ό,τι χρειαζόταν, κι η έγνοια τους ήταν να μην αλλάξει κάτι απ’ το στολίδι τους. Δεν ήξεραν να πουν στα σίγουρα αν άλλο κτίσμα στο χωριό τους ήταν τόσο παλιό. Χειμώνα με τα χιόνια οι λιγοστοί που έμεναν, καλοκαίρι με τα πανηγύρια των αγίων Αποστόλων, του αηΛιά και του Δεκαπενταύγουστου, όλοι εκεί μαζεύονταν. Κι είχαν να λένε ότι εκεί τους βάφτισε ο παπάς, εκεί στεφάνωσαν τα παιδιά τους. Όλα κι όλα, την εκκλησία και τα μάτια τους ! Το δέντρο, δέντρο είναι, ξαναγίνεται. Θα περάσουν χρόνια βέβαια, αλλά ξαναγίνεται. Με τον καιρό θα ξεχαστεί και η περιπέτειά του. Και θα ’ναι νέο, ωραίο και ευθυτενές.
Με το λέγε-λέγε επικράτησε η λογική.
Μισθωμένο το καλαθοφόρο, κατάλληλο για την κοπή υψηλών δέντρων, προσπαθούσε ν’ ανέβει ως την εκκλησία του χωριού. Μάταιος κόπος. Τα πυκνά δέντρα της πλαγιάς του ’φραζαν το δρόμο. Τόσο ψηλό όχημα δεν μπορούσε να περάσει. Και δεν είχαν δικαίωμα να υλοτομήσουν προστατευόμενη περιοχή. Πήρε να κατηφορίζει με την όπισθεν ηττημένο το καλαθοφόρο.Μα το έργο, μιας και αποφασίστηκε, δεν έπρεπε να μείνει στη μέση. Θα το τραβούσαν λοιπόν μ’ ένα μεγάλο, δυνατό τρακτέρ. Κι υπολόγιζαν έτσι να το γκρεμίσουν προς την αντίθετη απ’ την εκκλησία κατεύθυνση. Εύκολα ανέβηκε την πλαγιά το τρακτέρ, κι έμενε μόνο μια τελευταία στροφή, κλειστή και κάπως απότομη. Ένα χτισμένο μαντρότοιχο μπροστά – απρόσμενο εμπόδιο κι αυτός – θα τον γκρέμιζαν λίγα μέτρα και θα τον αποκαθιστούσαν μετά. Μα τέτοιες δουλειές θέλουν άδεια, και ο οικοπεδούχος έλειπε στα ξένα…
Τότε ήταν που πέρασε απ’ το χωριό εκείνος ο ηγούμενος. Ζούσε στο μοναστήρι από παιδί σχεδόν, κι έμεινε πολλές φορές μόνος, με μόνη συντροφιά την Παναγιά και την αγία Άννα να επιστατούν και να φυλάγουν το μοναστήρι.
– Όχι, δεν θα το κόψετε, γιατί όποιος βάλει χέρι στα δέντρα της εκκλησιάς παθαίνει μεγάλο κακό στο σπίτι του. Από κάτι τέτοια κακόπαθαν χωριά ολόκληρα. Θα σας πω τι θα κάνετε. Θα κάνετε εδώ μπροστά στο δέντρο αρτοκλασία με μια λειτουργιά και θα διαβάσετε και μια ειδική ευχή ευλογίας για το δέντρο. Θ’ ανοίξτε μετά ένα μικρό παραθυράκι στον κορμό του δέντρου, θα βάλετε μέσα τον αμνό, και θα το κλείστε με αγνό κερί. Και δεν θα πάθει τίποτα το δέντρο, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Τον κοιτούσαν σαν παιδιά απορημένα και τον άκουγαν με κάποια ανομολόγητη δυσπιστία. Πως να νικήσεις τον ορθολογισμό… Κάποιοι τον πήραν για φωτισμένο γέροντα, κάποιοι για τύπο παραδοσιακό, λίγο γραφικό ίσως. Μα δεν του αντείπαν τίποτε. Το είχαν για ντροπή να φανούν ολιγόπιστοι. Κι αποφάσισαν να κάνουν κατά πώς τους είπε ο γέροντας. Ίσως και να ’ταν απ’ τον Θεό να περάσει τότε απ’ τον τόπο τους.
Και ξαναγύρισαν στις δουλειές τους και στην καθημερινότητα του βίου τους.
* * *
Πέρασαν μήνες από τότε. Κανείς δεν ασχολήθηκε πια με το κυπαρίσσι. Εξάλλου είχαν τη διαβεβαίωση ότι δεν θα γίνει τίποτε κακό. Ας περίμεναν, λοιπόν…
– Βρε, αδερφέ, για κοίτα εδώ… Ηλεκτρικό ρεύμα τον διαπέρασε μονομιάς. Αποσβολώθηκε. Έτριψε τα μάτια του δυνατά. Τίποτε δεν άλλαξε σ’ αυτό που είχε μπροστά του.
– Το είχα δει κι εγώ, παραδέχτηκε ο άλλος, αλλά είπα να το δεις μόνος σου…
Κι ένας με τον άλλο, όλοι το ίδιο ομολογούσαν: Το γέρικο κυπαρίσσι, απ’ το κερί και πάνω είχε πάρει την ευθεία. Σαν εύπλαστο μελισσοκέρι, υποταγμένο σ’ Αυτόν που όλα τα έπλασε «καλά λίαν».

Έσπερος

από το περιοδικό Η Δράση μας,
τεύχ. Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια: