Ἡ ἐποχὴ μας διακρίνεται ἀπὸ μιὰ εὐγονικὴ καὶ εὐθανασιακὴ νοοτροπία,
καὶ τὶς ἐκδηλώσεις αὐτῆς τῆς νοοτροπίας τὶς βλέπουμε καθημερινὰ στὴ ζωὴ τῶν
συνανθρώπων μας, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς αὐτὸ ἐπηρεάζει καὶ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους.
Θεολογικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τόσο ἡ εὐγονικὴ ὅσο καὶ ἡ εὐθανασιακὴ
νοοτροπία συνδέεται μὲ τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας καὶ τῆς εὐζωίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀπολυτοποίησης
τῆς παρούσης ζωῆς, μὲ τὴν παραθεώρησή της μετὰ τὸν θάνατον ζωῆς. Στὴν
πραγματικότητα πρόκειται γιὰ μιὰ νοοτροπία ποὺ ἀρνεῖται τὴ θνητότητα καὶ
παθητότητα, τὸν πόνο ποὺ συνδέεται μὲ αὐτές, ἀλλὰ παραθεωρεῖ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη
στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος εἶναι δεδομένα καὶ εἶναι ἁρμοδιότητα
τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι τὰ ἰδιοποιοῦνται καὶ συμπεριφέρονται ὡς ἰδιοκτῆτες. Τὰ
συνθήματα ποὺ ἐπικρατοῦν περὶ τῆς «διαχειρίσεως καὶ ἐπιλογῆς τῆς ζωῆς» καὶ τῆς
«διαχειρίσεως τοῦ θανάτου» καὶ τοῦ δικαιώματος στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο συνιστοῦν
μιὰ διαφωτιστικὴ νοοτροπία ποὺ ἀπολυτοποιεῖ καὶ αὐτονομεῖ τὴν ἀνθρώπινη ζωή.
O θάνατος εἶναι ἕνα βιολογικὸ καὶ ὑπαρξιακὸ γεγονὸς ποὺ «κουβαλᾶ» ὁ
ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του. Στὸ πρῶτο κύτταρο ὑπάρχουν τὰ
γονίδια τῆς γηράνσεως, τὰ γονίδια τῶν ἀσθενειῶν, δηλαδὴ τὰ γονίδια τοῦ θανάτου.
Μαζὶ μὲ τὴ ζωὴ ὑπάρχει μέσα μας καὶ ὁ θάνατος, ὅσο καὶ ἂν δὲν τὸ θέλουμε.Μερικοὶ
ἄνθρωποι, ἀπὸ διαφόρους λόγους, δὲν μποροῦν νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς
τους, ὅπως δὲν μποροῦν νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὶς ἀσθένειες, τὰ γηρατειὰ καὶ τὸν
θάνατο. Ἴσως τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἔζησαν, ἡ πίεση ποὺ ἐξασκήθηκε πάνω τους
δημιούργησε πολλὲς βιολογικές, ψυχολογικές, ὑπαρξιακὲς καὶ πνευματικὲς πληγές.
Χρησιμοποιοῦν πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς
περιβάλλουν καὶ τὴν ἴδια τὴν κοινωνία. Δὲν θέλουν νὰ τοὺς θυμοῦνται οἱ ἄλλοι.Ἔπειτα,
ὅπως ἔχει παρατηρήσει ἡ Μυρτῶ Ρήγου, ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς νεωτερικότητας καὶ τῆς
μετανεωτερικότητας στὴν ὁποία, μεταξὺ ἄλλων, κυριαρχεῖ ἡ «ἀποεθιμοποίηση»,
δηλαδὴ ἡ ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὶς συνθῆκες τοῦ παρελθόντος. Ἀκόμα ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου
ἀπέναντι στὸν θάνατο ἐκφράζεται μὲ τὸ ψέμα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπωθεῖ τὸν θάνατο
στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, θεωρώντας τον σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει, καὶ δὲν θέλει νὰ ἀναφέρεται
σὲ αὐτόν• μὲ τὴν «ντροπή», ἀφοῦ δὲν θέλει νὰ πενθεῖ καὶ νὰ ἐκφράζεται
συναισθηματικά• καὶ μὲ τὴν «ἀποστροφὴ» στὸ σῶμα τοῦ ἀρρώστου καὶ τοῦ νεκροῦ.Πάντως,
ἡ λέξη εὐθανασία προέρχεται ἀπὸ τὸ «εὖ» καὶ τὸ «θνήσκειν», ποὺ δηλώνει τὸν καλὸ
θάνατο. Καὶ αὐτὸ συνδέεται μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ γεγονότα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ
τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς.
Ὑπάρχουν πολλὲς μορφὲς εὐθανασίας, κυρίως εἶναι ἡ παθητικὴ εὐθανασία,
ὅταν ἀπὸ τοὺς ἰατροὺς καὶ τὸ νοσηλευτικὸ προσωπικὸ ἐγκαταλείπεται ἡ θεραπευτικὴ
νοσηλεία τοῦ ἀρρώστου, καθὼς ἐπίσης ἐγκαταλείπεται καὶ ἡ διαδικασία ἀνάνηψης, ἴσως
μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ ἀρρώστου καὶ τῶν συγγενῶν του. Ἡ ἐνεργητικὴ εὐθανασία εἶναι
ὅταν κάποιοι παρεμβαίνουν μὲ διάφορες χημικὲς οὐσίες ποὺ τὶς θέτουν μέσα στὸν ὀργανισμὸ
τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔτσι ἐπέρχεται ἡ δηλητηρίαση καὶ ὁ θάνατός του.Ὅμως, ὁ ἄνθρωπος
ἔχει ἁρμοδιότητα σὲ αὐτὰ ποὺ κατασκευάζει ὁ ἴδιος καὶ ὄχι σὲ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα
δὲν ἔκανε ἀπολύτως τίποτε γιὰ νὰ τὰ φέρει στὴν ὕπαρξη καὶ ἑπομένως δὲν ἔχει
καμία ἁρμοδιότητα σὲ αὐτά. Ἡ ὕπαρξή του εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εὐθανασία πολλὲς φορές, ἂν δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἰδεολογικῶν ἐπιλογῶν,
συνδέεται μὲ τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία, τὶς ψυχολογικὲς ἀσθένειες καὶ τὴν ἀπουσία
νοήματος γιὰ τὴ ζωή. Ἀκόμη, ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ εὐθανασία συνιστᾶ μιὰ ἄγνοια
τῆς εὐεργετικῆς παρουσίας τοῦ πόνου στὴ ζωή μας, καθὼς ἐπίσης εἶναι καὶ μιὰ ἔκφραση
δειλίας ἔναντι τῶν διαφόρων δυσκολιῶν, ἀκόμη
εἴναι καὶ φόβος ἔναντι τοῦ θανάτου.
Ἑπομένως, ἡ εὐθανασία, κυρίως ἡ ἐνεργητική, εἶναι μιὰ
«τεχνικοποίηση τοῦ θανάτου», μιὰ ἰδιοποίηση καὶ διαχείριση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ
θανάτου, ποὺ δὲν ὑπάγεται στὴν ἁρμοδιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ
«δικαίωμα» τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴ ζωή.
ρωμαικοοδοιπορικο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου