Αναστάσιος Γιαννουλάτος, προφήτης μιας απελευθερωτικής
Ιεραποστολής
θανάσης Ν. Παπαθανασίου
Ο Αναστάσιος
Γιαννουλάτος δημοσίευσε εμβληματικό κείμενο με τίτλο «Η λησμονημένη εντολή»,
κείμενο κριτικό, το οποίο σήκωσε τη σημαία της αισιοδοξίας παρά τις δυσκολίες
και την αρνητική ατμόσφαιρα που δέσποζε στις τοπικές Ορθόδοξες εκκλησίες.
Το έργο και η θεολογία
του μακαριστού Αναστάσιου Γιαννουλάτου
(1929-2025) είναι πολυεπίπεδο και το μελετάμε εδώ και πολύν καιρό. Στο κείμενο
που ακολουθεί ψηλαφώ την καίρια συμβολή του στην διαύγαση της Ιεραποστολής ως
μαρτυρίας και διακονίας, σε απόλυτη αντιδιαστολή προς την αποικιοκρατική
στρέβλωσή της. Προς τούτο επικεντρώνω σε δύο χρονικές ενότητες: Πρώτον, στο
ξεκίνημά του κατά την δεκαετία του 1960 (πράγμα βασικό για να κατανοηθεί ότι
διεμβόλισε την εκκλησιαστική και κοινωνική πραγματικότητα με μια νέα ματιά),
και δεύτερον στην οπτική του όπως αυτή ολοκληρώθηκε στις τελευταίες δεκαετίες
του βίου του (πράγμα βασικό για να αντιληφθούμε το εύρος το οποίο έδωσε στην
αποστολή / Ιεραποστολή της Εκκλησίας). Για προσωπικούς λόγους η καρδιά μου
χτυπάει ιδιαίτερα στην δεύτερη ενότητα, ωστόσο είναι απαραίτητο να τηρήσω την
χρονική σειρά τους.
Για να εντάξουμε στο
διάνυσμα του χρόνου αυτά τα δύο «άκρα» (το ξεκίνημα και το καταστάλαγμα), ας
κρατήσουμε κατά νου ορισμένους βασικούς σταθμούς της πολύ μακράς και πλούσιας
πορείας του: Αποφοίτησε από τον Θεολογική Σχολή το 1952 και σε λίγο
εγκαινίασε την συμμετοχή του σε διεθνείς οργανισμούς (όπως το Παγκόσμιο
Συμβούλιο Εκκλησιών) και διεθνή φόρα. Το 1960 έγινε κληρικός, το 1972
χειροτονήθηκε επίσκοπος Ανδρούσης και ξεκίνησε την πορεία του ως καθηγητής
Ιστορίας Θρησκευμάτων στην Θεολογική Σχολή Αθηνών.
Από το 1981 ως το 1991 εργάστηκε ιεραποστολικά στην ανατολική Αφρική
(Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία) μελετώντας σεβαστικά την πολιτισμική συνάφεια και
αντιμετωπίζοντας σύνθετα προβλήματα. Το 1991 μετέβη στην Αλβανία μετά από
πρόταση του Οικουμενικού Πατριάρχη, και το 1992 χειροτονήθηκε
αρχιεπίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της, ουσιαστικά ανασταίνοντάς την και
κάνοντάς την μια παρουσία καταλλαγής και αλληλεγγύης, διαλόγου και μαρτυρίας
για την ζωντανή πίστη.
Α. Το καινοτόμο ξεκίνημα
Στις αρχές της
δεκαετίας του 1950, μέσα σε πνεύμα αισιοδοξίας που αναδυόταν από τα συντρίμμια
του Δευτέρου παγκοσμίου Πολέμου, μια νέα Ορθόδοξη πραγματικότητα διαμορφωνόταν
στην Ευρώπη[1].
Το 1952 συνεδρίασε στο
Παρισινό προάστιο των Σεβρών η «Ορθόδοξη Νεολαία της Δυτικής Ευρώπης», στην
οποία συμμετείχαν νεαροί πρωτοπόροι θεολόγοι, τόσο της ρωσικής διασποράς, όσο
και άλλων εθνικών προελεύσεων. Εκεί έγιναν οι πρώτες κινήσεις για την ίδρυση
ενός διεθνούς φορέα που να εκφράζει τα οράματα και να προωθεί τα αιτήματα ενός
δυναμικού ρεύματος της νέας Ορθόδοξης γενιάς. Αυτός ο διεθνής φορέας επέπρωτο
να είναι ο «”Σύνδεσμος”, Παγκόσμια Αδελφότητα Ορθοδόξων Νεολαιών»
(“Syndesmos”, World Fellowship of Orthodox Youth).
Πολλοί από τους πρωταγωνιστές εκείνης της πρωτοβουλίας μεσουράνησαν αργότερα
στον εκκλησιαστικό και τον θεολογικό χώρο.
Τον Απρίλιο του 1953
πραγματοποιήθηκε η 1η Γενική Συνέλευση του «Συνδέσμου», στον
ίδιο τόπο. Ανάμεσα σε άλλα, οι σύνεδροι καταπιάστηκαν και με το ζητούμενο της
Ιεραποστολής. Την εποχή εκείνη η μεν αποικιοκρατική ιεραποστολή πολλών δυτικών
δυνάμεων κατέρρεε, η δε Ορθόδοξη ιεραποστολή και το άνοιγμα σε όλους τους
πολιτισμούς δεν αποτελούσε διόλου έγνοια των Ορθοδόξων εκκλησιών, οι οποίες
ήταν πακτωμένες στην εθνική (έως εθνικιστική) εσωστρέφειά τους. Η 1η Γενική
Συνέλευση του «Συνδέσμου» λοιπόν προχώρησε σε επισημάνσεις πραγματικά
ριζοσπαστικές. Τόνισε την σημασία της θεμελιωμένης στην ελευθερία Ιεραποστολής,
ως σύμφυτης με την εκκλησιαστική ταυτότητα (κι όχι ως μιας δραστηριότητας εκ
περισσού ή εκ του πονηρού), και προχώρησε σε παρρησιασμένη κριτική:
«Μια συγκεκριμένη
μορφή αυτοϊκανοποιούμενης νοοτροπίας θέτει εμπόδια στην ιεραποστολική
δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτής της νοοτροπίας [οι Ορθόδοξοι] επιμένουμε
υπερβολικά στην εσωτερική διάσταση της πνευματικής ζωής και δεν αφήνουμε χώρο
για την θετική δράση του Χριστιανισμού στον κόσμο. Κάποιοι, μάλιστα, τείνουν να
θεωρούν τους Δυτικούς ως ανήμπορους να αδράξουν την πληρότητα της Ορθοδοξίας. Η
συνταύτιση, από άλλους, Εκκλησίας και έθνους αποτελεί πρόσκομμα στην
ιεραποστολική δραστηριότητα. Η νοοτροπία αυτή πηγάζει από έλλειψη κατανόησης
της καθολικής φύσης της Εκκλησίας και μαρτυρεί έλλειψη αποστολικής
γενναιοδωρίας».
Το Σεπτέμβριο του 1958
η 3η Γενική Συνέλευση του «Συνδέσμου» πραγματοποιήθηκε στη
Θεσσαλονίκη και αποφάσισε να ιδρύσει στο εγγύς μέλλον πανορθόδοξο ιεραποστολικό
κέντρο με σκοπό την καλλιέργεια συνείδησης ανοίγματος και ιεραποστολικής
πράξης. Προς τούτο συγκροτήθηκε επιτροπή πολυεθνικού χαρακτήρα με έδρα την
Αθήνα. Ένα από τα μέλη της ήταν ο λαϊκός θεολόγος Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ο
οποίος τότε άρχιζε να προβάλλει ως ηγετική φυσιογνωμία μεταξύ των αποφασισμένων
για την αναζωπύρωση της Ιεραποστολής.
Τον Φεβρουάριο του
επομένου έτους ξεκίνησε η έκδοση του εξαιρετικού περιοδικού «Πορευθέντες»,
επίσης με πανορθόδοξο και πολυεθνικό χαρακτήρα. Και στα τέλη Αυγούστου – αρχές
Σεπτεμβρίου 1961 πραγματοποιήθηκε στη Βηρυτό η 4η Γ. Σ. του
«Συνδέσμου», όπου και ιδρύθηκε το πανορθόδοξο ιεραποστολικό κέντρο με την
επωνυμία επίσης «Πορευθέντες», όταν το ομώνυμο περιοδικό είχε ήδη εκδώσει δέκα
τεύχη (η ονομασία είναι εμπνευσμένη από την εντολή του αναστημένου Χριστού
στους μαθητές του, «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…»). Σημειωτέον ότι το
περιοδικό εκδόθηκε για ένδεκα συνολικά έτη, μέχρι τον Δεκέμβριο 1969, με
παράλληλη αγγλική έκδοση (“Go Ye”).
Ήδη στο πρώτο τεύχος ο
Αναστάσιος Γιαννουλάτος δημοσίευσε εμβληματικό κείμενο με τίτλο «Η λησμονημένη
εντολή», κείμενο κριτικό, το οποίο σήκωσε τη σημαία της αισιοδοξίας παρά τις
δυσκολίες και την αρνητική ατμόσφαιρα που δέσποζε στις τοπικές Ορθόδοξες
εκκλησίες.
Οι συντελεστές του
«Πορευθέντες» καλλιέργησαν μια ανανεωτική θεολογία, επηρεασμένη από τον χώρο
του «Συνδέσμου» και την παλλόμενη Ορθόδοξη θεολογία έξω από την Ελλάδα, την ώρα
που στη χώρα μας ήταν ακόμη ισχυρή η παρουσία των θρησκευτικών οργανώσεων
(αδελφότητες «Ζωή», «Σωτήρ» κλπ). Το «Πορευθέντες» και ο ίδιος ο Αναστάσιος
υπηρέτησαν χωρίς κραυγές μια τολμηρή και αποφασιστική μετάβαση από τον
δικανισμό και τον ηθικισμό προς μια δροσερή, υπαρξιακή, απελευθερωτική
θεολογική οπτική, η οποία νοούσε το εκκλησιαστικό γεγονός ως διάλογο με τον
κόσμο και ως πρόσληψη του κόσμου. Μερικές από τις βασικές ραχοκοκαλιές αυτής
της προσπάθειας ήταν οι εξής:
1.
Απόρριψη του εθνοκεντρισμού και του εθνικισμού
Μετά δε τον δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο ευδοκίμησε στην Ελλάδα ο Ζωικός μεσσιανισμός της «νέας
Ελλάδας», ο οποίος σε κάποιον βαθμό μεταφέρθηκε και στην Αφρική, κυρίως μέσω
της ιεραποστολικής προσπάθειας του αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Παπασαραντόπουλου
(1903-1972), ο οποίος διατηρούσε τις οργανωσιακές καταβολές του. Το
«Πορευθέντες» όμως αποστασιοποιήθηκε ξεκάθαρα από τον ελληνοκεντρισμό και τον
εθνικισμό (έχει μάλιστα υποστηριχτεί ότι αυτό ακριβώς υπήρξε ένα σημείο ρήξης
μεταξύ του «Πορευθέντες» και του Παπασαραντόπουλου). Είναι χαρακτηριστικό ότι
στο περιοδικό δεν απαντώνται ελληνορθόδοξες ιαχές, οι οποίες σήμερα αφθονούν σε
ιεραποστολικά περιοδικά και ιεραποστολικά κλιμάκια σε σημείο να κάνουν κεντρικό
θέμα τους ελληνικές εθνικές επετείους.
Μια από τις ενστάσεις
των θρησκευτικών κύκλων κατά του ιεραποστολικού ανοίγματος ήταν ότι έπρεπε να
δοθεί προτεραιότητα στον ευαγγελισμό της Ελλάδας. Ο Αναστάσιος αντέδρασε. Η
διαφορά μεταξύ του έργου μέσα στην χώρα και έξω από την χώρα, έγραφε,
«είναι βασική, «μόνο
όταν κυττάξουμε το θέμα από την σκοπιά την καθαρώς εθνική. Από πλευράς
χριστιανικής δεν είναι και τόσο. Διότι η αγάπη η χριστιανική, και άρα το χρέος
του πιστού για να ενδιαφερθή για την διάδοσιν της Χριστιανικής αλήθειας, δεν
σταματά στα σύνορα του κράτους».
2.
Αποδοχή της πολιτισμικής ετερότητας
Ο Αναστάσιος υποστήριξε
σθεναρά ότι είναι αδιανόητο η Ιεραποστολή δεν ιδρύει παραρτήματα των
μητροπολιτικών, εθνικών εκκλησιών, και να εξάγει πολιτισμό, αποικίζοντας
ουσιαστικά τους άλλους λαούς. Τόνισε ότι χρειάζεται να αναπτυχθεί αφρικανική
Ορθοδοξία, κινεζική Ορθοδοξία κοκ, άρα να συγκροτηθούν πραγματικά τοπικές
εκκλησίες με γηγενή κλήρο, τέχνη, γλώσσα, λατρεία κλπ. Επεξεργάστηκε την
κατανόηση του ιεραποστολικού έργου όχι μόνον ως κήρυξης του ευαγγελίου, αλλά
και ως μεταμόρφωση της χειροπιαστής ανθρώπινης ζωής. Για την πρόσληψη των
ντόπιων πολιτισμικών δεδομένων χρησιμοποίησε τον θεολογικώς βαθύτατο όρο
«σάρκωση» (ή «ενσάρκωση»), ο οποίος παραπέμπει στην ενανθρώπηση του Χριστού και
στην εκ μέρους του πραγματική πρόσληψη της ανθρώπινης συνθήκης.
3.
Εσχατολογία
Το «Πορευθέντες»
εκδόθηκε σε εποχή κατά την οποία η εσχατολογία έμπαινε στο ελληνικό θεολογικό
σκηνικό [με πρωτοπόρο τους καθηγητές Σάββα Αγουρίδη (1921-2009), Νίκο Νησιώτη
(1924-1986) κ.ά.] και ήταν από τους χώρους οι οποίοι δέχτηκαν και διακόνησαν
την επανεύρεση αυτού του σπουδαίου θεολογικού άξονα. Τα κείμενα του Αναστάσιου
υιοθετούν ην οπτική της λεγόμενης «εγκαινιασθείσας εσχατολογίας», δηλαδή της
εσχατολογίας η οποία δεν ακυρώνει την ιστορία, αλλά την καταφάσκει και την
νοηματοδοτεί με το όραμα του Μέλλοντος.
Έτσι συνυφαίνει
Ιεραποστολή και ιστορία ως δημιουργική πορεία προς την ολοκλήρωση του
σύμπαντος. Στην οπτική αυτή καίρια σημασία έχουν αφ’ ενός η απελευθερωτική
δράση του Θεού μέσα στην ιστορία και αφ’ ετέρου η αγάπη. Η
κίνηση της ιστορίας έτσι αντικρίζεται (ούτε λίγο ούτε πολύ) ως πορεία
συμμετοχής του σύμπαντος στο κορυφαίο υπόδειγμα συνύπαρξης, την ζωή της ίδιας
της Αγίας Τριάδας.
Για τον Αναστάσιο αυτή
η προσέγγιση εκβάλλει στο ότι οι εκκλησιαστικές κοινότητες οφείλουν να είναι
ανοιχτές, σε αδιάκοπη ανάδραση με το σήμερα και με τον κόσμο. Όχι κεντρομόλες,
κλειστές και κοσμόφοβες σέκτες, ούτε σταυροφορικές μαινάδες που θέλουν να
καθυποτάξουν τον γύρω τους κόσμο. Η ρητή και πολύτιμη αποκήρυξη της θεοκρατίας
ήδη είχε ανατείλει.
4.
Ομολογιακή ιεραποστολή και σχέσεις με τους ετεροδόξους
Ο Αναστάσιος υποστήριξε
ότι έπρεπε να δημιουργηθεί Ορθόδοξη ιεραποστολική θεολογία βάσει των ιδιαίτερων
βασικών χαρακτηριστικών της Ορθόδοξης θεολογίας. Ζήτησε όμως η Ιεραποστολή να
μην ασκείται επιθετικά ούτε υπεροπτικά προς τους ετεροδόξους, και διαφώνησε με
τον ομολογιακό ανταγωνισμό. Παρακολουθούσε την σπουδαία εξέλιξη της ετερόδοξης
θεολογίας, διαλεγόταν μαζί της και θεωρούσε ότι η Ορθοδοξία έχει ιστορική
αποστολή να παραπέμψει στον κοινό πλούτο της μίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. Μια
τέτοια στάση, έλεγε, θα καταστήσει την Ορθόδοξη παρουσία στις ιεραποστολικές
χώρες γόνιμη, κι όχι αιτία νέων χριστιανικών διχασμών.
5.
Η σπουδή ως προτεραιότητα
Αν προσπαθούσαμε να
προσδιορίσουμε την θεματική των μελετημάτων του (και μάλιστα σε αντιστοιχία
τόσο προς την ιεραποστολική δράση του στην Αφρική, όσο και προς τη συμμετοχή
του σε διεθνείς οργανισμούς και κομβικά διεθνή ιεραποστολικά συνέδρια), θα
μπορούσαμε να ορίσουμε τέσσερις τομείς:
- Θεολογία της ιεραποστολής
(μελετήματα που καταδεικνύουν την εκπήγαση της ιεραποστολής από
τα σπλάχνα του εκκλησιαστικού γεγονότος, και την κατανόησή της ως
διακονίας του πάσχοντος κόσμου).
- Ιστορία της ιεραποστολής
(μελετήματα για την ιεραποστολή επί Βυζαντίου, και για το ξεκίνημα της
Ορθοδοξίας στην Ιαπωνία, την Κίνα, την Αλάσκα, την Αφρική κλπ).
- Προβληματισμοί στον οικουμενικό
χώρο (κείμενα σχετικά με ζητήματα πανανθρώπινης σημασίας).
- Θρησκειολογία και διαθρησκειακός
διάλογος.
Με αυτά, και από
ποικίλες σκοπιές, ο Αναστάσιος ανέπτυξε και επεξεργάστηκε την πεποίθηση ότι
Ιεραποστολή είναι ολόκληρη η αποστολή της Εκκλησίας: έγνοια για το νόημα της
ζωής , διακονία ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης, υπηρέτηση της
συνύπαρξης στον κοινό βίο.
Β. Το καταστάλαγμα
Για να σκιαγραφήσω την
ωριμότητα της ιεραποστολικής αντίληψης του δασκάλου μας [ο Αναστάσιος,
σημειωτέον, ήταν μέλος της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής κατά την εκπόνηση
της διδακτορικής διατριβής μου στο πεδίο της Ιεραποστολικής, με επιβλέποντα τον
φίλο και συνεργάτη του καθηγητή της Ιεραποστολικής Ηλία Βουλγαράκη
(1927-1999)], θα αναφερθώ ενδεικτικά και περιεκτικά στο βιβλίο του
«Συνύπαρξη: Ειρήνη, φύση, φτώχεια, τρομοκρατία, αξίες» (εκδ. Αρμός,
Αθήνα 22015). Είχα την τεράστια χαρά να μου ζητήσει ο ίδιος να
συμμετάσχω σε παρουσίασή του η οποία έγινε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2016[2].
Μπορεί κάποιος να
αναρωτηθεί αν πρόκειται για βιβλίο υψηλής θεολογίας. Απαντώ ως εξής: Ναι,
έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο υψηλής θεολογίας, το οποίο μυρίζει χώμα.
Παραδοξολογία;
Εξηγούμαι:
Υπάρχει χώμα και χώμα.
Από τη μια, υπάρχει το χώμα που σε κρατά δεμένο σ’ αυτό. Είναι το χώμα της
ιθαγένειάς σου, το χώμα το οποίο, για πολλούς, γεννά την αλήθεια. Αυτό είναι το
χώμα που δεν αφορά τη θεολογία του αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Η
δική του θεολογία μυρίζει άλλο χώμα: Το χώμα του δρόμου, γιατί είναι θεολογία
οδοιπόρων έως εσχάτου της γης. Δεν είναι θεολογία μιας αλήθειας που πηγάζει από
το χώμα, αλλά θεολογία για μια αλήθεια που έρχεται από τον ουρανό, μπαίνει στην
καθημερινότητα και δρα μέσα στη λάσπη της ιστορίας. Η θεολογία του Αναστασίου
δεν αναγνωρίζει αγίους τόπους, αλλά κάνει αγίους τους τόπους. Είναι η θεολογία
εκείνων των ανθρώπων, των οποίων τα χέρια μυρίζουν χώμα, όχι επειδή παίρνουν πέτρες
για να λιθοβολήσουν, αλλά επειδή τα νύχια τους γεμίζουν χώμα από το σκάψιμο το
οποίο εκβραχίζει το τραχύ τοπίο της μιζέριας.
Αυτού του είδους η
σχέση με τους δρόμους της ιστορίας και με τη λάσπη της καθημερινότητας πηγάζει
από το είδος του Θεού τον οποίο εμπιστεύεται ένας Χριστιανός.
Είναι ο εργαζόμενος Θεός, ο Θεός των εκπλήξεων, ο οποίος εισβάλλει όχι μόνο
στην χημικώς νοούμενη χωματίλα, αλλά και στην κοινωνική χωματίλα, στους πιο
ακραίους λασπότοπους της ανθρώπινης συνθήκης. Είναι ο Θεός των ελίτ, αλλά των
αντεστραμμένων ελίτ. Ο Θεός που φανερώνεται κατεξοχήν στο πρόσωπο των
περιθωριακών, των απερριμμένων, των στερημένων από κάθε λογής ασφάλεια. Και γι’
αυτό λέω ότι μια αληθινά υψηλή θεολογία έχει –οφείλει να έχει– οσμή χώματος.
Ευλογημένη οσμή χώματος, το οποίο γίνεται χώρος θεοφάνειας!
Δεν σπανίζουν στις
μέρες μας οι θεολογίες που μιλούν για το άνοιγμα στην ετερότητα και για την
κοινωνία με το πρόσωπο του άλλου. Αλλά συχνά αυτές οι θεολογήσεις γίνονται σε
επίπεδο των κατεστημένων ελίτ. Πλειοδοτούν σε περσοναλιστικό λεξιλόγιο, αλλά
δεν λερώνονται στη λάσπη της ιστορίας. Προσπερνούν θέματα όπως η φτώχεια, το
δίκιο και το άδικο, τα δικαιώματα και η πολιτική ελευθερία. Ο Μακαριώτατος,
αντιθέτως, μιλά ακριβώς γι’ αυτά. Και μιλά δίχως να φτωχύνει τη θεολογία. Ίσα –
ίσα, τα κάνει εκφάνσεις κι επαληθεύσεις μιας υψηλής θεολογίας. Κατά τη γνώμη
μου είναι από τους λίγους θεολόγους των τελευταίων πενήντα χρόνων, οι οποίοι
δεν μετέτρεψαν τον μπαξέ της θεολογίας σε οιαδήποτε μονοκαλλιέργεια.
Έχω μαζέψει ένα
ολόκληρο σακούλι με επισημάνσεις πάνω στο βιβλίο. Θα αποδυθώ όμως σε ένα
δύσκολο άθλημα: θα περιοριστώ σε δυο – τρεις μονάχα άξονές του.
Πώς ίσταται έναντι των
θρησκειών; Είναι οι θρησκείες (έτσι, γενικά κι αφηρημένα) αγαθές
πραγματικότητες; Ή, αντιθέτως, είναι (έτσι, γενικά κι αφηρημένα) δαιμονικά
έργα; Αντίθετα προς οιαδήποτε αφέλεια, είτε μισαλλόδοξη, είτε πασιφιστική,
οφείλουμε να πούμε την απλούστατη αλήθεια:
Σε κάθε θρησκεία
μπορούν να εντοπιστούν τα πάντα. Εννοώ, και στοιχεία φωτεινά και στοιχεία
σκοτεινά. Τα θέμα, λοιπόν, δεν είναι «ποια στοιχεία υπάρχουν», αλλά ποια
στοιχεία θα επιλεγούν ως ραχοκοκαλιά της εν λόγω θρησκείας. Ο καταλυτικός ρόλος
ανήκει στην ερμηνεία. Στη θεολογία. Στις θρησκείες, λοιπόν, ο
Μακαριώτατος εντοπίζει στοιχεία τα οποία μπορούν να συμβάλουν στην ανθρωπιά,
και ζητεί από τους πιστούς αυτών των θρησκειών να φέρουν αυτά τα στοιχεία στο
προσκήνιό τους.
Αυτή την εκλεκτικιστική
δουλειά ο συγγραφέας την κάνει χωρίς τυμπανοκρουσίες. Οι συνοδευτικές
διευκρινίσεις του συνεπάγονται κριτική στάση απέναντι σε κάθε θρησκευτικό
μόρφωμα, στάση όμως η οποία εκφράζεται με ηρεμία και χωρίς επιθετικό τόνο. Η
δουλειά αυτή είναι πράξη σεβαστική, μα δεν είναι μονάχα διαπιστωτική. Είναι και
κριτική και δημιουργική, υπό την έννοια ότι καλεί σε αναθεωρήσεις θρησκευτικών
ταυτοτήτων, σε σχηματισμό νέων, σε μεταστροφές κοκ.
Ταυτόχρονα ωστόσο κάθε
επιμέρους στοιχείο κάθε θρησκείας έχει νόημα ενταγμένο σε μια μείζονα
προοπτική. Ο σκοπός λοιπόν δεν είναι να κάνουμε ένα μεταμοντέρνο άγνωμο κολλάζ,
αποσπώντας στοιχεία από δεξιά κι αριστερά, αλλά να δούμε ποια είναι η
προοπτική, το μείζον πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά τα στοιχεία λειτουργούν ή
τίθενται για να λειτουργήσουν. Το τελικό όραμα κάθε θρησκευτικής ταυτότητας
κοντολογίς, είναι αυτό που νοηματοδοτεί τα επιμέρους. Και το τελικό όραμα
ορίζει γέφυρες ή και διαφορές, ακόμη και αγεφύρωτες. Αλλά ακριβώς εδώ είναι το
στοίχημα: η δυνατότητα συνύπαρξη με το διαφορετικό – το πραγματικά (κι όχι το
εικονικά) διαφορετικό.
Η συνύπαρξη όμως δεν
είναι άγνωμο στοίβαγμα. Δεν εμπεριέχει μόνο συμ-φωνίες. Εμπεριέχει και ρήξεις.
Ρήξεις με τις δυνάμεις του θανάτου, της διαίρεσης και του
εξανδραποδισμού. Άραγε, κάθε ετερότητα οφείλει να γίνεται δεκτή;
Όχι! Φρονώ ότι υπάρχει μια ετερότητα η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή! Η ετερότητα
εκείνη, η οποία δεν σέβεται την ετερότητα. Ο Μακαριώτατος κάνει έκκληση, το
άγιο λάδι της θρησκείας να μη γίνεται καύσιμη ύλη του φανατισμού.
Ναι, ο θρησκευτικός
φανατισμός είναι βλασφημία κατά του ζώντος Θεού. Κι συγχωρήστε μου εδώ έναν
παραλληλισμό, ακριβώς για να νιώσουμε πόσο νευραλγικός είναι ο συμπνευματισμός
πάνω στο άγιο λάδι της θρησκείας. Όσα φωτίζει με την πέννα του ακαδημαϊκού ο
Μακαριώτατος, μου θύμισαν όσα έχει δείξει με το πενάκι του γελοιογράφου (έχει
ιδιαίτερο συμβολικό φορτίο η γελοιογραφία σήμερα), ο δικός μας Μάριος Ζαμπίκος.
Η γελοιογραφία του απεικονίζει τρεις φανατικούς θρησκευόμενους: έναν χριστιανό,
έναν μουσουλμάνο κι έναν εβραίο. Και τους βάζει να συνομολογούν: «Εμείς οι
θρησκευτικά φανατικοί… Έχουμε κάτι κοινό! Δεν έχουμε τον Θεό μας!».
Νομίζω ότι η προσέγγιση
του Μακαριωτάτου στις άλλες θρησκείες και η γενναία επιμονή του ότι οι
θρησκείες δεν είναι πραγματικότητες που μπορείς να προσπεράσεις, στοιχούνται
στη μακρά εκκλησιαστική παράδοση, η οποία (ήδη από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια
μέχρι σύγχρονα θεολογικά σχήματα) διακρίνει μέσα στα θετικά στοιχεία όλων των
ανθρωπίνων προσπαθειών τον σπερματικό λόγο, τη μυστική δράση του Χριστού και
του Πνεύματος, που πληρέστερα φανερώνονται στον Χριστιανισμό.
Ο αναγνώστης του
βιβλίου καλείται σε ένα έργο υπομονετικό. Να μη μείνει στην αίγλη του προσώπου
του συγγραφέα, αλλά να βουτήξει στα λεπτά περιεχόμενα των λόγων του. Δείτε, για
παράδειγμα, την ήρεμη, ευγενική και ευθύβολη παρουσίαση της κυρίαρχης
ινδουιστικής διδασκαλίας περί κάρμα, σε σχέση με την φτώχεια και την κοινωνική
εξαθλίωση. Στην οπτική τού κάρμα η φτώχεια είναι δομικό, δηλαδή αναφαίρετο
στοιχείο του κόσμου τούτου. Αίτημα για εξάλειψή της είναι αδιανόητο. Ο άνθρωπος
(πάντα στην οπτική του κάρμα) καλείται μονάχα σε μια προσπάθεια εσωτερικού,
σπιριτουαλιστικού αγώνα υπομονής.
Κι έτσι, αυτό που
προκύπτει είναι η μεταφυσική νομιμοποίηση του κοινωνικού κατεστημένου, κι όχι
προσπάθεια μεταμόρφωσης της ιστορίας. Αλλά το οδυνηρά κωμικό είναι ότι αυτή η
ινδουιστική θεώρηση μοιάζει πολύ με επιχειρήματα ορισμένων Ορθοδόξων, οι οποίοι
(προφανώς σε αντίθεση προς το Ευαγγέλιο και Πατέρες της Εκκλησίας) εμφανίζουν
ως θέλημα θεού την κοινωνική αδικία, και πλειοδοτούν μεν υπέρ των παυσίπονων
της ελεημοσύνης, αλλά αφαιρούν από τη χριστιανική ατζέντα την κοινωνική
απελευθέρωση. Θεωρώ πολύ σημαντικό ότι ο Μακαριώτατος τείνει υπέρ των θεσμικών λύσεων
του κοινωνικού προβλήματος και υπέρ της εξαλείψεως των παραγόντων που
γεννούν την αδικία. Και φρονώ μετά παρρησίας ότι το να μη βαφτίζεις το
κρέας ψάρι, αλλά να πεις ειδωλολατρία τον αδηφάγο καπιταλισμό, είναι χρέος του
Χριστιανού, είναι όντως διακονία επισκόπου.
Ναι, η αυτοκριτική
οφείλει να είναι το παγοθραυστικό μας. Πόσες φορές δεν κοκαλώνουμε σε έναν
Ορθόδοξο ναρκισσισμό; Πόσες φορές δεν χρησιμοποιούμε την αλαζονική φράση, «η
Ορθοδοξία πάντα…» ή «η Ορθοδοξία ποτέ…»; Δείτε, για παράδειγμα, την πολύτιμη
επισήμανση του Μακαριωτάτου για την γλωσσική ταλαιπωρία του Αλβανικού λαού.
Αντίθετα προς την κληρονομιά του Κυρίλλου και του Μεθοδίου, επί αιώνες οι Ορθόδοξοι
Αλβανοί έπρεπε να θρησκεύουν στα Ελληνικά, οι Καθολικοί Αλβανοί στα λατινικά ή
στα ιταλικά, και οι μουσουλμάνοι αλβανοί στα αραβικά ή στα τουρκικά. Η αλβανική
γλώσσα παρέμενε άγραφη και εκκλησιαστικά άστεγη, πράγμα που συνέβαλε σιγά-σιγά
στην ένταση αμυντικών αισθημάτων εθνικισμού.
Θα κλείσω αυτές τις
δειγματικές επισημάνσεις μου με δυο προτάσεις, εμπνευσμένες όχι τόσο από τις
λέξεις, όσο από τη δυναμική του βιβλίου.
1.
Το βιβλίο είναι, βεβαίως,
θρησκειολογική θεώρηση. Δρόμος προς τους ανθρώπους άλλων πίστεων. Ο δρόμος
αυτός όμως φτιάχνει σταυροδρόμι, ανταμώνοντας με άλλο ένα σημαντικό άνοιγμα,
τον δρόμο προς τους άθεους, και δη αυτούς τους άθεους που νοιάζονται για τον
άνθρωπο και συμπάσχουν με τα θύματα της ιστορίας. Το σταυρικό σημείο, εκεί που
ανταμώνουν οι δρόμοι πιστών και απίστων, είναι η φράση του Μ. Βασιλείου: «Ο
ζητών ειρήνην, Χριστόν εκζητεί, ότι αυτός εστιν η ειρήνη». «Σε μια τέτοια
προοπτική», σχολιάζει ευρύχωρα ο Μακαριώτατος, «οι χριστιανοί θα μπορούσαμε να
διακρίνουμε σε κάθε άνθρωπο που επιδιώκει ειλικρινά την ειρήνη και αγωνίζεται
γι’ αυτήν όχι μόνο ένα συνοδοιπόρο, αλλά έναν αναζητητή του Χριστού, φίλο
πολύτιμο».
2.
Το βιβλίο είναι πολύτιμο και για κάτι
άλλο: για τη μαρτυρία και την ιεραποστολή, την καρδιά δηλαδή της Εκκλησίας. Ένα
καίριο ερώτημα που απασχολεί όσους είναι πρόθυμοι για διάλογο με τον άλλον,
είναι, αν ένας αληθινός (κι όχι προσχηματικός) διάλογος μπορεί να σχετίζεται με
την έννοια της μαρτυρίας, ή αν, αντιθέτως, απαιτεί την εγκατάλειψη κάθε έννοιας
μαρτυρίας. Το βιβλίο, λοιπόν, δίνει εργαλεία για τη συνύφανση διαλόγου και
μαρτυρίας, και μας θυμίζει ότι καλούμαστε σε πολλαπλές ασκήσεις: Στη άσκηση να
αφουγκραζόμαστε τον βηματισμό του Θεού σε κάθε γωνιά των κόσμων του, κι όχι
μονάχα σε ό,τι συρματοπλέκουμε ως αυλή μας. Στην άσκηση να διακονούμε την
αλήθεια, κι όχι να την ενθυλακώσουμε. Στην άσκηση, να δίνουμε λόγο στον δημόσιο
χώρο, με γλώσσα που να έχει νόημα στο δημόσιο χώρο. Στην άσκηση, να θεωρούμε
χαρά και κέρδος την αδερφική αναμέτρηση – και αδερφική και αναμέτρηση.
Και τέλος, άσκηση στο να ασκούμε όλα αυτά με τον τρόπο του φτωχού και πονετικού
Χριστού. Αλλιώς, κάθε λίθος πολύτιμος, θα γίνει, στα βέβηλα χέρια μας,
λιθοβολισμός του ίδιου του Χριστού, από ζηλωτές που τον επικαλούνται, αλλά δεν
τον αντέχουν.
Επίλογος
Μια κουβέντα μόνο: Να
‘χουμε την ευχή του, να σπουδάσουμε την προδητική ματιά του και να δουλέψουμε
στο πελώριο χωράφι της ανοιχτωσιάς του – χωράφι που αφορά «πάντα τα έθνη», κάθε
άνθρωπο και όλους τους καιρούς.
—-
[1] Λεπτομερέστερη
έκθεση όσων ακολουθούν (μαζί με τεκμηρίωση πηγών και βιβλιογραφίας) βλ. στο
μελέτημά μου: «Η “γενιά του ’60” και η ιεραποστολή. Δυσπιστία, δημιουργικότητα,
αμηχανία», στο συλλογικό έργο, Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία. Η
“θεολογία του ‘60” (επιμ. Παντ. Καλαϊτζίδης, Θαν. Ν. Παπαθανασίου,
Θεόφ. Αμπατζίδης), εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2009, σσ. 13-21.
[2] Όσα ακολουθούν
είναι μέρος της παρουσίασης που έκανα και η οποία στην πληρότητά της
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύναξη 138 (2016), σσ. 98-101.
Ο
κύριος Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής
Ιεραποστολικής, Διαπολιτισμικής Χριστιανικής Μαρτυρίας και Διαλόγου, στην
Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας, Διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη».
Το κείμενό μου με τίτλο
«Αναστάσιος Γιαννουλάτος, προφήτης μιας απελευθερωτικής Ιεραποστολής»
δημοσιεύτηκε ανήμερα της κοίμησής του (25-1-2025), στον ιστότοπο της εφημερίδας "Το Βήμα".
Ωστόσο προσθέτω εδώ και τα ακόλουθα, χάριν του παντρέματος μνήμης και σπουδής:
Η φωτογραφία που αναρτώ εδώ τραβήχτηκε την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017, παραμονή των 88ων γενεθλίων του, σε χώρο του ξενοδοχείου "Κάραβελ". Λίγο πριν είχε ολοκληρωθεί η παρουσίαση του βιβλίου του, «Η ανασύσταση της ορθοδόξου αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, 1991-2016», για το οποίο μίλησα μετά από δική του πρόσκληση. Η φωτογραφία αποτύπωσε την στιγμή που η Ελένη κι εγώ τον αποχαιρετούμε, βράδυ πια, μετά από απλό δείπνο που είχε παρατεθεί, με λίγους συνδαιτυμόνες.
Τον Αναστάσιο τον είχαμε πρωτοσυναντήσει κατά το ακαδημαϊκό έτος 1978-79, όταν φοιτούσαμε στο "Φροντιστήριο Υποψηφίων Κατηχητών" της Αποστολικής Διακονίας, της οποίας ο Αναστάσιος (ως επίσκοπος Ανδρούσης τότε) ήταν Γενικός Διευθυντής. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1978 οι σπουδαστές του "Φροντιστηρίου" πήραμε από τα χέρια του μια Καινή Διαθήκη, την οποία και έχουμε -κατασημειωμένη- ακόμη. Ήμασταν δευτεροετείς φοιτητές της Νομικής Σχολής αμφότεροι...
Κατόπιν, πέρα από την φοίτησή μου στην Θεολογική Σχολή μετά την Νομική, συνδεθήκαμε λόγω του προσανατολισμού μου στο πεδίο της Ιεραποστολικής. Ο Αναστάσιος ήταν μέλος της πενταμελούς επιτροπής η οποία έκρινε την διδακτορική διατριβή μου το 1991, με επιβλέποντα τον δάσκαλό μου Ηλία Βουλγαράκη, καθηγητή Ιεραποστολικής (+ 1999). Έκτοτε διατηρήσαμε επικοινωνία με διάφορες αφορμές (την ατελέσφορη ιδέα για κέντρο ιεραποστολικών μελετών, αφιερώματα της "Σύναξης", την Σύνοδο του 2016 στο Κολυμπάρι, την πρόσκλησή του να παρουσιάσω την «Συνύπαρξή» του (εκδ. Αρμός) στην Στοά του Βιβλίου 17-1-2016, κλπ).
Τα σημειώνω αυτά (όπως κι αυτά που ακολουθούν), όχι για να ψηλώσω τάχα από το δικό του μπόι, αλλά για να πω ότι η ειλικρινής μαθητεία σε μια εμβληματική προσωπικότητα που οδοποίησε και δίδαξε, εμπεριέχει (οφείλει να εμπεριέχει) και την εργώδη σ π ο υ δ ή . Εκτός λοιπόν από μελετήματα που εκπόνησα ο ίδιος, ιδίως από το 2001 (ένα χνάρι τους αποτυπώνεται στο προαναφερθέν δημοσίευμά μου στο "Βήμα"), προσπάθησα να καλώ και νεότερους -φοιτητές και φοιτήτριές μου- στην μελέτη της θεολογίας και του έργου του. Επέβλεψα λοιπόν την εκπόνηση των παρακάτω εργασιών, οι συγγραφείς των οποίων έχουν -καθένας με τον τρόπο του- μερδικό στην μελέτη και την διαμόρφωση στοχαστική θεολογικής ματιάς (τις μνημονεύω από την παλαιότερη ως την πλέον πρόσφατη - περσινή).
- 2006, πτυχιακή εργασία του π. Ειρηναίου Νάκου, «Η ιεραποστολική θεολογία του Αναστασίου Γιαννουλάτου, αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας» (στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών).
- 2014, διπλωματική εργασία της Ελευθερίας Πιπέρα, «Η ιεραποστολική θεολογία του αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστασίου Γιανουλάτου και η μαρτυρία της στο σύγχρονο κόσμο» (στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο).
- 2023, διπλωματική εργασία του π. Κήρυκου Φαράκλα, «Η "λειτουργία μετά τη Λειτουργία" στη θεολογία και το έργο του Αναστασίου Γιαννουλάτου, Aρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας» (στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο).
- 2023, διπλωματική εργασία της Αθηνάς Κριθαριώτη, «Ιεραποστολή και Θεολογία των Θρησκειών: Χριστιανισμός και Θρησκείες στη θεολογική σκέψη του Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστασίου Γιαννουλάτου» (στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο).
Επίσης, το 2015, με επιβλέπουσα την γερή φίλη Ελένη Κασσελούρη συμμετείχα στην κρίση της διπλωματικής εργασίας της Αικατερίνης Κυριάζου, «Ευαγγέλιο και πολιτισμός στη ζωή και το έργο του Αναστασίου, αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας» (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο).
[Κείμενα αντίστοιχα των εργασιών της Ελευθερίας Πιπέρα, της Αικατερίνης Κυριάζου και της Αθηνάς Κριθαριώτη δημοσιεύτηκαν κατόπιν σε τεύχη της "Σύναξης": στο 144 (2017) των δύο πρώτων, στο 171 (2023) της τρίτης].
Μελέτες για τον Αναστάσιο έχουν, φυσικά, δημοσιευτεί πολλές. Φρονώ ότι χρειάζεται κι άλλη σπουδή, ιδίως για τα τελευταία χρόνια. Πάντα με καρδιά ευγνωμονούσα, με ματιά καθαρή και με θεολογία στοχαστική.
ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ / 25-1-2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου