Ο Άγιος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος, ήταν ένας από τους δώδεκα αποστόλους και αδελφός του αποστόλου Πέτρου. Κατάγονταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιοι του Ιωνά. Όπως o πατέρας τους, έτσι και οι δύο αδελφοί είχαν ως απασχόληση την αλιεία, την οποία ασκούσαν στη δυτική όχθη της λίμνης της Τιβεριάδας. Και οι δύο αδελφοί είχαν θρησκευτικές αναζητήσεις, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι είχαν ενταχθεί στον κύκλο των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου, από τον οποίο γνώρισε για πρώτη φορά ο Ανδρέας τον Ιησού Χριστό. Όταν, μετά το βάπτισμα, o Ιωάννης ο Πρόδρομος είδε τον Χριστό, είπε στους ευρισκόμενους πλησίον του Ανδρέα και Ιωάννη: «Ίδε ο αμνός του Θεού». Αυτοί ήταν οι πρώτοι που ακολούθησαν τον Χριστό, με την πρόθεση να συνομιλήσουν και όχι να γίνουν μαθητές του (Ιω. 1, 39-41). Την επόμενη ημέρα ο Ανδρέας οδήγησε στον Χριστό και τον αδελφό του Πέτρο, όπως αργότερα τον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ. Οι συναντήσεις όμως αυτές δεν συνδέονται με την κλήση του Ανδρέα στο αποστολικό έργο, γιατί ο Χριστός άρχισε τη δημόσια δράση του μετά τη σύλληψη και τη φυλάκιση τoυ Ιωάννου του Προδρόμου. Τότε ο Χριστός κάλεσε στο έργο τους αδελφούς Ανδρέα και Πέτρο, που βρίσκονταν στη λίμνη, λέγοντας: «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. 4,18 Μαρκ. 1,16 Λουκ. 5, 1-11).
Οι πληροφορίες των Ευαγγελίων για τον Ανδρέα είναι ελάχιστες (Μάρκ.1, 29. Ιω.1, 3.6, 5-9 12, 20-23 κ.α.). Στους καταλόγους των μαθητών του Χριστού (Ματθ.10,2. Μαρκ. 3,14 Λουκ. 6,12. Πράξ. Αποστ. 1,13) o Ανδρέας άλλοτε αναφέρεται αμέσως μετά τον Πέτρο (Ματθ.10,2. Λουκ. 6,14) και άλλοτε μετά τον στενό κύκλο των μαθητών του Χριστού, δηλαδή μετά από τους Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο (Μάρκ. 3,18. Πράξ. Αποστ.1,13), πάντοτε όμως μεταξύ των κυριοτέρων αποστόλων. Ο στενός αυτός κύκλος των τεσσάρων μαθητών, που ήταν δύο ζεύγη αδελφών (Ανδρέας-Πέτρος, Ιάκωβος-Ιωάννης), δεν είναι άσχετος προς την προτεραιότητα της κλήσης τους στο αποστολικό αξίωμα, στο οποίο ο Ανδρέας πρώτος κλήθηκε (Πρωτόκλητος). H τελευταία μνεία του Ανδρέα στην Καινή Διαθήκη είναι η μαρτυρία των Πράξεων Αποστόλων (1,13-14), σύμφωνα με την οποία, οι έντεκα μαθητές παρέμεναν συγκεντρωμένοι σε υπερώο της Ιερουσαλήμ μετά την Ανάληψη του Χριστού «προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή συν γυναιξί και Μαριάμ τη μητρί του Ιησού και συν τοις αδελφοίς αυτού».
Η έλλειψη κάθε πληροφορίας στις Πράξεις Αποστόλων για το αποστολικό έργο του Ανδρέα μετά την Πεντηκοστή δεν είναι άσχετη προς τον σκοπό των Πράξεων, που έδωσαν προτεραιότητα στη διάδοση του Ευαγγελίου από τα Ιεροσόλυμα μέχρι τη Ρώμη και στο έργο των αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η παρακολούθηση της δράσης του Ανδρέα είναι δυνατή μόνο με βάση τα απόκρυφα Ευαγγέλιο, Πράξεις και Μαρτύρια.
Το Ευαγγέλιον Ανδρέου έχει σήμερα χαθεί, αλλά είναι βέβαιο ότι προερχόταν από τους κύκλους των Γνωστικών και είχε ανάλογο περιεχόμενο με τις απόκρυφες Πράξεις. Οι απόκρυφες επίσης Πράξεις και μαρτύριον του αγίου αποστόλου Ανδρέου, συντάχθηκαν από τον Γνωστικό Λεύκιο και περιέχουν με μυθιστορηματικό τρόπο τη δράση του πρωτοκλήτου αποστόλου. Η σύνθεση μυθικών και πραγματικών γεγονότων δυσχεραίνει την ιστορική κριτική (Lipsius, Apokryphen Apostelgeschichten, τομ. lος, σ.543 κ.εξ.). Στο έργο αυτό περιέχεται και η εγκύκλιος των πρεσβυτέρων της Αχαΐας για τον θάνατο του αγίου Ανδρέα. Σημαντικές είναι και οι Πράξεις Ανδρέα και Ματθαίου εις την πόλιν των ανθρωποφάγων γιατί σ' αυτές στηρίχθηκε ο συγγραφέας του l0ου αιώνα για τη συγγραφή του έργου Περί του Βίου, των πράξεων και της τελευτής του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου. Οι απόκρυφες αυτές παραδόσεις αξιοποιήθηκαν και από εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ο Ωριγένης αναφέρει ότι o Ανδρέας κήρυξε στη Σκυθία, η οποία απλωνόταν και στη Νότια Ρωσία, γι' αυτό και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η παράδοση για τη σύνδεση του χριστιανισμού της Ρωσίας με τον πρωτόκλητο των αποστόλων. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος (PG 20, 216) διέσωσε την πληροφορία αυτή. Ωστόσο, εκκλησιαστικοί συγγραφείς του 4ου αιώνα τονίζουν την αποστολική δράση του Ανδρέα στην Ελλάδα. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αναφέρει τη δράση του στην Ήπειρο (PG 36, 228). Ο Ιερώνυμος, σε επιστολή του προς Μαρκέλλαν (Epist., 59) τονίζει τη δράση και το μαρτύριο του στην Aχαΐα, όπως και ο Gaudentius της Βρεσκίας (PL 20, 963) και ο Θεοδώρητος Κύρου (PG 80,1805). Ο Βασίλειος Σελευκείας συνδυάζει και τις δύο παραδόσεις, τονίζοντας ότι ο Ανδρέας, μετά τη δράση του στη Σκυθία, κήρυξε στη Θράκη και την Ελλάδα (PG 28, 1108). Τη δράση του Ανδρέα στην Aχαΐα, προβάλλει και το έργο του Γρηγορίου Τουρ, Liber de miracυlis beati Andreae apostoli, που άντλησε από τα απόκρυφα και τον Ιερώνυμο (εκδ. Μ. Bommet, Scriptores rerum merovingranum, τομ. lος, 1883, 826-846). Οι παραδόσεις αυτές αναπτύχθηκαν από τους μεταγενέστερους (Ψευδο-Επιφάνιος, PG 120, 216-260. Ψευδο-Δωρόθεος Τύρου, PG 92, 1062-1072 Συναξάριον Εκκλ. Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος Κάλλιστος, PG 145, 800 κ.εξ.).
Ιδιαίτερη σημασία απέκτησε η παράδοση για τη δράση του αποστόλου Ανδρέα, μετά τη Σκυθία (δηλ. Αλανία, Ζηκχία και Ταυρική), στην Ελλάδα και ειδικότερα σχετικά με την ίδρυση της εκκλησίας του Βυζαντίου και τη χειροτονία σ' αυτήν ως επισκόπου του Στάχυ, ενός από τους εβδομήκοντα μαθητές του Χριστού: «και προς τινα χώραν καλουμένην Αργυρόπολιν καταλαβών και εκείσε εκκλησίαν δειμάμενος, τον ένα των εβδομήκοντα μαθητών Στάχυν ονόματι,... χειροτονήσας του Βυζαντίου επίσκοπον... Διελθών δέ την Θεσσαλίαν και Ελλάδα... μέτεισι προς την Αχαΐαν,». Η παράδοση αυτή για την ίδρυση της Εκκλησίας και τη χειροτονία επισκόπου της πόλης του Βυζαντίου, όπου κτίστηκε αργότερα η Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιήθηκε με ιδιαίτερη έμφαση από τα τέλη του 6ου αιώνα για την προβολή της αποστολικότητας του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως στη διαμάχη του με τη Ρώμη (F. Drornik, The idea of Apostolicity in Byzantium and the Legend of the Apostle Andrew, 1958).
Σημαντική απέκτησε σπουδαιότητα και η παράδοση για τη δράση και τη σταύρωση του Ανδρέα στην Πάτρα, μετά την προσέλκυση στον χριστιανισμό της Μαξιμίλλας, συζύγου του Ρωμαίου ανθυπάτου Αιγεάτη. Το λείψανο του, που ενταφιάστηκε από τη Μαξιμίλλα και τον επίσκοπο Στρατοκλή, διακομίστηκε το 357 στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων. Κατά τους παλαιολόγειους όμως χρόνους αναφέρεται η φύλαξη της κάρας στην Πάτρα μέχρι το 1460, οπότε ο δεσπότης του Μορέως Θωμάς Παλαιολόγος τη μετέφερε στη Ρώμη. Η σύνδεση αυτή του Ανδρέα με την Πάτρα εξηγεί την ιδιαίτερη τιμή που αποδίδει η πόλη στον πολιούχο της.
Αξιόλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι δεσμοί της Σικελίας με τον απόστολο Ανδρέα, που οφείλονται σε μεταφορά λειψάνων του κατά τον 4ο ή τον 6ο και τον 9ο ακόμη αιώνα. Είναι γεγονός ότι κατά τον 11ο αιώνα υπήρχαν πολλοί ναοί στη Σικελία αφιερωμένοι στον απόστολο Ανδρέα, που θεωρήθηκε προστάτης της χώρας, ενώ ο σταυρός του Ανδρέα σε σχήμα Χ καθιερώθηκε ως εθνικό έμβλημα.
1 σχόλιο:
Πάντως ας σημειωθεί ότι ό,τι περιέχουν τα απόκρυφα ευαγγέλια δεν είναι για πέταμα. Το κριτήριο αν κάτι που περιέχουν τα απόκρυφα είναι σωστό ή όχι είναι αν το αποδέχονται στην πλειονότητά τους οι πατέρες ή όχι, πράγμα που δηλώνει ότι αποτελεί πίστη της Εκκλησίας. Έτσι για παράδειγμα η αναφορά των πρεσβυτέρων για το μαρτύριο του αποστόλου από όσο το έχω προσωπικά συζητήσει με τον ηγούμενο της Ι. Μ. Χρυσοποδαριτίσης Νεζερών π. Νικόδημο Μπαρούση θεωρείται έγκυρο έργο δηλαδή πίστη της Εκκλησίας για το μαρτύριο του Αποστόλου παρ΄ ότι υπάρχει μέσα σε απόκρυφο κείμενο, όπως μας φανερώνει ο κ. Φειδάς. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι τα γεγονότα έγιναν ακριβώς έτσι, αλλά ότι το κείμενο κατά κάποιο τρόπο αποτελεί μιά περίληψη ή μια ελεύθερη (ίσως και λίγο ποιητική) απόδοση του τι έγινε τότε και απ΄ αυτήν την άποψη είναι αξιόπιστο και με τέτοια θεώρηση θα πρέπει να εξετάζεται.
Δημοσίευση σχολίου