ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ- ΑΦΡΟΣΥΝΗ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ προχωρεί προς το πάθος και ομιλεί προς τον λαό για την ώρα της Κρίσης, όταν ο Ίδιος θα υπερασπισθεί μπροστά στους Αγγέλους του Θεού εκείνον που θα έχει τη δύναμη να Τον ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους.
Κάποιος από το πλήθος έχοντας παχυλή άγνοια ως προς πρόσωπο και το έργο του Χριστού, θέλησε να εκμεταλλευτεί την μεσιτεία, τη διαμεσολάβηση του Ιησού, όχι μόνο στο μέλλον αλλά και εδώ.
Προκαλεί τον διδάσκαλο να παρέμβει προκειμένου ο αδελφός του να μην τον αδικήσει στο μοίρασμα της πατρικής κληρονομιάς. Ο Χριστός αρνείται να αναλάβει το ρόλο που προσπάθησε χωρίς επιτυχία κάποτε να παίξει ο Μωυσής. Γνωρίζει ότι ήλθε να οδηγήσει τα πλήθη σε μια άλλη διαφορετική γη της επαγγελίας και ελευθερίας. Γι’ αυτό και απευθυνόμενος προς τον όχλο που είχε μάθει παιδιόθεν να συναρτά την ευσέβεια με την ευημερία, τονίζει: Να προσέχετε και να φυλάγεσθε από κάθε πλεονεξία, γιατί η μακροζωία και η ευτυχία δεν εξαρτάται από το έχειν, από τα υπάρχοντα .
Στη συνέχεια ακολουθεί μια παραβολή που έχει σχέση με τα καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων της Γαλιλαίας. Ειδικότερα ένας άνθρωπος ήδη πλούσιος, είδε τη γη του να καρποφορεί και να ευφορεί. Η επιτυχία ήταν μεγάλη, όταν διαπίστωσε ότι όχι μόνο ένα κτήμα , αλλά ολόκληρη η χώρα έσφυζε από παραγωγή σιταριού και άλλων αγαθών. Μέχρι αυτού του σημείου ο μεγάλος αυτός γαιοκτήμονας δεν φαίνεται ούτε έχει προγραμματίσει ούτε να έχει συμβάλλει σε αυτό το γεγονός. Δεν περιγράφεται ούτε η σπορά από τα χέρια του ούτε η φροντίδα της γης με τον ιδρώτα του ούτε κάποιο άλλο στοιχείο που να προδίδει τη δική του συμπεριφορά στο ανέλπιστο αυτό αποτέλεσμα.
Οι ακροατές του Χριστού γνώριζαν πολύ καλά ότι η γεωργία, μόνη απ’ όλες τις ανθρώπινες ασχολίες, εξαρτάται από παράγοντες αστάθμητους, τους οποίους μόνον ο Θεός μπορεί να ελέγξει. Ιδιαίτερα μάλιστα στην εύφορη Γαλιλαία, οι γαιοκτήμονες συνήθως διέμεναν στις πόλεις απολαμβάνοντας τις ανέσεις τους και τις περιουσίες τις συντηρούσαν δουλοπάροικοι εργάτες έναντι μικρής αμοιβής.
Η πρώτη αντίδραση του σημερινού πλούσιου της σημερινής παραβολής στη μη αναμενόμενη ευφορία δεν είναι ούτε η δοξολογία του Θεού ούτε κάποια προσφορά των απαρχών στο Ναό, ούτε η επιβράβευση των καλλιεργητών των χωραφιών του, ούτε η ελεημοσύνη των φτωχών, έστω για την υστεροφημία του, ούτε η ικανοποίηση, η χαρά για την καρποφορία της γης του. Όλοι και όλα παραγνωρίζονται και μπροστά στην αγωνία του για το τι θα γίνει αύριο. Πριν ακόμη θερίσει τους καρπούς του αποσύρεται στον εαυτό του και κουβεντιάζει μόνον μ’ αυτόν, αποφεύγοντας ακόμη και αυτή τη συμβολή της οικογένειας και των φίλων του.
Καθώς σκέπτεται ότι ήρθε η ώρα για να κάνει κι’ αυτός κάτι για να δικαιώσει την ύπαρξη του, αυθυποβάλλεται σ’ ένα ερώτημα το οποίο συνήθως ακούγεται από το στόμα των φτωχών: « τι ποιήσω, ότι ουκ έχω…;». Δηλ. ενώ διαθέτει ολόκληρη χώρα απέραντες εκτάσεις συνειδητοποιεί ότι δεν έχει χώρο ν’ αποθηκεύσει τα αγαθά του. Είναι σίγουρο, ότι όλο αυτό το άγχος αποτελεί προβολή προς τα έξω της στενοχώριας και της στειρότητας της ύπαρξης του, που βρίσκεται σε αντίστροφη αναλογία προς την γενναιοδωρία του Θεού και της γης.
Πλούσιος κατά τους πατέρες δεν είναι αυτός που έχει, αλλά αυτός που νομίζει, ότι έχει πολλά. Και πτωχός δεν είναι αυτός που δεν έχει, αλλά εκείνος που νομίζει ότι δεν έχει αγαθά. Και ο συγκεκριμένος πρωταγωνιστής της παραβολής δεν μπορεί να ζήσει το τώρα όχι γιατί δεν έχει αποθήκες κλειστές, αλλά γιατί δεν έχει νου και καρδιά ανοιχτή προς τον Θεό και τους ανθρώπους.
Προφανώς δεν είχε χρόνο ν ’ανοίξει τις Γραφές και να διδαχθεί από όλους τους πλούσιους πατριάρχες που το όνομα τους έμεινε στον αιώνα, γιατί σκόρπισαν και έδωκαν τοις πένισιν, αποκτώντας για τον εαυτό τους μόνο ένα κομμάτι γης που προορίζονταν γι τον τάφο τους.
Χρησιμοποιώντας από το ένα μέρος συνεχώς την κτητική αντωνυμία « μου» και από το άλλη τον σύνδεσμο « και», θέλει να κατοχυρώσει τα γεννήματα του, και τα αγαθά του, και τελικά….την ψυχή του, κτίζοντας αποθήκες για να στοιβάξει εκεί τα αγαθά, αυτά που ο Θεός τα πρόσφερε για να τα διαθέσει για τις ανάγκες των πενήτων.
Δεν ξεχνά μόνο το γεγονός, ότι κι’ αυτές θα χρειασθεί ο ίδιος να τις γκρεμίσει, Αγνοεί ακόμα και το αυτονόητο, ότι δηλ. ο ίδιος ο καρπός τοποθετημένος στις αποθήκες κινδυνεύει να καταστραφεί από τα ζιζάνια και τη σήψη, καθώς ό,τι γεννά η γη , αν δεν ζυμωθεί σε όλη την πλάση, πεθαίνει.
ΟΙ Παροιμίες του Σολομώντα αναφέρουν : « η θάλασσα γνωρίζει τα όρια της και η νύχτα τη διάρκεια της, ο άνθρωπος δυστυχώς αγνοεί τα όρια του». Και αυτή είναι η τραγωδία του άφρονα πλούσιου της παραβολής. Προσπαθεί να ικανοποιήσει τη δίψα του, τη λαχτάρα του για αιώνια ζωή με υλικά αγαθά, τα οποία από τη φύση τους δεν είναι προορισμένα να κείτονται ούτε να παραμένουν εις έτη πολλά. « ψυχή έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά ,αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Συναρτά την ευφροσύνη του από το αναπαύου, φάγε, πίε, λησμονώντας ότι κάθε άνθρωπος με τον τρόπο αυτό δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επιταχύνει το θάνατο του.
Και ξαφνικά στο προσκήνιο της αφήγησης προβάλλει ο Θεός που με μια Του διαπίστωση κι’ ένα ερώτημα γκρεμίζεται το ίνδαλμα, τα είδωλα και τα όνειρα του και τον φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με την φθαρτότητα της ύπαρξης του.
Για τον απλό λαό ο πλούσιος ήταν ένας έξυπνος επιχειρηματίας που προγραμμάτιζε ορθολογικά το μέλλον του, και ο Θεός που παραχώρησε την άνιση κατανομή των αγαθών, ο μεγάλος απών από την ιστορία.
Στην παραβολή όμως αυτή αποκαλύπτεται, ότι ο πλούσιος είναι άφρων και ο Θεός είναι παρών. Η πρώτη λέξη του Θεού προς τον πλούσιο μας εκπλήσσει. Περιέχει ένα στερητικό με άλφα κεφαλαίο: Άφρων. Ευφροσύνη αναζητά ο πλούσιος, για αφροσύνη τον κατηγορεί ο Θεός. Στον ψαλμό 13 άφρων θεωρείται εκείνος που δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού. Θεωρητικά βέβαια πουθενά ο πλούσιος της παραβολής δεν αμφισβητεί ότι κάπου υπάρχει κάποιος Θεός. Ουσιαστικά όμως ενεργεί χωρίς να επιτρέπει σ’ αυτόν τον Θεό, που είναι η πηγή της ζωής να επεμβαίνει και να καθορίζει την ζωή του. Είναι άφρων γιατί ξεχνά ότι κάθε ασφάλεια ζωής αποτελεί μια επί πλέον διαβεβαίωση της ανασφάλειας και της αγωνίας του θανάτου.
Και ενώ αυτός σχεδιάζει την ευημερία του για έτη πολλά, ο Θεός του λέγει ως καταληκτικό ον που είναι, είναι αναλώσιμη και μάλιστα τώρα. Αυτή τη νύχτα πρέπει να παραδώσει την ψυχή του. Η νύχτα είχε ήδη απλωθεί γύρω του και μέσα του. Ο άφρων έχει μόνος βυθισθεί στο σκοτάδι. Ζει την κόλαση του. Ο Θεός έρχεται απλά να του αποκαλύψει την πραγματικότητα. Εκείνο που εντυπωσιάζει δεν είναι ότι ο Θεός ζητά την ψυχή του, αλλά ότι την απαιτούν άλλοι τους οποίους δεν κατονομάζει : « την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου…». Ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι; Οι δαίμονες; «Υποκύπτει» ο Θεός στην απαίτηση του διαβόλου, όπως έγινε στην περίπτωση του πολύπαθου Ιώβ;.
Ο ψαλμός 48 μας προσφέρει μια εναλλακτική απάντηση . Παρομοιάζει τους πλούσιους που έχουν την ψευδαίσθηση ότι θα διαιωνίσουν το όνομα τους με τα πλούτη τους, με εκείνα τα πρόβατα, που ενώ οδηγούνται στην σφαγή, εκείνα ανυποψίαστα κοιτάνε το χορτάρι. Έτσι και οι άφρονες πλούσιοι οδηγούνται στον Άδη, όπου διαπιστώνουν ότι οι κριτές είναι οι δίκαιοι τους οποίους αδίκησαν και εξευτέλισαν
Το αμείλικτο ερώτημα « α δε ητοίμασας τίνι έσται», παραμένει αναπάντητο, γιατί προφανώς δεν είχε καιρό μετάνοιας. Η απάντηση εναπόκειται σε καθέναν από μας που αυταπατάται από την Κίρκη της ευδαιμονίας και το σύνθημα: « ψυχή έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά, αναπαύου, φάγε, ,πίε, ευφραίνου».
Η απάντηση δεν βρίσκεται σ’ αυτά που έχει κανείς , αλλά σ’ αυτό που είναι ή μάλλον σ’ αυτό που μπορεί να γίνει αν μάθει μέσα στην Εκκλησία πώς να τρώει, να πίνει και να συν- χωρεί στην ίδια τράπεζα με τον Θεό και τους αδελφούς του, γιατί αύριο θα πεθάνει, αλλά θα ζήσει αιώνια.
Καλή Κυριακή.
π.Γ.Στ.
1 σχόλιο:
Πολύ καλή ανάλυση.
Με βάθος θεολογικό.
Δημοσίευση σχολίου