Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Τό τέλος ἑνός ἐπωνύμου


Τό χέρι του ἔτρεμε. Ἴσα πού κράταγε τό ποτήρι μέ τό κρασί. Ἔνιωθε τήν ψυχή του νά φτερουγίζει περίεργα. Ἦ­ρθε ἡ νοσοκόμα και τοῦ ἄφησε στό κομοδίνο μια χοῦφτα φάρμακα. Κούνησε τό κεφάλι του και τήν εὐχαρίστησε.  Ἔπρεπε νά κάνει γρήγορα. Νά φάει, ὅπως πάντα, τό ἄνοστο φαγητό τοῦ Οἴκου Εὐγηρίας καί ν᾽ ἀρχίσει νά κατεβάζει ἕνα ἕνα τά φάρμακα. Σέ μισή ὥρα ἔπρεπε νά ἔχει τελειώσει καί νά ξαναβάλει τή μάσκα τοῦ ὀξυγόνου. Ἄν δέν τήν ἔβαζε, θά ἔνιωθε ἔντονη ἀναπνευστική δυσφορία. Ἔνιωθε σάν τό ψάρι ἔξω ἀπό τό νερό.  Κοίταξε ἀπό τό παράθυρο τό δρομάκι πού ὁδηγεῖ στή «Μονάδα Περίθαλψης Ἡλικιωμενων» - ὅπως συνήθιζαν νά χαρακτηρίζουν «τήν φυλακή αὐτή» τῶν ἀπόκληρων τῆς ζωῆς- μήπως καί φανεῖ κανένας παλιός του φίλος ἤ θαυμαστής, ἀπό ἐκείνους τούς ἐκατοντάδες πού τόν περιτριγύριζαν ἄλλοτε καί στριμώγνονταν νά τοῦ ζητήσουν ἕνα αὐτόγραφο μέ τή φωτογραφία του. Μάταια! Ὅλοι τους εἶχαν ἐξαφανιστεῖ.
Ὁ μοναδικός φίλος του πού τόν επισκεπτόταν ἀνελλιπῶς, ἦταν ὁ Ἰάσωνας, ἕνα χρόνο μικρότερός του. Ἀλλά τί νά σοῦ κάνει κι αὐτός! Ἔμενε μακριά καί εἶχε νά νοιαστεῖ τή γυναίκα του καί τά δυό του παιδιά. Παράλληλα δούλευε ὥσπου νά βγάλει μιά ψωροσύνταξη ἀπό τό κράτος. Πάλι καλά πού δέν τόν εἶχε ξεχάσει κι ὁ Ἰάσωνας -σκεφτόταν ὁ Πέτρος- ὁ ἄλλοτε διάσημος τραγουδιστής καί κωμικός. Πέρασαν πολλά λεφτά από τα χέρια του Πέτρου, ἀλλά ἔκανε σπάταλη καί ἄσωτη ζωή. Κάπνιζε ἀρειμανίως καί αὐτό τό πάθος ἦταν πού τόν εἶχε ἀχρηστέψει ἀπό τά 65 του χρόνια. ῞Οσο εἶχε μπόλικο παραδάκι, ὅλοι τόν ἐκμεταλλεύονταν. Ὅταν τοῦ ζητοῦσαν διάφορα μικρά ἤ μεγάλα χρηματικά ποσά, ἐκεῖνος τούς τά ἔδινε ἁπλόχερα. ῾Η ἀλήθεια ἦταν ὅτι ἦταν πονετικός καί δέν μποροῦσε νά πεῖ ὄχι σέ κανέναν ἄνθρωπο.  Κάποτε ὅμως τά φῶτα τῆς ράμπας ἔπεσαν. Ἡ ζωή ἔχει περίεργα γυρίσματα. Ἡ φήμη του ἄρχισε νά πέφτει. Οἱ κριτικές στίς καλλιτεχνικές στῆλες πού ἄλλοτε τόν ἀποθέωναν, τώρα ἄρχισαν νά γράφουν ἀρνητικά σχόλια γιά τήν καλλιτεχνική του πορεία. Τά καλλιτεχνικά συμβόλαια ἔληγαν καί δέν ανεώνονταν. Ἡ πτώση ἄρχισε νά φαίνεται ὅλο καί πιό καθαρά.
 Τώρα πλέον ἐλάμβανε ἐλάχιστα χρήματα ἀπό τήν ἐργασία του. Σέ λίγο καιρό εἶχε «ξωφλήσει» καλλιτεχνικά. Ἄρχισε νά ζητᾶ δανεικά ἀπό φίλους καί γνωστούς. Στήν ἀρχή τοῦ ἔδωσαν μερικά μικροποσά μέ τά ὁποῖα κάλυπτε τά διάφορα μικροέξοδά του. Ὅμως ὅταν οἱ πολλαπλῶς εὐεργετηθέντες «φίλοι καί γνωστοί του» , διαπίστωναν ὅτι δέν ὑπῆρχε ἐκ τῶν πραγμάτων προοπτική νά τούς τά ἐπιστρέψει, ὅλοι τους ἔκαναν πίσω. Προφασίζονταν εὐγενικά διάφορες δικαιολογίες καί τοῦ ἀρνοῦνταν. Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι οἱ φίλοι του πού τούς εἶχε εὐεργετήσει σκανδαλωδῶς!   Ὁ Πἐτρος τότε ἀναγκάστηκε νά δώσει κοψοχρονιᾶς τό πολυτελές μάρκας  Mercedes αὐτοκίνητό του καί τή μεγάλη βίλα του στήν προνομιοῦχο Ἑκάλη τῆς Ἀττικῆς μέ τά πολλά δωμάτια, τόν μεγάλο κῆπο καί τήν πισίνα. Μέ τά χρήματα πού ἐξασφάλισε κατόρθωσε νά ζήσει στό ἵδρυμα κάπως ἀξιοπρεπῶς. Παράλληλα φρόντισε νά διορθώσει - ὅσο αὐτό ἦταν ἐφικτό- καί τήν κλονισμένη ἤδη ὑγεία του. Σιγά σιγά ὅμως κι αὐτά τά χρήματα πού ἐξασφάλισε ἀπό τίς διάφορες ἀγοροπωλησίες ἄρχισαν νά ἐλσττώνονται δραματικά. Ἀργότερα τοῦ ἦρθε κι αὐτή ἡ χρόνια ἀποφρακτική πνευμονοπάθεια πού τόν φυλάκισε γιά τά καλά στή φυλακή τοῦ γηροκομείου.
 Τώρα κάθεται ἀρκετές ὧρες στό κρεβάτι μέ τή μάσκα τοῦ ὀξυγόνου καί κοιτάζει ἀπεγνωσμένα ἀπό τό παράθυρο τοῦ μικροῦ του δωματίου μήπως καί τόν ἐπισκεφθεῖ κανένας φίλος ἤ γνωστός. Ἀλλά μάταια.  Εὐτυχῶς ὁ Ἰάσωνας - ὁ μόνος φίλος πού τοῦ ἀπέμεινε στή δυστυχία του- ἦταν τακτικός στίς ἐπισκέψεις του. Ἦταν ἡ μοναδική παρηγοριά γιά τόν Πέτρο στίς ἀπέραντες ὧρες τῆς μοναξιᾶς του. Παρηγοριόταν ἐπίσης καί μέ τήν ἀνάγνωση μιᾶς Καινῆς Διαθήκης-δῶρο τοῦ Ἰάσωνα-πού τήν διάβαζε συνήθως ὅταν ἦταν ξεκούραστος καί μποροῦσε τότε νά ἐμβαθύνει καλύτερα στά θεῖα λόγια καί νά στηριχθεῖ πνευματικά.  Εἶχε ἐπίσης καί ἕνα κομποσχοινάκι μέ τό ὁποῖο ἔλεγε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ - πού τοῦ τήν εἶχε διδάξει πάλι ὁ Ἰάσωνας- κι ἐνισχυόταν καί ἀγαλλόταν «μόνος μόνῳ Θεῷ». Προσπαθοῦσε νά διώχνει ὅλες τίς ἁμαρτωλές παραστάσεις τοῦ πρότερου ἄστατου βίου του. Ὁ χρόνος αὐτός τώρα τοῦ φαινόταν ὅτι σπαταλήθηκε ἄδικα, ὅτι ἄφησε νά περάσει ἀπό τά χέρια του μάταια μιά ὁλόκληρη ζωή. Τώρα ἤθελε νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή καί τό ἐπεδιώκε ὅσο μποροῦσε μέ τίς ἐλαττωμένες δυνάμεις πού τοῦ ἀπέμειναν. Εἶχε μάλιστα καλέσει γιά ἐξομολόγηση κάποιον ἱερέα – γνωστό τοῦ Ἰάσωνα- καί στό πετραχηλάκι του ἐναπόθεσε ὅλη τήν βρωμιά τῆς ζωῆς του: ἀπαριθμοῦσε τίς πάμπολες γυναῖκες μέ τίς ὁποῖες κατά καιρούς πέρναγε ἄσωτα τόν καιρό του, κάθε εἴδους ἀνάρμοστες διασκεδάσεις, τά συναδελφικά μαχαιρώματα καί τίς δολοπλοκίες πού χρησιμοποίησε γιά νά ἀνέλθει στό καλλιτεχνικό στερέωμα καί ὅ,τι κατά καιρούς θυμόταν ἀπό τόν ἔκλυτο βίο του. ῾Ο παπα - Ἀνάργυρος τόν συμπόνεσε πραγματικά καί ὡς καλός ποιμένας καί ἐξομολόγος καί θέλησε νά τόν στηρίζει. Νά μήν ἀποκάμει ἀπό τίς τύψεις καί νά τοῦ ἁπαλύνει τό βάρος καί τό κενό πού ἔνιωθε μέ τά πνευματικά ὅπλα πού τόσο σοφά αἰῶνες τώρα χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία μας: τήν Θεία Κοινωνία, τίς θεῖες σωτήριες συμβουλές, τήν συγχωρητικότητα γι᾽αὐτούς πού τόν ἐγκατέλειψαν ὁλοσχερῶς.  Τόν συμβούλευε ἐπίσης νά διώξει ἀπό μέσα του κάθε εἶδος «δικαιολογημένης πικρίας» καί νά τούς δικαιολογεῖ ὅλους πού τόν ἐγκατέλειψαν στίς δύσκολες ὧρες του μέ τή σκέψη ὅτι κι αὐτοί εἶναι ἄνθρωποι μέ πάθη, ἀδυναμίες καί μικρότητες.
 Ὅταν στό τέλος τῆς ἐξομολόγησης τοῦ διάβασε τήν συγχωρητική εὐχή, ἔνιωσε τήν καρδιά του νά πετάει. Χαιρόταν μέ μιά χαρά πού ποτέ δέν εἶχε νιώσει στήν ψυχούλα του. Ἄρχισε χωρίς νά τό καταλάβει νά δακρύζει καί νά φιλάει μέ σεβασμό καί τρυφερότητα ἀπό ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη τά χέρια τοῦ ἀγαθοῦ λευίτη.  Ἐγώ εἶμαι ἐδῶ, τοῦ εἶπε ὁ παπα-Ἀνάργυρος. Νά ἑτοιμαστεῖς τήν Κυριακή νά κοινωνήσεις τά Ἄχραντα μυστήρια μιᾶς καί ἔχεις ἀπό παιδί νά κοινωνήσεις. ῞Οσο γιά τό οἰκονομικό πρόβλημα πού ἀντιμετωπίζεις, θά φροντίσει καί γι᾽αὐτός ὁ καλός Θεός μας. Ἄσ᾽ το πάνω μου. Τόν χαιρέτισε πατρικά μέ πραγματική συμπόνοια κι ἔφυγε. Φεύγοντας ὁ παπα-Ἀνάργυρος σκέφτηκε τά σχετικά λόγια τοῦ Κυρίου: «Χαρά γίνεται ἀπό τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ στούς οὐρανούς γιά κάθε ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ» καί ἔφυγε γιά τό σπίτι του μέ μιά ἐσωτερική ἀνάπαυση καί χαρά πού μπόρεσε νά διακονήσει ἕναν ἐλάχιστο ἀδελφό του.  Ὁ Πέτρος ἀγαποῦσε νά μελετάει τήν περικοπή τῆς Καινῆς Διαθήκης πού ἀναφερόταν στούς Μακαρισμούς τοῦ Κυρίου καί ἰδίως τόν στίχο: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεόν ὄψονται». Ποιοί θά εἶναι ἄραγε αὐτοί «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ» πού θά δοῦν τόν Θεό; Μέ αὐτούς τούς συλλογισμούς ἀποκοιμήθηκε καί ὀνειρεύτηκε σάν σέ ταινία ὁλόκληρη τή ζωή του: τούς φανταχτερούς προβολεῖς πού ἑστιάζανε πάνω καί τόν ἔκαναν νά αἰσθάνεται σάν μικρός θεός! Τά χειροκροτήματα τῶν θαυμαστῶν του. Τήν φαινομενική ἀφοσίωση τῶν φίλων του. Καί τέλος ἕνα ἐξώγαμο παιδί του, πού τό εἶχε ἐγκαταλείψει μέ περισσή ἀπονιά καί ἤτανε γι᾽αὐτόν σάν νά μήν εἶχε ὑπάρξει ποτέ. Τήν Πέμπτη ἦρθε νά τόν ἐπισκεφτεῖ ὁ Ἰάσωνας στήν προκαθορισμένη ὥρα. Ἀπό τόν κῆπο διέκρινε τό παράθυρο τοῦ δωματίου του κλειστό. Πῆρε τόν ἀνελκυστῆρα καί καί κατευθύνθηκε στό δεύτερο ὄροφο, στό δωμάτιο πού διέμενε ὁ φίλος του. Χτύπησε δυό-τρεῖς φορές τήν πόρτα καί δέν ἔλαβε καμμία ἀπόκριση. Ἔκανε ν᾽ ἀνοίξει τήν πόρτα, μά τήν βρῆκε κλειδωμένη. Σέ λίγο συνάντησε στόν διάδρομο τή νοσοκόμα τοῦ γηροκομείου. «Ζωή σέ σᾶς», τοῦ εἶπε. «Ὁ κυρ- Πέτρος –συνέχισε κάπως σαστισμένη- πρίν δύο μέρες μᾶς ἄφησε χρόνους! Δέν εἴχαμε τό τηλέφωνό σας νά σᾶς εἰδοποιήσουμε. Ἡ κηδεία του ἔγινε στό Γ´Νεκροταφεῖο. Ἐκεῖ ἦταν μόνο ὁ παπᾶς πού ἔκανε τήν κηδεία, ὁ ψάλτης κι ἕνας ἐκπρόσωπος τοῦ Οἴκου Εὐγηρίας», πρόσθεσε μέ ἕνα θλιμμένο ὕφος ἡ νοσοκόμα.Ὁ Ἰάσωνας συγκλονισμένος ἔφυγε σχεδόν τρέχοντας. Πῆρε ἕνα ταξί καί σέ δέκα λεπτά ἦταν στό Γ´ Νεκροταφεῖο. Ρώτησε καί μέ μεγάλη δυσκολία βρῆκε τόν τάφο τοῦ φίλου του. Στόν τάφο δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα λουλούδι, οὔτε ἕνα στεφάνι.   Ἐκείνη τήν ὥρα εἶδε ἀπό μακριά τόν ἐφημέριο τοῦ κοιμητηρίου. Τόν φώναξε καί τόν παρεκάλεσε νά κάνει στόν φίλο του ἕνα τρισάγιο.   «Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου, Σῶτερ ἀνάπαυσον», ἔψελνε ὁ ἱερέας καί ὁ Ἰάσωνας πότιζε μέ τά καυτά του δάκρυα τόν φρεσκοσκαμμένο τάφο τοῦ φίλου του...
 «Ἄ, βρέ Πέτρο», ψέλισε. «Αἰωνία σου ἡ μνήμη. Καί ποῦ εἶσαι! Μή νομιζεις ὅτι τώρα θά σέ ξεχάσω. Θά σοῦ φτιάξω τόν τάφο σου καί πάνω, δίπλα στόν σταυρό, θά τοποθετήσω τήν φωτογραφία πού σοῦ ἄρεσε μέ τήν παριζιάνικη γραβάτα καί τό μπλέ κουστούμι, ὅταν ἤσουν στίς δόξες σου. Θά σοῦ ἀνάβω καί τό καντηλάκι σου καί θά τά λέμε ὅπως τόν παλιό καλό καιρό. Θά σοῦ μιλάω ἐγώ κι ἐσύ μόνο θ᾽ἀκοῦς!»  Ἦταν ἕνα γλυκό δειλινό τοῦ Φθινοπώρου. Ὁ ἥλιος μόλις εἶχε ἀρχίσει νά δύει κι ἔριχνε τίς τελευταῖες ζεστές ἀκτῖνες του στά λευκά μάρμαρα τῶν τάφων. Ὁ Ἰάσωνας πῆρε τόν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ, ἀλλά τά δάκρυά του ἀκόμα νά στερέψουν. «Τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου, Σῶτερ, ἀνάπαυσον», σιγόψαλλε καί σάν νά ἔνιωθε τήν μαύρη πέτρα τῆς θλίψης πού βάραινε τήν ψυχή του νά ἀλαφρώνει. Ὅταν ἔφτασε στό σπίτι του εἶχε ἤδη βραδιάσει. Δέν εῖπε τίποτε στήν οἰκογενειά του. Δέν ἤθελε νά βάλει οὔτε μιά μπουκιά στό στόμα του. Πῆγε στό δωμάτιό του κι ἄρχιζε νά χαζεύει τίς παλιές φωτογραφίες πού εἶχε βγάλει μέ τόν Πέτρο τόν καλό καιρό πού ζοῦσαν ξένοιαστοι, ὥσπου ἀποκοιμήθηκε.

 Στά ὄνειρά του πέρασε σάν σέ ταινία ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἀγαπημένου του φίλου...

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετική διδακτική ιστορία.

Ανώνυμος είπε...

ΒΟΒΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΗΝ ΚΛΕΒΩ Ε;

Ανώνυμος είπε...

Πω πω εξαιρετική.
Αυτά να διαβάζουν όλοι οι και Καλά διάσημοι που κάποια μέρα τα φώτα θα πέσουν όλοι Θα εξαφανιστούν και τότε θα μείνουν μόνοι χωρίς κανέναν άνθρωπο που κάποτε τους κόλακευαν. κανείς. Όλοι θα εξαφανιστούν.
Όλοι.