Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Κλήση των Μαθητών) Ευαγγέλιο: Μτθ. 4, 18- 23


                                         ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ



          Εν ολίγοις



          Το έργο της Εκκλησίας εν πολλοίς στηρίχθηκε «επί των θεμελίων των Αποστόλων». Αυτοί με τον ιεραποστολικό τους ζήλο, με την αγάπη τους για τον Χριστό  την ανάπτυξη  του κηρύγματος και την οργάνωση του χριστιανισμού έθεσαν τα θεμέλια της στερέωσης της Εκκλησίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

          Η σημερινή ευαγγελική διήγηση μας δίνει τα περιστατικά της κλήσεως στο αποστολικό λειτούργημα των τεσσάρων πρώτων μαθητών Του, που επαγγελματικά ανήκαν στην τάξη των ψαράδων. Πριν κληθούν ν’ ακολουθήσουν τον Χριστό ήταν αλιείς ψαράδες και οι τέσσερεις.

          Φαίνεται, ότι αυτό δεν ήταν συμπτωματικό, γιατί δείχνει ως προϋπήρχε γνωριμία, λες και οι μαθητές περίμεναν αυτή την πρόσκληση. Δεν μπορούμε ν’ αμφισβητήσουμε όμως πως ο ευαγγελιστής Ματθαίος μας δίνει ένα παράδειγμα ανταπόκρισης στην πρόσκληση του Χριστού για κάποιο υψηλό λειτούργημα στην Εκκλησία.

          Οι πρώτοι στους οποίους απευθύνεται  είναι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, γνήσιοι, αληθινοί και ανεπιτήδευτοι, αν και με διαφορετική ιδιοσυγκρασία μεταξύ τους.

          Ο Θεός μας καλεί στην ύπαρξη, γιατί μας αγαπά, γι’ αυτό και μας γνωρίζει, πριν ακόμη μας φέρει στη ζωή. Ο Λόγος του Θεού δεν μας καλεί στην ύπαρξη για να γεννηθούμε και να πεθάνουμε, αλλά για να ζήσουμε και να σωθούμε. Η κλήση του Χριστού στο γεγονός της Εκκλησίας  είναι ένα μυστήριο του θελήματος και της πρόγνωσης του Θεού. «Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς». Δεν με διαλέξατε εσείς, αλλά εγώ σας διάλεξα. Αυτό το κάλεσμα απευθύνεται στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και με διαφορετικό τρόπο, αλλά με κοινό σκοπό τη βασιλεία του Θεού.

          Όταν ο Θεός μας διαλέγει και μας εκλέγει, όταν μας καλεί, σέβεται την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητας  μας. Δεν παραβλέπει το γεγονός, ότι ο καθένας μας είναι μοναδικός. Γι’ αυτό και δεν καταργεί την ελευθερία μας, δεν μας ισοπεδώνει και δεν μας εξισώνει, γιατί η χάρη του Θεού δεν κατασκευάζει αγίους καρμπόν.

          Μέσα στο μυστήριο της Εκκλησίας καλούμαστε να χωρέσουμε όλοι, πρόσχαροι και σοβαροί, επιεικείς και αυστηροί, ευαίσθητοι και δυναμικοί, όποιοι κι αν είμαστε, όποιοι κι αν είναι οι άλλοι, οι διαφορετικοί από μας. Οι μαθητές του Χριστού δέχτηκαν την πρόσκληση του αυθόρμητα. Γιατί; Επειδή ήταν καλοπροαίρετοι άνθρωποι. Η αντάποκρισή τους στην πρόσκλησή Του ήταν μια πράξη υπακοής. Εμπιστεύτηκαν τον Χριστό και παραδόθηκαν στο θέλημά Του και στην αγάπη Του. Η κλήση του Θεού είναι πάντα βαθειά προσωπική. Αγγίζει το κέντρο της ύπαρξής μας. Ο λόγος του Χριστού δεν είναι μια ακατανόητη. Υψηλή και βερμπαλιστική θεολογία, η οποία πολλές φορές τον παραμορφώνει και τον κακοποιεί.

          Ο λόγος του Θεού έχει πάντοτε μια αμεσότητα με τη ζωή μας και τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων, όπως αναφέρει το ευαγγέλιο πολλές φορές. Λ. χ. στη Σαμαρείτιδα που πήγε για νερό στο πηγάδι κάνει λόγο για το «ύδωρ το ζων». Στους αλιείς που τους απασχολεί η εργασία τους, τους μιλά για παράδοξη και θαυμαστή αλιεία.

          «Οι δε αφέντες άπαντα ηκολούθησαν τον Χριστό. Εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν τον Χριστό. Δεν ήταν δεμένοι με τίποτε και με κανέναν στον κόσμο. Δεν ήταν δεμένοι με τίποτε και με κανέναν στον κόσμο, τόσο δεμένοι όσο μπόρεσαν να δεθούν με τον χριστό και να παραδοθούν στην αγάπη Του. Γι’ αυτό όποιος ακολουθεί τον Χριστό δεν στέκεται μακριά Του, αλλά απελευθερώνεται από κάθε δέσμευση με πρόσωπα και πράγματα και καταστάσεις και ζει μια καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει την εσωτερική ελευθερία που προέρχεται από την ακλόνητη πίστη, ότι έχει βρει την αλήθεια που ελευθερώνει από όλα όσα καθημερινά μας σταυρώνουν.

          Όσο ωριμάζουμε και ολοκληρωνόμαστε εσωτερικά συνειδητοποιούμε, ότι η ελευθερία την οποία ο κόσμος προβάλλει ως βασικό σύνθημα, είναι εξωτερική, σχετική και περιορισμένη. Γιατί είμαστε αιχμάλωτοι των περιστάσεων μέσα στις οποίες ζούμε, την κληρονομικότητα, ιδιοσυγκρασία, περιβάλλον κ.α. που μας δεσμεύουν και μας υποτάσσουν.

          Δεν πρέπει  να ξεχνούμε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι στα σύνορα κα του θανάτου. Κανένας δεν μας ρωτά πότε, που και από ποιόν θα έρθουμε στη ζωή, αλλά ούτε  πότε και με ποιο τρόπο θα φύγουμε απ’ αυτή.

          Μόνον όταν υποταχθούμε στην κλήση του Χριστού, μπορούμε να απελευθερωθούμε από κάθε δουλεία στην οποία  είμαστε εγκλωβισμένοι, για να ζήσουμε την «ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού».

          Καλή Κυριακή

          π. γερ. σταν.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Σπουδαία ανάλυση!
Καλό καλοκαίρι!