Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Κυριακή Ε΄ Ματθαίου ( Ματθ. 8, 28-9:1)

Χριστός ο ελευθερωτής


Το κρούσμα του δαιμονισμού της σημερινής ευαγγελικής περικοπής εκτός από τις δύο τραγικές ανθρώπινες φιγούρες, παρουσιάζει και την εικόνα μιας κοινωνίας που χρονικά μεν απέχει της δικής μας όχι όμως και ποιοτικά.

Το κοινό πρόβλημα επικεντρώνεται κυρίως στην παθητική στάση της ανοχής μας απέναντι στην ύπαρξη του διαβόλου και των ενεργειών του κατά του ανθρώπου και στην παραίτησή μας από τον αγώνα για την εξουδετέρωσή του.

Το περιστατικό που μας δίνει την αφορμή να μιλήσουμε εκτυλίσσεται στη χώρα των Γεργεσινών. Η συνάντηση του Χριστού με τους πολίτες και με τους δύο δαιμονισμένους φέρνει στο φώς την «αμαυρωθείσα εικόνα» του Θεού στον άνθρωπο, ο οποίος εκούσια ή ακούσια γίνεται άβουλο όργανο στην εξουσία του σατανά.

Η εξαθλίωση της μορφής, η διαμονή σε τάφους, η άσκηση της τρομοκρατίας – μερικά από τα αποτελέσματα των ενεργειών του – απεικονίζουν που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο.

Υπογραμμίζουν όμως και το γενικότερο πρόβλημα μιας κοινωνίας χωρίς αντιστάσεις και χωρίς ελπίδα στο Θεό. Έτσι εξαφανίζεται η ελπίδα, η κοινωνία αντί να στηριχθεί σ’ Αυτόν ζητάει την απομάκρυνσή Του από τη χώρα. Και οι μόνοι που αναγνωρίζουν τη θεότητα του Ιησού είναι ο διάβολος και οι δαιμονισμένοι, μετά τη θεραπεία τους.

Ο διάβολος εξαναγκάζεται να αναγνωρίσει το Θεό γιατί δεν αντέχει την αλήθεια, μη μπορώντας να την αρνηθεί. Αυτή είναι η πιο φρικτή κόλαση όπου μαρτυρεί η αντίδρασή του: « τί ἐμοί καί σοί Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ, βασανίσαι ἡμᾶς», η οποία τον ξεγυμνώνει και τον εκθέτει.

Εάν συγκρίνει κανείς την εικόνα του σημερινού Ευαγγελίου με την σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αναγνωρίσει κοινές αδυναμίες για τις οποίες η σημερινή κοινωνία μας κρίνεται περισσότερο ένοχη. Με δεδομένο το απολυτρωτικό έργο του Χριστού και την καταπάτηση του διαβόλου αμφιβάλλουμε ακόμα για την βδελυρή ύπαρξή του, φανερώνοντας την ολιγοπιστία μας και την αδυναμία μας να ανταπεξέλθουμε στις επιθέσεις του εναντίον του ανθρώπου.

Κι ενώ η εκκλησία παρέχει τα μέσα για να τις αχρηστεύσουμε, στηριζόμενοι στο παράδειγμα των αγίων, η ολιγοπιστία αποδυναμώνει την θέλησή μας, συμβάλλοντας έτσι στη δαιμονοποίηση του κόσμου. Οι κοινωνικές δομές, ο πολιτισμός, οι θεσμοί και οι προοπτικές της εποχής φέρνουν περισσότερο τη σφραγίδα του δαιμονισμού παρά του Θεού. Ο δαιμονισμός σ’ όλες τις μορφές του είναι αποτέλεσμα της κυριαρχικής επιρροής του διαβόλου για την οποία ευθύνεται η παθητική και ενδοτική στάση μας.

Βέβαια ο αποδαιμονισμός της σημερινής κοινωνίας δεν είναι ζήτημα φόβου ή πανικού. Είναι ζήτημα θάρρους και απόφασης για αναζωπύρωση της πίστης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτό σημαίνει επαναπροσδιορισμό της σχέσης μας και ξεκαθάρισμα τι είναι για μας ο Χριστός, τι είναι για Εκείνον, ποιος ο διάβολος και ποιες οι μηχανορραφίες του κατά του ανθρώπου.

Πάντως στην εκκλησία αποκτούμε όπλα και φρόνημα με τα οποία αίρεται η εξουσία «του άρχοντος του κόσμου τούτου» και αχρηστεύονται οι παγίδες του. Και τέτοια μέσα είναι η δύναμη των Αγίων Μυστηρίων και το ακατανίκητο σύμβολο του Σταυρού.

Ιδιαίτερα όμως η εκκλησία είναι ο τόπος συνάντησης με τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, στο όνομα του οποίου «πᾶν γόνυ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων κάμπτεται» (Φιλ. 2,10). Αυτός είναι η ελπίδα της κοινωνίας μας σε σχέση με την κοινωνία των Γαδαρηνών αλλά και η ευθύνη μας απέναντί Του όταν αφήνουμε τον διάβολο να συνεχίζει και να αυξάνει το προδοτικό έργο του.


3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γιορτή

Καμιά φορά αναρωτιέμαι γιατί τα γράφω όλα αυτά, κι αν θα
παρηγορήσουν ποτέ κανέναν, προτιμούσα, λοιπόν, να μένω γονα-
τιστός ( ήταν το δικό μου σπίτι), όμως, γρήγορα, έχανα τον ειρμό
με τον ίσκιο εκείνων των μεγάλων φτερών πάνω στον τοίχο, ενώ
ήμουν ολομόναχος στην κάμαρα, έτρεχα τότε στο απάνω πάτωμα,
ψάχνοντας; κι ύστερα πιο πάνω, ως πέρα τους εξώστες. Ώσπου ό-
ταν ξανακατέβαινα είχε τελειώσει η γιορτή.
Άνοιγα τότε την πόρτα και κοίταζα ήρεμος τη νύχτα, επειδή τί-
ποτα δεν άλλαζε, κι ο καθένας ζει με τον τρόπο του την αιώνια πα-
ραπλάνηση.
Τασος Λειβαδίτης

Ανώνυμος είπε...

μεγάλος ποιητής ο Τάσος Λειβαδίτης

Ανώνυμος είπε...

Πάει πια το καλοκαίρι
θαρρείς και δεν υπήρξε.
Στη λιακάδα είναι ζεστά,
μα αυτό δε φτάνει.

Όλα γίναν τελικά,
πέσαν όλα στα χέρια μου
σαν φύλλο πενταπλό,
μα αυτό δε φτάνει.

Ό,τι κακό δε χάθηκε,
ό,τι καλό δεν ήταν μάταιο,
όλα λαμποκοπούν μες στο καθάριο φως,
μα αυτό δε φτάνει.

Η ζωή με περιμάζεψε
σώο μέσα στη φτερούγα της,
κι η τύχη μου πάντα βαστάει,
μα αυτό δε φτάνει.

Φύλλο δεν κάηκε,
κλαδί δεν τσάκισε…
Καθαρή σαν το γυαλί είναι η μέρα,
μα αυτό δε φτάνει.

Αρσένι Ταρκόφσκι