Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ 1Ζ΄ΛΟΥΚΑ, Ασώτου 15,11- 32

Ο ΘΕΟΣ ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
            Κάθε Κυριακή πρωί « όρθρου βαθέως» κρούουν οι καμπάνες των Εκκλησιών για να προκαλέσουν στους πιστούς και στους άλλους μια γόνιμη ανησυχία για όσα συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν. Λέμε  γόνιμη ανησυχία γιατί πρόκειται για το αντίδοτο της πνευματικής ραθυμίας, η οποία δεν αφήνει τους ανθρώπους ανυποψίαστους για τα καλύτερα που μπορούν να συμβούν, όπως  είναι η σημερινή παραβολή του Ασώτου υιού ή του εύσπλαχνου πατέρα καλύτερα.
            Το παραβολικό αυτό κείμενο θέτει ζητήματα που διακόπτουν τον εφησυχασμό μας ή την αμεριμνησία  και απάθεια μας για τα παρόντα και τα μέλλοντα.
            Οι Φαρισαίοι δυσανασχετούσαν βλέποντας τον Χριστό να συντρώγει με πόρνες, τελώνες και γενικά αμαρτωλούς. Μια τέτοια περίπτωση είναι του Ασώτου, εκείνου που δήθεν δεν ήταν δυνατό να σωθεί, κι’ όμως σώθηκε.
            Ας εντάξουμε τον εαυτό μας μεταξύ εκείνων που έχουν γόνιμες ανησυχίες και ας προσεγγίσουμε την σημερινή παραβολή.
            Η παραβολή που ακούσαμε σήμερα στην Εκκλησία θέτει ωμά και σκληρά τα εξής ερωτήματα:
Τι θα γίνουν όσοι λόγω των λαθών τους  έχουν ξεπέσει στην εξαθλίωση;
Τι θα γίνουν όσοι λόγω των αστοχιών τους πήγαν στα χοιροστάσια της κοινωνίας, όχι  απλώς να βόσκουν χοίρους, αλλά ν’ ανταγωνίζονται σκληρά τους χοίρους για λόγους οικονομικής εξαθλίωσης;
Τι θα γίνει με αυτούς τους ανθρώπους ή τις κοινωνίες των ανθρώπων; Θα παραμείνουν στην αταξία ή θα επανέλθουν στην τάξη;   
Η απάντηση στα καυτά αυτά ερωτήματα είναι σαφής και συγκλονιστική. Ούτε στην αταξία πρέπει να παραμείνουν ούτε στην τάξη πρέπει να επανέλθουν. Οι άνθρωποι που είτε εξ αιτίας των λαθών τους έπεσαν στην εξαθλίωση, είτε λόγω ανάγκης μπήκαν στην εξαθλίωση, θα πρέπει να αναπτύξουν δράση με  στόχο την αναγέννηση τους. Αυτή είναι και η αντίληψη της παραβολής. Μ’ άλλα λόγια το δίλλημα που θέτει το σημερινό ευαγγέλιο δεν είναι η ευταξία ή η αταξία. Είναι δράση ή αδράνεια. Συνεπώς θάταν λάθος να δούμε την παραβολή του Ασώτου σαν μια ιστοριούλα περί καλών ή κακών παιδιών. Πρέπει να τη δούμε σαν ένα κείμενο με δυναμικές τάσεις ως αναγέννηση όλων κατά πάντα και δια πάντα.
            Η πρώτη ευδιάκριτη τάση της παραβολής είναι : όχι ανάδειξη του σχήματος καλός ή κακός χριστιανός, αλλά η ανάδειξη της αξίας, σωστός χριστιανός.
            Καλός χριστιανός δεν είναι ο πρεσβύτερος υιός επειδή είναι αφοσιωμένος στην κατεστημένη κατάσταση. Καλός χριστιανός είναι ο Άσωτος, γιατί δέχεται την κρίσιμη στιγμή λέγοντας: « το πρόβλημα μου δεν είναι ότι ξέπεσα, αλλά το να αναγεννηθώ». Το πρόβλημα δηλ. δεν είναι η πτώση, αλλά η ανόρθωση. Όχι ο όγκος των δυσκολιών, αλλά η μετακίνηση του όγκου των δυσκολιών. Πρόβλημα δεν είναι η περιγραφή της εξαθλίωσης, αλλά η κίνηση προς την έξοδο από το χώρο της εξαθλίωσης.
            Εδώ εμφανίζεται η δεύτερη τάση της παραβολής, που είναι η τάση της δυναμικής ανάγνωσης των θρησκευτικών δεδομένων. Ο Άσωτος θυμόταν, γνώριζε και αποδεχόταν την ευτυχία στο σπίτι του πατέρα του. Η ανάμνηση αυτή τον κάνει να δραστηριοποιηθεί προς την κατεύθυνση της αναγέννησης του. « αναστάς πορεύομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ..» . Οι λέξεις αναστάς, πορεύομαι και ερώ είναι ενδεικτικές της δράσεως που αναλαμβάνει ο άνθρωπος που αναγνωρίζει δυναμικά τα δεδομένα της πίστεως του. Έτσι και το μεγάλο γεγονός της μετάνοιας εξελίσσεται σ’ ένα δυναμικό γεγονός αφού από την αναγνώριση του λάθους φθάνει στην αλλαγή της ζωής, αφετηρία μιας καινούργιας ζωής. Από το « εις εαυτόν δε ελθών» πέρασε στο « αναστάς πορεύσομαι» και έφθασε στο « ήλθε προς τον πατέρα του». Πρόκειται για  ια συγκλονιστική εξέλιξη και δράση.
            Αυτό πράγματι είναι η μετάνοια με την οποία η Εκκλησία εμπλουτίζει την ανθρώπινη ζωή. Στόχος της μετάνοιας δεν είναι να γεμίσει ο κόσμος με ανθρώπους κατατρεγμένους γεμάτους ενοχές. Στόχος είναι να υπάρχουν άνθρωποι που θα υπολογίζουν προπαντός την αναγέννηση τους σε πείσμα όλων των πιέσεων και καταπιέσεων.
            Απ’ εδώ προβάλλει μια άλλη τάση της παραβολής: να φανερωθεί η πονηρή αιτία της έκπτωσης του ανθρώπου και του κοινωνικού αποκλεισμού του. Η παραβολή διευκρινίζει πως όταν ο Άσωτος ξέπεσε προσκολλήθηκε σ’ ένα πολίτη της χώρας εκείνης, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Επιθυμούσε να τραφεί από την  τροφή των χοίρων και κανένας δεν του το επέτρεπε. Ούτε αυτό.
            Μ’ άλλα λόγια δεν του έφθανε ο απερίγραπτος ξεπεσμός του, τον επιφόρτισαν κι από πάνω μ’ ένα ζωώδη ανταγωνισμό προς εξοικονόμηση μόνο του φαγητού. Το θλιβερό ήταν πως ούτε αυτός ο θλιβερός χυδαίος ανταγωνισμός του εξασφάλιζε τα αναγκαία. « και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλία του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανένας δεν του έδινε τίποτε».
 Η διαπίστωση δείχνει, ότι ο ξεπεσμός των ανθρώπων ατομικός ή κοινωνικός έχει πολλές παραμέτρους και διαστάσεις. Δεν ξεπέφτουν άνθρωποι και κοινωνίες στην εξαθλίωση τυχαία. Η αμαρτία είναι πονηρή, οργανωμένη και διακλαδωμένη στους διαδρόμους της κοινωνικής ζωής. « και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών…» . Τρομακτικό  αλλά και πολύ κοινωνικό. Μακάρι αυτό να τι πρόσεχαν όσοι με τις ευκολίες του ηθικισμού ρίπτουν όγκους ενοχών στους ξεπεσμένους, εξαθλιωμένους και δυστυχισμένους ανθρώπους. Και μακάρι να καταλαβαίναμε όλοι γιατί  η ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη μετάνοια μυστήριο μέγα.
Βέβαια ο Άσωτος σε κάποια στιγμή κρίσεως είπε: « εγώ φτιάχνω τη ζωή μου και κανένας άλλος». Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο πολίτης της χώρας εκείνος που τον έστειλε στο ζωώδη ανταγωνισμό.
Αυτού του είδους ο προσδιορισμός ως αυτοπροσδιορισμός χωρίς αναφορά στον ή στους άλλους οδηγεί σ’ ένα μηδενιστικό εγωκεντρικό και ακραίο ατομικισμό, γιατί αγνοεί τη σχέση με τον άλλο και τους άλλους.
            Εδώ φτάνουμε να δούμε μια τέταρτη  τάση της παραβολής του Ασώτου υιού. Εννοούμε την τάση για το πρόβλημα της ανθρώπινης ελευθερίας. Ο Άσωτος εύκολα φθάνει  στον ισχυρισμό: εγώ προτιμώ να ζω με μια ανικανοποίητη έστω επιθυμία και ελπίδα παρά να βυθίζομαι στον οποιονδήποτε  κοινωνικό κομφορμισμό. Τον ίδιο ισχυρισμό προβάλλει και ο μεγάλος γιος της παραβολής, αλλά μ’ άλλον τρόπο.
            Και στις δύο περιπτώσεις υποβόσκει η αφελής ‘άποψη « η ελευθερία μου  αρχίζει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» κ.ο.κ.   Αν δεχτούμε αυτή την άποψη  τότε θα καταντήσουμε στην άλλη αφελή άποψη που λέει:  ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος. Δηλ. λύκος ο μεγάλος αδελφός για τον μικρό αδελφό, λύκος ο πολίτης της χώρας εκείνης για τον ΄Ασωτο υιό, λύκος ο πατέρας και για τους δύο γιούς, λύκος ο άσωτος για τους ιδιοκτήτες των χοίρων  επειδή ήθελε να φάει το φαγητό των χοίρων και τελικά η όλη υπόθεση φαύλος κύκλος μιας λυκοφιλίας όπως λέμε.
            Απάντηση στο ζήτημα αυτό δίνει η αγάπη, όπως την εκφράζει ο εύσπλαχνος πατέρας της παραβολής.
            Τι θα ήταν η επιστροφή του Ασώτου υιού χωρίς την αγάπη του πατέρα, ο οποίος συμβολίζει τον Θεό; Θα ήταν ένας βίαιος εξαναγκασμός, στερητικός της ελευθερίας.. Θα ήταν αναστολή της ελευθερίας όπως ήταν και ο εξαναγκασμός ο προερχόμενος από τον πολίτη της χώρας εκείνης του νεώτερου υιού έως εξαθλιώσεως.
            Από την άλλη μεριά ο πρεσβύτερος υιός επειδή δεν είχε αγάπη, ούτε καταλάβαινε από αγάπη, είχε ξεπέσει σε σωστή ερημιά και μοναξιά, έστω κι’ αν είχε ελευθερία. « ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν». Πού; Στη μεγάλη χαρά για τη λύτρωση του αδελφού του, του συνανθρώπου του..
            Έχουμε μπροστά μας δύο φαινόμενα προβληματικά:
            Την ελευθερία χωρίς αγάπη και
            Την αγάπη χωρίς ελευθερία.
            Η πρώτη σημαίνει ερημική μοναξιά. Η δεύτερη ζευγαρωμένη μοναξιά. Με ελευθερία χωρίς αγάπη είσαι ελεύθερος, αλλά κατάμονος. Με αγάπη χωρίς ελευθερία πέφτει στη  τυραννία.
            Τα πράγματα τακτοποιούνται με την αρχοντική αγάπη του Θεού και πατρός, όπως την εκφράζει ο πατέρας της παραβολής. Ο πατέρας αυτός κινείται προς τον μικρό και τον πρεσβύτερο υιό. Στην ελευθερία τους προσφέρει την αγάπη και ελευθερώνει την αγάπη τους από κάθε πικρία. Ούτε τον ένα ούτε τον άλλο περιορίζει ο Θεός. Δεν επιθυμεί δεσμεύσεις. Επιθυμεί ανθρώπους που προσδιορίζονται από το δίδυμο μέγεθος της Εκκλησίας: αγάπη και ελευθερία.
Στις πυρίκαυστες ζώνες της εποχής μας  με επιζούν ανθρώπινα μόνο εκείνοι που αρνούνται συμβιβασμό με κάθε είδους ξεπεσμό, είτε αφορά τους ίδιους είτε τους άλλους.
            Επομένως αξίζει να δεχτούμε την παραβολή του Ασώτου ως ένα  νεύμα αισιοδοξίας προς όσους γόνιμα αγωνιούν και  αγωνίζονται για ζωή καλύτερη παντού και πάντοτε. Ως νεύμα αισιοδοξίας προς όσους βάσιμα ελπίζουν  στην έξοδο των συνανθρώπων τους από την εξαθλίωση, γιατί υπάρχει και Θεός που βλέπει.
Καλή Κυριακή.  
 π.γ.στ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό και αυτή τη φορά το κήρυγμά σας πάτερ.
Ευχαριστούμε πολύ.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ψαγμένο σχόλιο.
Μου άρεσε.