Κυριακή 29 Μαΐου 2016

«Η αποκαθήλωση μιας εικόνας» Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Έτσι είχαν τα πράγματα όταν, την Παρασκευή 23 Μαρτίου 1453, ο νέος σουλτάνος ​​Μωάμεθ Β' ξεκίνησε από την Αδριανούπολη για την Κωνσταντινούπολη με 12.000 Γενίτσαρους, αυτά τα «νέα στρατεύματα» που σχηματίστηκαν το 1326, για να αποτελέσουν μια ελίτ θρησκευτικό-στρατιωτική αδελφότητα υπείκοντας σε ένα μισογαμικό ασκητικό κανόνα που προέρχεται από εκείνον του δερβίση αγίου Χατζή Μπεκτάς, και της οποίας τα μέλη είχαν στρατολογηθεί, με μια εφευρετικότητα που θα πρέπει να λογίζεται αξιοθαύμαστη κάνοντάς τη να φαίνεται λιγότερο σατανική, όχι από Τούρκους, αλλά από τα ευρωστότερα αρσενικά παιδιά των Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου. Οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Αυτοκράτορα και του Σουλτάνου είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. «Όπως είναι σαφές», έγραψε ο αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος ΙΑ' Δραγάσης, στον Μωάμεθ, «επιθυμείς τον πόλεμο περισσότερο από την ειρήνη, και καθώς δε μπορώ να σε ικανοποιήσω, ούτε με τις διαβεβαιώσεις μου για ειλικρίνεια, ούτε με την ετοιμότητά μου να ορκιστώ πίστη, ας γίνει σύμφωνα με την επιθυμία σου. Στρέφομαι τώρα και κοιτάζω προς το Θεό μόνο. Κι αν είναι το θέλημά του η πόλη να γίνει δική σου, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να του αντιταχθεί; Αν πρόκειται να σου εμφυσήσει την επιθυμία για ειρήνη, αυτό μόνο θα με κάνει πολύ χαρούμενο. Ωστόσο, σε απελευθερώνω από όλους τους όρκους και τις συνθήκες σου μαζί μου, και, κλείνοντας τις πύλες της πρωτεύουσας μου, θα υπερασπιστώ τον λαό μου μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματός μου. Βασίλευε εν ευτυχία έως ότου ο Δικαιοκρίτης, ο Υπέρτατος Θεός, μας καλέσει και τους δυο ενώπιόν της καθέδρας της κρίσεώς του»[2]. Προετοιμασίες για πολιορκία ήταν σε εξέλιξη από το τέλος του προηγούμενου έτους· ήδη το θηριώδες κανόνι του Μωάμεθ είχε τοποθετηθεί στη θέση του, και το υπόλοιπο του στρατού του –εκτιμάται κάπου μεταξύ εβδομήντα και εκατόν σαράντα χιλιάδων πολεμιστών– είχε παραταχθεί έξω από τα τείχη της πόλης. Στις 6 Απριλίου έφτασε ο Σουλτάνος ​​και η σκηνή του, και στις 11 Απριλίου ξεκίνησε ο τουρκικός κανονιοβολισμός.

Η πολιορκία συνεχίστηκε για τις επόμενες έξι εβδομάδες, αντιστεκόμενων μέεσα στην πόλη, υπό τον αυτοκράτορα επί κεφαλής, περίπου επτά χιλιάδων πολεμιστών. Μεταξύ αυτών ήταν περίπου δύο χιλιάδες ξένα στρατεύματα συμπεριλαμβανομένου ενός αποσπάσματος από πεντακόσιους Γενουάτες υπό την αρχηγία, per benefitio de la Christianitade et per honor de lo mundo, του Ιωάννη Ιουστινιάνη ντι Λόνγκο. Αυτό το απόσπασμα κρατούσε την κρίσιμη Πύλη του Αγίου Ρωμανού απέναντι από την οποία οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει το βαρύτερο κανόνι τους και τους καλύτερους στρατιώτες και πίσω τους, επίσης, είχε πάρει τη θέση του ο Σουλτάνος, που περιβάλλονταν από τους Γενιτσάρους του με τα λευκά καπέλα. Στις αρχές Μαΐου ο Αυτοκράτορας παροτρύνθηκε από τους Συγκλητικούς και τον Πατριάρχη να φύγει, και ο Ιουστινιάνης, υπέρ του σχεδίου ο ίδιος, έθεσε τα πλοία του στην διάθεσή του. Ο Αυτοκράτορας τα άκουσε όλα αυτά με υπομονή σιωπηλός. Εν τέλει, αφού έμεινε για αρκετή ώρα σε βαθιά σκέψη, άρχισε να μιλάει: «Σας ευχαριστώ όλους για τις συμβουλές που μου δώσατε. Ξέρω ότι η φυγή μου από την πόλη θα μπορούσε να έχει κάποια ωφέλη για μένα, δεδομένου ότι όλα αυτά που προβλέπετε μπορεί να συμβούν πραγματικά. Αλλά είναι αδύνατο για μένα να φύγω: πώς θα μπορούσα να αφήσω τις εκκλησίες του Κυρίου μας, και τους διακόνους Του τους κληρικούς, και το θρόνο, και το λαό μου σε μια τέτοια δύσκολη θέση; Τι θα πει ο κόσμος για μένα; Εσάς, τους φίλους μου, παρακαλώ, στο μέλλον να μη μου λέτε τίποτα άλλο, παρά, "Όχι, Μεγαλειότατε, μη μας αφήνετε." Ποτέ, ποτέ δεν θα σας αφήσω. Είμαι αποφασισμένος να πεθάνω εδώ μαζί σας.» Και λέγοντας αυτά, ο Αυτοκράτορας γύρισε το κεφάλι του από την άλλη, γιατί δάκρυα γέμισαν τα μάτια του· και μαζί του έκλαψαν ο Πατριάρχης και όλοι όσοι ήταν εκεί.[3]

Στις 23 Μαΐου, η τελική προσφορά της τουρκικής αντιπροσωπείας στον Αυτοκράτορα, για ένα βασίλειο στην Πελοπόννησο και ελεύθερη διαφυγή για όλους τους πολίτες, απορρίφθηκε, αν και μέχρι στιγμής η απελπισία της κατάστασης –έλλειψη ανδρών να συνεχίσουν την υπεράσπιση των δεκατεσσάρων μιλίων των τειχών, αποτυχία για οποιουδήποτε βοήθεια προερχόμενη από τη Δύση, απουσία υπερφυσικής παρέμβασης– θα μπορούσε να δώσει ένα καλό λόγο για παράδοση. Αλλά ακόμα οι Τούρκοι ήταν διστακτικοί: έπρεπε μήπως να λύσουν την πολιορκία; Αποφάσισαν να δοκιμάσουν μια τελική επίθεση και αν αυτή αποτύγχανε να εγκαταλείψουν την πόλη. Το βράδυ της 28ης Μαΐου ο Μωάμεθ περιήλθε όλο το στράτευμά του· τους μίλησε για την πόλη που επρόκειτο να πάρουν, για τους θησαυρούς στα παλάτια της και τις ιδιωτικές κατοικίες, τις εκκλησίες της με ασήμι και χρυσό και πολύτιμους λίθους, για κορίτσια νέα και όμορφα, αγόρια πολλά, σπίτια και όμορφους κήπους. Όσοι πέσουν μαχόμενοι για την πίστη θα μπουν κατ' ευθείαν στον Παράδεισο. Όσοι ζήσουν τους δίνεται η υπόσχεση να λεηλατήσουν την πόλη για τρεις ημέρες: «όλος ο πλούτος της, το ασήμι της, ο χρυσός της, το μετάξι, τα υφάσματα και οι γυναίκες της, θα γίνουν δικά σας· μόνο τα κτίρια και τα τείχη θα κρατηθούν για το Σουλτάνο.» Και καθώς τελείωσε, από τις παρατάξεις των στρατιωτών του ξεσηκώθηκε επαναλαμβανόμενη η κραυγή, «La ilaha ill-Allah, Mohammed ressoul-Allah» (Δεν υπάρχει Θεός άλλος από το Θεό και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του).

Εν τω μεταξύ, οι πολιορκημένοι μέσα στην πόλη είχαν μάθει για την απόφασή του Σουλτάνου και την επικείμενη επίθεση. Εκείνη τη Δευτέρα το απόγευμα μια ιερή λιτανεία κινήθηκε στους δρόμους και τις πλατείες της Κωνσταντινούπολης. Όλοι, Ορθόδοξοι και Λατίνοι, επίσκοποι και ιερείς, μοναχοί και μοναχές, λαϊκοί και γυναίκες, τα παιδιά της πόλης, συμμετείχαν, σηκώνοντας τις θαυματουργές εικόνες, τα λείψανα των αγίων, χρυσούς και τα πολύτιμους σταυρούς. Σε κάθε ιερό, σε κάθε αδύναμο σημείο των τειχών, η πομπή σταματούσε, οι ιερείς διάβαζαν τις ευχές, οι επίσκοποι σήκωναν τις πατερίτσες τους και ευλογούσαν τους στρατιώτες, ραντίζοντάς τους με αγιασμό από αγιαστούρες με ξερό βασιλικό. Προς τη δύση του ηλίου, πριν τον Εσπερινό, ο Αυτοκράτορας συγκέντρωσε τους διοικητές των στρατευμάτων και τους επικεφαλής των πολιτών, Ελλήνων και ξένων. Τους μίλησε και είπε: «Αδελφοί και συμπολίτες, να είστε έτοιμοι για την αυγή. Αν ο Θεός μας δώσει τη χάρη και την ανδρεία, και η Αγία Τριάδα μας βοηθήσει, στην οποία και μόνο έχουμε πίστη, θα κάνουμε τέτοιες πράξεις που ο εχθρός θα φύγει πίσω με ντροπή κάτω από τα χέρια μας». Γύρισε προς τους Γενουάτες, τους Ενετούς, να τους απευθυνθεί ξεχωριστά: «Προσεύχομαι τώρα να μας δείξετε σε αυτή τη δύσκολη ώρα ότι είστε πράγματι σύντροφοί μας, πιστοί μας σύμμαχοι και αδελφοί μας.»... Στη συνέχεια, οι άθλιοι Ρωμαίοι αντρείωσαν τις καρδιές τους σαν λιοντάρια, ζήτησαν και έδωσαν συγγνώμη, και με δάκρυα αγκάλιασε ο ένας τον άλλον έχοντας στο νου όχι πια γυναίκα ή παιδιά ή επίγεια αγαθά, αλλά μόνο το θάνατο ... τον οποίο με χαρά υποδέχονταν.» Και πήγαν στη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, «να ενισχύσουν τον εαυτό τους με την προσευχή και τη λήψη των Ιερών Μυστηρίων, να επιβεβαιώσουν τους όρκους τους να πολεμήσουν, και, εάν χρειάζεται, να παραβλέψουν όλα τα εγκόσμια, για να πεθάνουν για την τιμή του Θεού και της Χριστιανοσύνης».[4]

Ο Αυτοκράτορας εισήλθε στην ήδη γεμάτη εκκλησία. Για άλλη μια φορά, και μόνο για μια ακόμη φορά, οι μαρμάρινοι τοίχοι, οι ψηφιδωτοί θόλοι, ο άμβωνας και το εικονοστάσι, οι κρεμαστοί πολυέλαιοι, τα ιερά σκεύη, τα καντήλια, τα άμφια υπηρέτησαν μια χριστιανική λειτουργία. Πατριάρχης και Καρδινάλιος, με ένα πλήθος εκκλησιαστικών και Ορθοδόξων και Λατίνων· ο Αυτοκράτορας και ευγενείς, όλοι αυτοί όσοι είχαν απομείνει από την κάποτε περήφανη και λαμπρή βυζαντινή αριστοκρατία· στρατιώτες και πολίτες, Κωνσταντινουπολίτες, Βενετοί, Γενουάτες: όλοι ήταν παρόντες, όλοι με την επίγνωση ότι επεκρέματο πλέον η «έσχατη ώρα». Ο αυτοκράτορας προσευχήθηκε με μεγάλη θέρμη. Αφήνοντας τον αυτοκρατορικό θρόνο και πλησιάζοντας το τέμπλο, έκανε μετάνοιες μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, ζήτησε συγνώμη από κάθε αξιωματούχο για κάθε αμάρτημα που τυχόν είχε βλάψει τον καθένα, τους αγκάλιασε όλους, και στη συνέχεια πήγε στο ιερό να μεταλάβει τα «αμόλυντα και θεία μυστήρια». Στα μάτια των ιερέων του, των στρατιωτών του, του λαού του, ετοιμάστηκε, σε αυτήν την λειτουργία των νεκρών, να εμφανιστεί ενώπιον του Θεού. Καθώς ο τελευταίος χριστιανός Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης στράφηκε και έφυγε από το ναό, όπου για τόσους πολλούς αιώνες οι προκάτοχοί του και λαός του είχαν λειτουργηθεί, το μεγάλο εκκλησίασμα έκλαιγε δυνατά.

Πίσω στο παλάτι του, ο Αυτοκράτορας, με τον τρόπο των βασιλέων, ζήτησε συγγνώμη από τους υπηκόους του για οποιαδήποτε σκληρότητα ή αδικία τυχόν τους είχε δείξει. «Ακόμα και άνθρωπος φτιαγμένος από ξύλο ή από πέτρα θα πρέπει να έχει κλάψει», έγραψε ο χρονογράφος αργότερα. Στη συνέχεια, όλοι επέστρεψαν στις θέσεις τους, και μένοντας μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού τείχους, κλείδωσαν τις πόρτες πίσω από τον τελευταίο, ώστε κάθε υποχώρηση να είναι αδύνατη. Αργά το βράδυ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος έφυγε από το παλάτι, ιππεύοντας το αραβικό άλογό του, και με την συνοδεία του κάλπασε προς τα τείχη για τον τελική περιοδεία ελέγχου. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και αποπνικτική· χοντρές σταγόνες βροχης έπεσαν, κι ύστερα σταμάτησαν· ο υπόκωφος ήχος των Τούρκων που ετοίμαζαν τις σκάλες δίπλα στην τάφρο έφτανε στο σκοτάδι. Πριν λαλήσει ο πετεινός, ο Αυτοκράτορας είχε καταλάβει τη θέση του κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Έτσι, «η κάθε πλευρά προσευχήθηκε στο Θεό της, εμείς στο δικό μας εκείνοι στο δικό τους, ο Κύριος των δυνάμεων με τη Μητέρα του στον ουρανό αποφάσισαν ότι πρέπει να πάρουν εκδίκηση στην αυριανή μάχη για όλες τις αμαρτίες που διαπράχθηκαν».[6]

Με το πρώτο χάραμα της αυγής, στις 29 Μαΐου, η επίθεση ξεκίνησε. Ξανά και ξανά οι Τούρκοι επιτέθηκαν, με τον ήχο κυμβάλων και φλάουτων, τους μεταλλικούς ήχους των όπλων, την έκρηξη του κανονιού, το τρέμουλο συνταρακτικών πυροβολισμών· ξανά και ξανά απωθήθηκαν, μόνο και μόνο για να σπρωχτούν προς τα εμπρός και πάλι από τα αντίθετα κύματα των στρατευμάτων πίσω τους. Στη συνέχεια, σε μια κρίσιμη στιγμή, μια βαθιά πληγή ανάγκασε τον Ιουστινιάνη να αποσυρθεί από τη θέση του κλειδί στην άμυνα. Παρατηρώντας τη σύγχυση σε αυτό το ζωτικό σημείο, ο Μωάμεθ διέταξε τους Γενίτσαρους να επιτεθούν. Ένας από αυτούς, ένας γίγαντας, ο Χασάν Ουλουμπαλντί, κρατώντας την ασπίδα του στο αριστερό του χέρι, πάλεψε ανάμεσα στη βροχή από πέτρες και βέλη τοποθετώντας τη σκάλα του πάνω στην κορυφή του τείχους, ακολουθούμενος από περίπου τριάντα άλλους. Εξουδετερώθηκε και σκοτώθηκε, αλλά οι σύντροφοί του διέσπασαν τον κλοιό, ανέβηκαν στην κορυφή του τείχους, και βρέθηκαν μέσα στην πόλη. «Η πόλις εάλω», ξεχύθηκε η κραυγή, καθώς και άλλα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν πατώντας τις σωρούς των νεκρών και των λαβωμένων στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και οι τουρκικές σημαίες άρχισαν να εμφανίζονται στην κορυφή μερικών από τους πύργους. «Η πόλη έπεσε και είμαι ακόμα ζωντανός» –τέτοια είναι τα τελευταία καταγραμμένα λόγια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Δραγάση τη στιγμή, που κατεβαίνοντας από το άλογό του, κυρώνοντας την παραίτησή του από την Αρχή, όρμηξε και χάθηκε για πάντα μέσα στην τελική έφοδο των Γενιτσάρων.

Ως τις οκτώ το πρωί η πόλη ήταν στα χέρια των Τούρκων και το ταμένο τριήμερο κούρσος είχε αρχίσει. Δε χρειάζεται να μιλήσεις για τη σφαγή και τη λεηλασία, παρά μόνο για να πεις ότι, τρομακτική όπως ήταν, ήταν λιγότερο τρομακτική από ό, τι εκείνη των χριστιανών σταυροφόρων του 1204. Προς το μεσημέρι (ή, σύμφωνα με ορισμένους, την επόμενη μέρα) ο Πορθητής, συνοδευόμενος από τους Βεζίρηδες, τους Πασάδες και τους Ουλεμάδες του, και περιστοιχιζόμενος από τους Γενίτσαρους σωματοφύλακές του, μπήκε στην πόλη. Ίππευσε κατ' ευθείαν προς το ναό της Αγίας Σοφίας. Αφιππεύοντας, έσκυψε κάτω στο κατώφλι, μάζεψε μια χούφτα χώμα, και το άφησε να πέσει στο τουρμπάνι του σαν μια πράξη ταπείνωσης μπροστά στον Θεό που του είχε δώσει τη νίκη. Τότε εισήλθε στην εκκλησία και διέταξε έναν από τους Ουλεμάδες της Αυλής του να ανέβει τον άμβωνα και να εκφωνήσει μια προσευχή, ενώ ο ίδιος στάθηκε όπου ήταν το ιερό και εκεί έκανε την πρώτη του Rika'at (γονυκλισία)[7] στη νέα του πρωτεύουσα. Έτσι, μετέτρεψε τη μεγάλη εκκλησία την αφιερωμένη στην Αθάνατη Σοφία του Χριστού, την καρδιά της χριστιανικής πόλης της Κωνσταντινούπολης και το σύμβολο της βαθύτερής της ελπίδας και (εσχατολογικής) υπόσχεσης[8], στο τζαμί Αγια-Σόφια της Μουσουλμανικής Σταμπούλ· και, όπως ο πιο διάσημος από τους Οθωμανούς ιστορικούς, Sa'd-ud-din επρόκειτο να γράψει έναν αιώνα περίπου αργότερα, ο ευρύς αυτός τόπος, αυτή η ισχυρή και ευγενής πόλη, από γη της εχθρότητας (dar-ul-harb), έγινε η πόλη όπου τα νομίσματα κόβονται (dar-uz-zarb) και από φωλιά της κουκουβάγιας των σφαλμάτων, μετατράπηκε σε πρωτεύουσα της δόξας και της τιμής. Μέσα από τις ευγενείς προσπάθειες του Μωαμεθανού Σουλτάνου, όταν τη σατανική κλαγή από τις καμπάνες των ξεδιάντροπων απίστων αντικατέστησε το μουσουλμανικό κάλεσμα για προσευχή, το γλυκό πεντάκις επαναλαμβανόμενο άσμα της παρακλητικής πίστης της ένδοξης τελετής· και τα αυτιά των ανθρώπων της Τζιχάντ γέμισαν με τη μελωδία του εζάν. Οι εκκλησίες που ήταν μέσα στην πόλη άδειασαν από τα άθλια είδωλά τους, και καθαρίστηκαν από τις βρώμικες και ειδωλολατρικές ακαθαρσίες τους· και με την αλλοίωση της όψης τους, και την ανέγερση του ισλαμικού μιχράμπ και του άμβωνα, πολλά μοναστήρια και παρεκκλήσια έγιναν ζηλευτά στους Κήπους του Παραδείσου[9]. Οι ναοί των απίστων μετατράπηκαν σε τζαμιά των ευσεβών, και οι ακτίνες του φωτός του Ισλάμ έδιωξαν τους οικοδεσπότες του σκότους από τόπο που κατοικούνταν επί μακρόν από τους κατάπτυστους απίστους, και τα σκιρτήματα της αυγής της πίστεως διέλυσαν το μακάβριο σκοτάδι της καταπίεσης, χάριν του ονόματος, ακαταμάχητου σαν πεπρωμένο, του καλότυχου σουλτάνου που έγινε ύπατος στη διακυβέρνηση της νέας κυριαρχίας... Την πρώτη Παρασκευή (μετά την άλωση)[10] προσευχές απαγγέλλονταν στην Αγια-Σόφια, και το ένδοξο όνομα του σουλτάνου απαγγέλθηκε στην Khutba των Μωαμεθανών (στην προσευχή –khutba– της Παρασκευής αναφέρεται το όνομα του κυριάρχη). Έτσι, αυτό το αρχαίο οικοδόμημα φωτίστηκε με τις ακτίνες της Ορθοδόξου Πίστεως[11], και αρωματισμένο με την αναπνοή του αρώματος του Ιερού Νόμου· και οι καρδιές των Μουβαχιντίν (αυτών που μαρτυρούν την Ενότητα του Θεού) γέμισαν με χαρά στην ανύψωση των εμβλημάτων της Πίστης, κι έτσι αυτό το πιο επιθυμητό από τα ιερά, αυτό το υψηλό τζαμί, αυτός ο της καρδιάς τερπνός ναός, γέμισε από το λαό του Ισλάμ· και το χάρμα αντανακλάσεων εσωτερικό του, γυαλισμένο με τη Διακήρυξη της Ενότητας, έγινε λαμπερό σα γυαλισμένος καθρέφτης [12].

Μετάφραση: Κωσταντίνος Μπλάθρας
Πηγή: Αντίφωνο

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετική
Ιστορία. Δεν την είχα διαβάσει ποτέ άλλοτε.

Ανώνυμος είπε...

Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ναι!

Ανώνυμος είπε...

Δυστυχώς αυτή είναι ή αλήθεια.
Ας είναι αιώνια ή μνήμη όσων έπεσαν στην Πόλη.