Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

Ένα κεράκι μνήμης για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες

 

Μικρασιατική Καταστροφή
Δεν Ξεχνώ

Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη Μικρασιατική καταστροφή θα κάνω μια σύντομη αναφορά σε μία μεγάλη μορφή του μικρασιατικού τραγουδιού, τον Δημήτρη Ατραϊδη (1900- 1970), στο τραγούδι του: “Σαν πλησιάσει ο καιρός”, σε στίχους Δ. Σέμση.

          Οι στίχοι του τραγουδιού:

                   Σαν πλησιάσει ο καιρός, τα μάτια μου να κλείσω

                   επιθυμώ στον τόπο μου, εκεί να ξεψυχήσω.

                   Φωτιά θα βάλω μόνος μου, να κάψω το κορμί μου

                   γιατί δεν βρίσκεται γιατρός να γιάνει την πληγή μου.

                   Αφήστε με να καίγομαι, ώσπου να γίνει στάχτη

                   και μες στη στάχτη θα βρεθούν, τα έρημά μου πάθη.

                   Αφήστε με να κοιμηθώ, τα μάτια μου να κλείσω

                   έχω μεγάλα βάσανα, από το νου να σβήσω.

                   Τέτοια πληγή που έχω γω, είναι μεγάλο ντέρτι

                   γιατρός είναι ο θάνατος, τον καρτερώ να έρθει.

          Το συγκεκριμένο τραγούδι του Ατραϊδι βασικό θέμα που εγείρεται είναι η  επιθυμία του συνθέτη να “κλείσει τα μάτια του” στον τόπο καταγωγής του, τη Σμύρνη, την οποία εγκατέλειψε ως πρόσφυγας λόγω της Καταστροφής του 1922. Συγκεκριμένα, μέσω ορισμένων γλωσσικών επιλογών ο στιχουργός Δ. Σέμσης αποτυπώνει με γλαφυρό και εναργή τρόπο την εικόνα του θανάτου που διατρέχει ολόκληρο το τραγούδι.

          Το τραγούδι “Σαν πλησιάσει ο καιρός” μπορεί να αναγνωσθεί γλωσσικά αλλά και ψυχολογικά.

          Κατ’ αρχάς μέσω της μεταφοράς “τα μάτια μου να κλείσω”, αποδίδεται το αναπόδραστο του θανάτου, η αναπόφευκτη κατάληξη του ανθρώπινου βίου, ενώ με το τοπικό επίρρημα “εκεί” δίπλα στον στίχο  “να ξεψυχήσω”, υπογραμμίζεται η αγεφύρωτη απόσταση του συνθέτη από την πατρίδα. Τελευταία του επιθυμία, ωστόσο δεν είναι παρά η επιστροφή στη Σμύρνη, την οποία, όπως καθίσταται σαφές μέσω της κτητικής αντωνυμίας  “μου” , θεωρεί πατρίδα του, ακόμη κι αν βρίσκεται πολλά χιλιόμετρα μακριά. Επιπρόσθετα με τη χρήση της υποτακτικής, στους στίχους “να κλείσω” και να “κλείσω’, η οποία αντανακλά το προσδοκώμενο και το επιθυμητό που βιώνει ο καλλιτέχνης, προσδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στον  άσβεστο πόνο του επαναπατρισμού, αλλά  και της εθνικής υπερηφάνειας που τον χαρακτηρίζει. Στο τέλος του τραγουδιού, ενώ ο θάνατος είναι στην πραγματικότητα απευκταίος, το ποιητικό υποκείμενο τον επιδιώκει, προκειμένου να λάβει την ίαση και τη θεραπεία για τους καημούς του (“μεγάλο βάσανο”), “μεγάλο ντέρτι”), όπως φανερώνει η προσωποποίηση του θανάτου στον τελευταίο στίχο του τραγουδιού (“γιατρός είναι ο θάνατος”).

          Αλλά πέρα από τα γλωσσικά που μπορεί να αναδείξει κανείς, μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει, νομίζω, η ψυχολογική προσέγγιση του τραγουδιού. Στο συγκεκριμένο τραγούδι τα ψυχικά τραύματα που εγχαράσσονται στην ψυχή και τη μνήμη των προσφύγων λόγω της οδύνης του ξεριζωμού αποτυπώνονται με τις λέξεις “φωτιά”, “καίω”, “καίγομαι” και “στάχτη”.

          Με τον τρόπο αυτόν, η προσφυγιά παρομοιάζεται με πυρκαγιά που “απανθρακώνει” τους ανθρώπους, καθώς προκαλεί θλίψη, πικρία και απελπισία. Μάλιστα ο βεβαρημένος ψυχισμός του ποιητικού υποκειμένου το οδηγεί στην αυτοχειρία (“φωτιά θα βάλω μόνος μου, να κάψω το κορμί μου”), αφού ο θάνατος αποτελεί τη μόνη διέξοδο προς τη λύτρωση από τον ανείπωτο αυτόν πόνο. Η επανάληψη της προστακτικής “αφήστε με” υποδηλώνει την έντονη προτροπή και παράκληση του καλλιτέχνη, ώστε να μην επιχειρήσει κανείς να τον αποτρέψει από αυτήν την πράξη απελπισίας.

          Έτσι το τραγούδι “Σαν πλησιάσει ο καιρός” του Ατραϊδη εκφράζει τους καημούς, τον πόνο και την θλίψη ενός ολόκληρου κόσμου, στη μνήμη του οποίου η Σμύρνη παρέμεινε πάντοτε η “πατρίδα” του.

          Καίτη Μπαλτά. Μια γλωσσική και ψυχολογική προσέγγιση του τραγουδιού: “Σαν πλησιάσει ο καιρός”.

“ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ”, φ. 1099

Δεν υπάρχουν σχόλια: