Σάββατο 28 Μαΐου 2022

Ἁγιὰ Σοφιά, τὸ μέγα μοναστῆρι… - π. Δοσίθεος

 


Ἀρχιμανδρίτης Δοσίθεος

Ἡγούμενος Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης

 Ὁ σύρων αὐτὲς τὶς πενιχρὲς γραμμὲς ἔχει ἐπισκεφθῆ αὐτὸν τὸν ναὸ τῶν ναῶν ἀμέτρητες φορές. Ἴσως φθάνουν καὶ τὶς ἑκατό. Ποτὲ δὲν «ἐνεπλήσθη», ποτὲ δὲν χόρτασε, ποτὲ δὲν ἔμαθε τὰ μυστικά του. Ὅλο καὶ κάτι τοῦ ξέφευγε. Τί λέγω ὁ τάλας «κάτι»; Τὰ πλεῖστα. Προσπα­θοῦ­σε νὰ μένῃ ὅσο τὸ δυνατὸν μόνος γιὰ νὰ μπορῇ νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸ παρὸν καὶ νὰ ἀνιχνεύῃ τὸ παρελθόν, ὀπισθοβατῶν γιὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὸ γιατί εἶ­πε στὰ ἐγκαίνια ὁ Ἰουστινιανός: «Νενίκηκά σε, Σολομών»! Πλὴν ὅ­μως τὸ «μόνος» ἦτο πάντοτε ἀνέφικτον. Πάντα εἶναι γεμάτος ἀπὸ ὀρδὲς τουριστῶν. Γιαπωνέζοι μὲ σορτσάκια, γαλλιδοῦλες ἡμίγυμνες, ἐγγλέζοι μὲ τὴν φωτογραφικὴ μηχανὴ κρεμασμένη στὸ στῆθος. Ἕλληνες φωνα­κλά­δες· —Γιῶργο ἀπὸ δῶ! —Μαρία ἀπὸ κεῖ! Πανσπερμία, συνονθύ­λευ­μα, Βαβέλ. Εἰσέρχονται μπουλουκηδὸν βιαστικοί, βιαστικοὶ κοιτοῦν ἐ­δῶ καὶ ἐκεῖ, βιαστικὰ φεύγουν, γιὰ λίγο καθαρὸν ἀέρα… Ἀνυποψίαστοι. Τουρίστες.

Τί ἁγία Σοφία, τί μπλὲ τζαμί, τί κλειστή ἀγορά! Ὅλα τὸ ἴδιο. Κα­λύ­τερα ὅμως ἀπὸ ὅλα εἶναι τὰ βραδυνὰ σὲ χοροὺς ὀριεντάλ… Οἱ προ­σκυ­νηταὶ ἐλάχιστοι. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μπαίνοντας τὰ πόδια τους τρικλί­ζουν, τὰ μάτια βουρκώνουν, ἡ καρδιὰ πάει νὰ σπάσῃ, τὸ δεξὶ χέρι σηκώ­νε­ται ἀνεπαίσθητα γιὰ νὰ κάμῃ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ.

Αὐτός, ναί, ξέρει. Γνωρίζει ὅτι δὲν μπαίνει σὲ μουσεῖο, ἀλλὰ σὲ χῶ­ρο ἁγιασμένο, στὸν ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πληρώνει εἰσιτήριο, ἀλ­λὰ τὸ λησμονεῖ ἀμέσως. Ἔχει μάθει ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος δὲν τιμᾷ καὶ δὲν προσκυνεῖ μόνον τὶς ἱερὲς εἰκόνες ἢ τὰ ἅγια λείψανα, ἀλλὰ καὶ κάθε πέτρα ὅπου κάποτε ἐτελεῖτο θεία Λειτουργία, εἴτε τώρα εἶναι τζαμὶ εἴτε εἶναι μουσεῖο. «Βλέπει», αἰσθάνεται, σκέπτεται πράγματα ἄγνωστα στοὺς πολλούς. Βλέπει ἀπ’ ἔξω ἕνα ὀγκῶδες κτίριο μὲ μόνο στόλισμα ἕνα σουβᾶ, ἕνα κονίαμα βαμμένο μὲ νερομπογιά, ξεθωριασμένο. Εἰσέρ­χε­ται καὶ βλέπει σεμνὴ μεγαλοπρέπεια. Φῶς ἱλαρό, κολῶνες πορφυρὲς καὶ πράσινες, κιονόκρανα περίτεχνα, δαντέλα πραγματική. Ὅμως δὲν διε­ρωτᾶται γιατί τόση διαφορὰ τοῦ «ἔξω» ἀπὸ τὸ «μέσα». Γνωρίζει ὅτι ἡ λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δὲν γίνεται ὅπως τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἐ­κεῖ­νοι ἐλάτρευαν τοὺς θεούς των ἔξω ἀπὸ τοὺς ναούς. Οἱ Ὀρθόδοξοι «ἔσωθεν», μέσα στὸν ναό. Νὰ γιατί ἡ τόση διαφορά. Εἰσερχόμενος ἀκρο­ποδητὶ διακρίνει ἤδη στὸν νάρθηκα δικούς του ἀνθρώπους γνω­στοὺς ἀπὸ παλιά. Εἶναι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος, ὁ Ἰουστινιανός, ὁ Λέων ὁ Σοφός. Εἶναι οἱ ἐν Χριστῷ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων. Μὰ καὶ ὁ εἰσερχό­με­νος Ῥωμηὸς εἶναι, ἄρα συγγενής. Ὁμόπιστος, ὁμαίμων.

Κάθομαι σ’ ἕνα παγκάκι ἔξω ἀπ’ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, στὸν ἀπέναντι κῆ­πο. Προσπαθῶ νὰ ὀνειρευθῶ ξύπνιος. Διώχνω τοὺς τέσσερις μινα­ρέ­δες. Κατεβάζω τὴν ἡμισέληνο ἀπὸ τὸν τροῦλλο καὶ τοποθετῶ ἕνα λαμ­πυ­ρίζοντα Τίμιο Σταυρό. Σκέπτομαι πῶς χώρεσαν μέσα σ’ αὐτὸ τὸν ναὸ τὰ πάθη καὶ οἱ καημοὶ τῆς πονεμένης Ῥωμιοσύνης, τῆς Ἐσταυρωμένης Ὀρθοδοξίας! Τόση ἱστορία, τόσοι θρύλοι, τόσες παραδόσεις! Ἦλθαν στὸ νοῦ μου αὐτὲς οἱ ὑπέροχες ἐσωτερικὲς ὀρθομαρμαρώσεις ποὺ ἔγι­ναν τραγούδι: «σὰν τὰ μάρμαρα τῆς Πόλης πού ’ναι στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, ἔτσι τάχεις ταιριασμένα μάτια, φρύδια καὶ μαλλιά». Οἱ ἐλπίδες; «Σώ­πα­σε, κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴν πολυδακρύζεις, πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ’ναι». Τὰ μοιρολόγια; «Πουλί μ’ γιατί δὲν κελαηδεῖς, ὡς κελαηδοῦσες πρῶτα;». Ἡ μισοτελειωμένη Λειτουργία, ὁ μαρμαρω­μέ­νος Βασιληᾶς; Ὄνειρα… Ὄνειρα… Ναί, μὰ ἡ ῥωμιοσύνη ἔζησε γιατὶ ὀ­νει­ρευόταν. Ὅταν τὰ ὄνειρα σβήσουν θὰ χαθῆ κι αὐτή; Τὸ λέει ὁ ἐθνι­κὸς τῆς Κύπρου ποιητής, ὁ Μιχαηλίδης: «Ἡ ῥωμιοσύνη ἐν’ νὰ χαθῇ ὄντας ὁ κόσμος λείψει»…

—Ξύπνα, πάτερ, σὲ πῆρε ὁ ὕπνος! Νύχτωσε, φεύγουμε!
Νύχτωσε… «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ». Φεύγουμε, μὰ ἡ καρ­διά μας ξεριζωμένη μένει πίσω. Πίσω στὴν Πόλι τῶν ὀνείρων μας, πίσω στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, τὸ μέγα μοναστῆρι…

 anastasiosk

Δεν υπάρχουν σχόλια: