Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

΄Στο Χριστό στο κάστρο΄ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Αγαπητοί φίλοι, θέλοντας να μπούμε σιγά - σιγά στο κλίμα των Χριστουγέννων, μαζί φυσικά με τις λατρευτικές συνάξεις της εκκλησίας μας, σκέφτηκα να σας παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από το καταπληκτικό Χριστουγεννιάτικο διήγημα του κυρ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του αγίου της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το διήγημα ΄Στο Χριστό στο κάστρο΄είναι ένα καθάριο μαργαριτάρι της λογοτεχνίας μας, καθώς μας παρουσιάζεται, με τον γλαφυρό και άκρως περιγραφικό λόγο του Παπαδιαμάντη, ο τρόπος βίωσης των Χριστουγέννων από τους απλούς και απλοϊκούς ανθρώπους.

Απολαύστε το και μπείτε στον πειρασμό να ξεσκονίσετε από την βιβλιοθήκη σας τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

......Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναῖσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ δχὶ πολὺ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδεία τοῦ φθασαντες εἰσηλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία τῶν ἠσθανθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθυρισε μετ᾿ ἐνδόμυχου συγκινήσεως τὸ «Εἰσελευσομαι εἰς τὸν οἶκον σου», κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν φ᾿στὰνα της τὴν βρεγμενην κι ἐφορεσεν ἄλλην, στεγνήν, καὶ τὸ γ᾿νάκι της τὸ καλό, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς εἰχεν εἰς ἀβασταγὴν καλῶς φυλαγμένα ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας, ἔδεσε μέγα σάρωθρον ἐκ στοιβῶν καὶ χαμόκλαδων καὶ ἠρχισε νὰ σαρώνῃ τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδηλια, καὶ ἠναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δυὸ μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαυλιον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐσχηματιζετο μακρὸν στένωμα παράλληλον τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, κλειόμενον ὑπὸ σῳζόμενου ὀρθοῦ τοιχίου γείτονος οἰκοδομῇς, κι ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σῳζόμενον ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, καὶ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας.

Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, καὶ ἠστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κι ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβολησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημενον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς τῆς ἀρίστης Βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου «Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη», ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ Θείου Βρέφους καὶ τῆς ἀμώμου Λεχοῦς, ὅπου ζωνταναι παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τὶς ὅτι στιλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλαλει, φαντάζεται τὶς ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ»!

Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρεμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολυκλαδος πολυέλεος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ᾿ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανῶν ἀνδρογύνων. Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσιων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Μόνος ὁ Ἅγιος Μερκούριος, μὲ τὴν βαρεῖαν περικεφαλαιαν του, μὲ τὸν θώρακα, τὰς περικνημίδας καὶ τὴν ἀσπίδα, φαίνεται ὀλίγόν τι ἐγκαρσίως βλέπων καὶ κινούμενος καὶ ὁρῶν, εἰς τὰ δεξιὰ του ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου διατρυπᾷ μὲ τὸ δόρυ του τὸν ἐπὶ θρόνου καθήμενον ὠχρὸν Παραβάτην. Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος, μὲ τὸ βλέμμα σβῆνον, μὲ τὸ στῆθος αἱμάσσον, μάτην προσπαθεῖ ν᾿ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ στέρνον του τὸν ὀξὺν σίδηρον, καὶ ἐξεμεῖ μετὰ τῆς τελευταίας βλασφημίας καὶ τὴν μιαρὰν ψυχήν του. Γείτων τῆς τρομακτικῆς ταύτης σκηνῆς παρίσταται γλυκεῖα καὶ συμπαθεστάτη εἰκών, ὁ Ἅγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον ἐκ τῆς χειρὸς ὑπὸ τῆς μητρός του, τῆς Ἅγιας Ἰουλιττης. Δία δώρων καὶ θυσιῶν ἐζητει ὁ διώκτης Ἀλέξανδρος νὰ ἑλκύση τὸ παιδιον, καὶ διὰ τοῦ παιδιοῦ τὴν μητέρα. Ἀλλ᾿ ὁ παῖς, καλῶν τὴν μητέρα του καὶ ὑποψελλίζων τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ἔπτυσε τὸν τύραννον κατὰ πρόσωπον, καὶ ἐκεῖνος ἐξαγριωθεὶς ἐκρήμνισε τὸ παιδίον ἀπὸ τῆς μαρμαρίνης κλίμακος, ὅπου συνέτριψε τὸ τρυφερὸν καὶ διὰ στεφάνους πλασθὲν κρανίον.



Ο Παπαδιαμάντης στην Δεξαμενή (φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα)

Καὶ εἰς τὴν χηβαδα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὑψηλά, ἐφαινετο στεφανουμενη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτερω, περὶ τὸ θυσιαστήριον, ἵσταντο, ἄρρητον.σεμνότητα ἀποπνεουσαι, αἱ μορφαι τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθεου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, καὶ ἐφαινοντο ὡς νὰ ἐχαιρον διότι ἐμελλον ν᾿ ἀκουσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχας καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὖς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός, εἰκονιζετο περιτεχνως ὅλον τὸ Δωδεκαορτον καὶ τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων, καὶ ἡ βρεφοκτονία, καὶ οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ λῃστὴς ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁμολογησας......


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ειχα την ευκαιρία φέτος το καλοκαίρι να παω στην Σκιαθο...Εκει με φίλους επισκεφθείκαμε τον τόπο οπου ο Παπαδιαμαντης εγραψε το διήγημα.....Ο Χριστός στο κάστρο....
Ηταν καταπληκτικά.
Ησουν εκεί, μαζί με τον Παπαδιαμάντη...Ζωντανός ο τόπος...