Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ ΄ΛΟΥΚΑ ,κεφ. 8, 27- 39


Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΩΣ ΔΩΡΕΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

             Ο Ιησούς βρισκόταν συνέχεια και καθημερινά μεταξύ των απλών ανθρώπων. Επόμενο ήταν να συναντά όλη την αθλιότητα  που μάστισε τη ζωή τους. Να ζει τη φρικτή  πλευρά της κοινωνικής ζωής, όπως τον θάνατο, την ασθένεια, το ρατσισμό, τον φαρισαϊσμό, την εγκατάλειψη των αδυνάτων και των γερόντων, την ανέχεια, τη βία, τις ειδικές ανάγκες και προπαντός την εξάρτηση από αόρατες απάνθρωπες δυνάμεις.
            Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας ολοκληρωτικής εξάρτησης είναι η σημερινή  περίπτωση του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών.
            Ο άνθρωπος είχε τελείως εξουθενωθεί. Για πολλά χρόνια ζούσε ανάμεσα στα μνήματα. Ήταν ένας νεκρός. Το ευαγγέλιο παρουσιάζοντας την εικόνα του λέγει : « πολλοίς γαρ χρόνοις συνηπάρκει αυτόν και εδεσμείτο αλύσεσιν και πέδαις φυλασσόμενος και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους». Πρόκειται αλήθεια για μια τρομακτική εικόνα ενός απόλυτα ανορθολογικά εξαρτημένου και δυστυχισμένου ανθρώπου.
            Πόνος φυσικός και πνευματικός, θλίψη ψυχής και κοινωνικός εξευτελισμός ήταν τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας  του. Και όχι μόνον εξαρτημένου, αλλά απόλυτα δυστυχισμένου ανθρώπου. Ζούσε δεκαετίες μια κατάσταση χωρίς διέξοδο. Μία ανεπανόρθωτη αιχμαλωσία, μια ριζική αδυναμία να ελευθερωθεί από την εξάρτηση.
            Και έρχεται ο Ιησούς και αντιθέτει : στη δυστυχία την αγάπη, στην απελπισία την ελπίδα, στην εξάρτηση την ελευθερία, στη δύναμη του μεγάλου τη δύναμη του μικρού.
            Όμως την ίδια τραγική εικόνα με τον δαιμονισμένο της περικοπής παρουσιάζει και η κοινωνία του. Οι συμπατριώτες του είχαν πεισθεί, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί ν’ αλλάξει τη μοίρα του και επομένως έπρεπε να υποταγεί σ’ αυτή, σ’ αυτό τον προγραμματισμό.
            Το κλίμα αυτό μεταβάλλεται ριζικά, όταν ο δαιμονισμένος κραυγάζει ένα κάλεσμα προς κάποιον άλλο : τον Ιησού Χριστό. « ιδων δε τον Ιησούν ανακράξας προσέπεσεν αυτώ και φωνή μεγάλη είπε: τι εμοί και σοι, Ιησού υιέ του Θεού του υψίστου;»
            Ο Χριστός ανταποκρίθηκε στην κραυγή δείχνοντας ότι όπου υπάρχει μία τέτοια κραυγαλέα κλίση, παντού όπου ο άνθρωπος από το βάθος της αθλιότητας του ζητάει βοήθεια, εκείνος που αρνείται να  υποταχθεί ολοκληρωτικά σε μια αιχμαλωσία, η λύτρωση ήδη ενεργείται ως χάρη Ιησού Χριστού.
            Μ’ άλλα λόγια εκείνο που ξεχωρίζει στην σημερινή ευαγγελική διήγηση είναι η προσφυγή του δαιμονισμένου στον Χριστό. Γιατί; Διότι έτσι αρνείται έμπρακτα να δεχτεί, ότι η αιχμαλωσία του στη δυστυχία είναι οριστική και αμετάκλητη. Έτσι αρχίζει η ένταξη του στον χριστιανισμό. Αλλά δεν είναι μόνο η προσφυγή του δαιμονισμένου στον Χριστό που προκαλεί ενδιαφέρον. Είναι και η πρόσκληση και πρόκληση που με τις ενέργειες Του δίνει ο Χριστός στους Γαδαρηνούς να οικοδομήσουν την κοινωνία τους σε καινούργια βάση.
            Τη Γαδαρηνή κοινωνία την χαρακτήριζε  μία επιφανειακή θρησκευτικότητα. Οι Γαδαρηνοί γνώριζαν, ότι η θρησκεία τους απαγόρευε τη διατροφή με χοιρινό κρέας. Φρόντιζαν όμως οι υποκριτές να κερδίζουν απ’ αυτό βρίσκοντας βοσκούς και καταναλωτές από το χώρο άλλων θρησκειών. Έτσι και με τη θρησκεία τους τα είχαν καλά, είχαν δε και οικονομικό κέρδος.
            Επόμενο ήταν με αυτή την επιφανειακή, αρρωστημένη, υποκριτική θρησκευτικότητα να αδιαφορούν για τη δυστυχία  του δαιμονισμένου που ήταν πρόβλημα κοινωνικό. Εδώ η θρησκευτικότητα ενεργούσε αρνητικά ως αναισθησία.
            Αν όμως αδιαφορούσαν εκείνοι, δεν αδιαφορούσε ο Χριστός ούτε δια τον δαιμονισμένο Γαδαρηνό, ούτε για την ευρύτερη κοινωνία των Γαδαρηνών. Έδειξε και πάλι ότι η Εκκλησία είναι πράγματι « ουχί εκ του κόσμου τούτου», αλλ’ έχει μία πρωτοφανή και σπουδαία αποστολή « εν τω κόσμω τούτω».
            Και τούτο γιατί « κόσμος κείται εν τω πονηρώ». Γι’ αυτό άλλωστε βλέπουμε το Χριστό να κινείται σε χώρους όπου η πίστη πρέπει να δώσει τη μάχη της. Για τον Χριστό δεν υπάρχει ουδέτερος χώρος για να μιλήσει κανείς για την πίστη. Έτσι βλέπουμε να καθιστά την κοινωνία των Γαδαρηνών ένα χώρο θεολογικό, εκκλησιαστικό. Η κοινωνία των Γαδαρηνών είναι ένας αληθινά εκκλησιαστικός χώρος επειδή ανάμεσα της κινείται και ενεργεί ο Ιησούς Χριστός.
            Τελικά για το σημερινό Ευαγγέλιο ο Χριστός δεν αντιπροσωπεύει ένα θέμα θρησκευτικό. Ο Χριστός της ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο Θεάνθρωπος που επιμένει να αναμοχλεύει την ιστορία σε πείσμα των βολεμένων. Είναι ο Υιός του Θεού σε αντίθεση με τις δυνάμεις εκείνες που φθείρουν τη δημιουργία, διαλύουν τις κοινωνίες, που αποσυνθέτουν τις ανθρώπινες υπάρξεις. Είναι ο Θεός που σε αντίθεση με τα είδωλα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους ή εκφράζουν τον απάνθρωπο κόσμο τους και που δεν παύουν να υποδουλώνονται σ’ αυτά.
            Στα Γάδαρα δεν τέθηκε θέμα αν ο Χριστός είναι ή όχι ο Χριστός. Ο δαιμονισμένος τον αναγνωρίζει λέγοντας: « τι εμοί και σοι Ιησού Υιέ του Θεού του Υψίστου;»  Ετέθη όμως το θέμα της πραγματικής δυνάμεως και έκτασης της αμαρτίας και των δαιμονικών δυνάμεων.
            Εκείνο το οποίο μάλλον σκανδάλιζε τους Γαδαρηνούς δεν ήταν η παρουσία του Χριστού, αλλά η δύναμη του κακού που αναστάτωνε την κοινωνία τους. Μπροστά σ’ αυτή τη δύναμη του κακού υποχωρούσαν. Προτιμούσαν την ηρεμία της εξάρτησης παρά τη σύγκρουση με τη δύναμη κακού. Είχαν δύο επιλογές: ή την υποταγή ή την προσφυγή σ ΄Αυτόν που τους έδινε την ελευθερία.     
            Στην πλειοψηφία τους δέχτηκαν την πρώτη επιλογή διότι φοβήθηκαν: « και εξήλθον ιδείν το γεγονός και ήλθον προς  τον Ιησούν και εύρον καθήμενον τον άνθρωπον αφ’ ου τα δαιμόνια εξεληλυθη και εφοβήθησαν».  Όλοι πλην ενός θρησκευόμενου πρώην  δαιμονισμένου. Αυτός δεν φοβάται διότι βλέπει ότι η δύναμη του Χριστού είναι μεγαλύτερη από τη δύναμη του κακού. Μπροστά στο χριστό η δύναμη του κακού υποχωρεί και καταστρέφεται « και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη».
            Ο Ιησούς ξεκινώντας το έργο Του ένα Σάββατο σε μια Συναγωγή προσδιόρισε το έργο Του ως εξής: « πνεύμα Κυρίου …..επ’ εμέ ου ένεκεν έχρισε με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκε με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν……». Και αυτό το έπραξε εγκαινιάζοντας την καινούργια πραγματικότητα καταλύοντας τις αντίθετες πνευματικές  δυνάμεις, ελευθερώνοντας τους ανθρώπους από τις ασθένειες, δίνοντας φως στους τυφλούς , κτυπώντας τον θάνατο, καταργώντας την αδικία δίνοντας με την διδασκαλία Του την εικόνα του καινούργιου κόσμου και δείχνοντας ότι ο νέος κόσμος έρχεται μέσα από το πάθος και την ανάσταση του Χριστού.
            Ο άνθρωπος που έχει ο Χριστός μπροστά Του είναι ο άνθρωπος που συνθλίβεται από τον πόνο. Τα πρόσωπα που ξεσκεπάζει είναι φυσιογνωμίες τραυματισμένες, δυστυχισμένες, ταλαιπωρημένες από τις δυνάμεις της φθοράς, της αδικίας και του θανάτου. Ο στόχος Του είναι συγκεκριμένος με απελευθερωτικές πράξεις να αποδεσμεύσει αυτούς τους ανθρώπους απ’ αυτές τις δυνάμεις δίνοντας τους συνθήκες ζωής εκκλησιαστικές. Αυτό έπραξε και αυτό πράττει συνεχώς.
            Αν οι χριστιανοί έχουν το θάρρος να αντιμάχονται τις δυνάμεις του κακού χωρίς να φοβούνται για την αναγέννηση του κόσμου και να σπάνε το φράγμα της δυστυχίας, είναι διότι το θάρρος αυτό εκπηγάζει από τα μεγάλα ιστορικά έργα του Χριστού. Και πρέπει να προσθέσουμε, ότι αυτή η ιερά ιστορία των έργων του Χριστού δεν σταματά στην Ανάληψη Του, αλλά συνεχίζεται μέσα στο μυστικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
            Τα μεγάλα έργα που ο Θεός εκπληρώνει εδώ και πάνω από 20 αιώνες δικαιώνουν  το δικαίωμα μας να ελπίζουμε ότι αυτά τα μεγάλα έργα συνεχίζονται και στο μέλλον. Αυτό πίστευαν οι Άγιοι και εδώ βρίσκεται η αξία της μαρτυρίας τους.
            Από το σημερινό Ευαγγέλιο μας προκύπτει η δυναμικότατα του χριστιανισμού. Στην πλανητική εποχή μας οι δυνάμεις του καλού είτε αδρανούν, είτε μάχονται, η δυναμική αυτή έχει ενδιαφέρον καθώς κάνει τη ζωή ν’ αξίζει να τη ζούμε.
            Αν αυτό είναι που ζητάμε ουσιαστικά, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ευχάριστα ό,τι μας προέκυψε  από το Ευαγγέλιο της σημερινής Λειτουργίας.
            Καλή Κυριακή

 π.Γ.Στ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικο.
Το διαβασα με προσοχη.

νγς