Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (Σπορέως) Ευαγγέλιο : 8,5-15





Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



            Εν ολίγοις



            Η σημερινή ευαγγελική περικοπή του σπορέως αναγινώσκεται στους ι. Ναούς στις αρχές του Οκτωβρίου δηλ. στην αρχή του κατηχητικού και κηρυκτικού έργου της Εκκλησίας μας.

            Η παραβολή αυτή είναι από τις πιο αντιπροσωπευτικές λόγω της παραστατικότητας και των συμβολισμών της. Ιδιαίτερα η παρομοίωση του λόγου του Θεού  με το σπόρο είναι ενδεικτική, γιατί δείχνει τη μεταμορφωτική δύναμη και ζωτικότητα που περιέχει, αλλά και τη δυνατότητα να καρποφορεί, όπου βέβαια υπάρχει πνευματική ετοιμότητα. Γι’ αυτό και η Εκκλησία προβάλλει το έργο του σπορέα- Χριστού κατά την έναρξη της περιόδου του δικού της έργου, της σποράς και της καλλιέργειας των πιστών.

            Αφού λοιπόν ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού, προβάλλει το ερώτημα: Μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει το λόγο του Θεού και πώς;

            Ο πρώτος άνθρωπος είχε τη δυνατότητα λόγω της άμεσης επικοινωνίας του με τον Θεό να γνωρίζει το θέλημά Του. Μετά όμως την πτώση  ό άνθρωπος χάνει αυτό το δώρο της επικοινωνίας με τον Θεό, αλλά μαθαίνει το θέλημά Του και τις εντολές Του μέσα από τους προφήτες, τους εργάτες του Θεού μέσα στην ιστορία. Μάλιστα ανάμεσα στα βιβλία της Π. Δ. περιλαμβάνονται βιβλία μεγάλων ανδρών που περιέχουν την αποκάλυψη του λόγου του Θεού. 

            Ο Χριστός καθώς κηρύττει αναφέρει αποσπάσματα από τις Γραφές δηλ. την Π. Δ. και τονίζει: «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας αλλά πληρώσαι». Ο Χριστός ως γνωστόν δεν έγραψε τίποτε, αλλά οι πιστοί ακροατές και απόστολοι φωτισμένοι από το Άγ. Πνεύμα  κατέγραψαν ένα μεγάλο μέρος από τους λόγους του, τα λεγόμενα «λόγια», τα οποία απετέλεσαν τη μαγιά των ευαγγελίων και της συλλογής των βιβλίων της Κ.Δ.

            Τα βιβλία της Κ.Δ. κατέχουν κεντρική θέση στη ζωή της Εκκλησίας και το χριστιανικό μήνυμα καταγράφτηκε σταδιακά και περιεκτικά προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες που αντιμετώπιζε η αρχέγονη Εκκλησία. Τα προβλήματα της ιεραποστολής οδήγησαν στη συγγραφή επιστολών προς τις νέες χριστιανικές κοινότητες. Οι επιστολές αυτές γρήγορα αναγνωρίστηκαν ως επίσημα κείμενα και πηγές της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.

            Τα κείμενα αυτά των επιστολών αποτέλεσαν μια ενιαία έκδοση. Η πρώτη συλλογή των επιστολών που εκδόθηκε κατά το τέλος του α΄ αι μ. Χ. είναι οι επιστολές του Απ. Παύλου που έχουν επηρεάσει βαθειά τη ζωή της Εκκλησίας. Αλλά και το υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ. και τα ευαγγέλια γράφτηκαν για να καλύψουν κι αυτά ανάγκες τις Εκκλησίας. Πάντως η συλλογή όλων των βιβλίων της Κ. Δ. σ’ ένα βιβλίο έγινε γύρω στο 170 μ. Χ. και από τότε αποτελούν τα αυθεντικά γραπτά μνημεία της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας.

            Οι ιεροί συγγραφείς είχαν κύριο σκοπό να εξυπηρετήσουν τις ποιμαντικές  ανάγκες της πρώτης Εκκλησίας. Στην Κ.Δ. δεν υπάρχει ολοκληρωμένη και συστηματικά διατυπωμένη η χριστιανική πίστη, αλλά περιγραφή των εμπειριών της αποστολικής Εκκλησίας. Η συλλογή των βιβλίων της Κ.Δ. έχει άμεση σχέση με τη ζωή της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι εκείνη που δημιούργησε τη Κ.Δ. Προηγείται η Εκκλησία και έπεται η Γραφή. Η Γραφή είναι έργο της Εκκλησίας και απευθύνεται σ’ αυτούς που είναι μυημένοι στη χριστιανική πίστη. Για όσους βρίσκονται  έξω από την Εκκλησία το μήνυμά της είναι ακατανόητο και παρεξηγημένο.

            Το Άγ. Πνεύμα που καθοδήγησε  τους ι. συγγραφείς, το ίδιο δεν έπαψε να ενεργεί και να κατευθύνει τη ζωή των πιστών από την αρχή μέχρι σήμερα. Οι «εν αγίω Πνεύματι» αποφάσεις των Οικ. Συνόδων, τα έργα των αγ. Πατέρων  συνεχίζουν την αποστολική πίστη και παράδοση. Βεβαιώνουν δηλ. ότι το Άγ. Πνεύμα, «το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν».

            Η ζωή της Εκκλησίας ταυτίζεται με την Παράδοσή της και συνεχίζει την ιστορική συνέχεια της θ.Αποκάλυψης  από την αποστολική εποχή μέχρι σήμερα.

            Οπότε αν κάποιος θέλει ν’ αποδεχθεί τη χριστιανική πίστη και να γνωρίσει το λόγο του Θεού δεν είναι αρκετό να μελετήσει την Αγ. Γραφή. Χρειάζεται να  ζήσει ως ζωντανό μέλος της Εκκλησίας και να βιώσει ενσυνείδητα την παράδοσή της. Και όταν λέμε παράδοση δεν εννοούμε μία ανεξέλικτη πηγή του χριστιανισμού όπου μπορεί ο καθένας όποτε θέλει να προσθέτει ή να αφαιρεί ό, τι νομίζει. Κι ακόμη δεν πρέπει να τη συγχέει με τα έθιμα και τις τοπικές παραδόσεις. Η Παράδοση ερμηνεύει και συνεχίζει την Κ. Δ., διασώζει γραπτά όσα δεν καταγράφηκαν από τους αποστόλους, αλλά ήταν βίωμα της αποστολικής Εκκλησίας.

            Κοντολογίς ο λόγος του Θεού δεν μας είναι άγνωστος, αλλά έχει αποκαλυφθεί στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και εξακολουθεί να παραμένει ως αιώνια Αλήθεια που βιώνεται μέσα το χώρο της Εκκλησίας ως σωστική Αλήθεια.



Καλή Κυριακή

π.γ.στ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετική ανάλυση.