Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ Ευαγγέλιο: Λουκ. 7, 11- 16






Ο ΘΑΝΑΤΟΣ: ΜΙΑ ΟΔΥΝΗΡΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

            Εν ολίγοις


            Μελετώντας κανείς τα ι. ευαγγέλια διαπιστώνει ότι ο Χριστός έρχεται συχνά αντιμέτωπος με αμέτρητα ανθρώπινα προβλήματα. Σε κάθε πόλη και χωριό που επισκέπτεται συναντά την απόγνωση, τη θλίψη, τον πόνο και την ασθένεια. Συγκινείται από τις περιπέτειες των ανθρώπων, σκύβει με συμπάθεια και ευσπλαχνία πάνω σε κάθε άνθρωπο, τον συντρέχει και τον θεραπεύει.
            Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα εντάσσεται κα το θαύμα της σημερινής ευαγγελικής διήγησης. Εδώ ο Ιησούς έρχεται αντιμέτωπος με το πιο βασανιστικό πρόβλημα του ανθρώπου: το πρόβλημα του θανάτου.
            Στην πόλη της Ναίν μια χήρα γυναίκα κηδεύει το μονάκριβο παιδί της. Δεν υπάρχει κάτι για ν’ απαλύνει τον πόνο της, να την παρηγορήσει και ο  μεγάλος πόνος της γίνεται αιτία για να παρέμβει ο Χριστός στη συνέχεια όπως βλέπουμε.
            Η πομπή με το νεκρό παιδί κινείται προς τον τόπο της ταφής έξω από την πόλη. Και εκεί ακριβώς τους συναντά μία άλλη ομάδα ανθρώπων με επί κεφαλής τον Χριστό. Η εικόνα αυτή έχει ένα βαθύ θεολογικό συμβολισμό. Ο θάνατος συναντά τον Χριστό που είναι η ζωή. Και όπως συμβαίνει με το φως που νικά το σκοτάδι, έτσι και στην περικοπή μας αυτή η συνάντηση της ζωής και του θανάτου δεν μπορούσε παρά να έχει ως μοναδικό νικητή τη ζωή.
            Ο θάνατος είναι από τα πιο τραγικά γεγονότα της ζωής και οδηγεί τον άνθρωπο στην απελπισία και το αδιέξοδο. Και οι λόγοι είναι  πολλοί.
            Πρώτα- πρώτα ο φόβος που προκαλείται από τη σκέψη του πιθανού εκμηδενισμού της ανθρώπινης ύπαρξης και επιστροφής στην ανυπαρξία. Ο άνθρωπος μπροστά σ’ αυτό το ενδεχόμενο αντέδρασε ήδη από την αρχαιότητα σ’ αυτή την μηδενιστική ερμηνεία της ζωής και είπε, ότι ο θάνατος είναι μεν διάλυση του ανθρώπου, αλλά όχι και αφανισμού. Το σώμα ως φυσικό στοιχείο επιστρέφει στη γη, ενώ η ψυχή συνεχίζει να υπάρχει. Εδώ έχουμε θεωρία περί της αθανασίας της ψυχής και της εχθρότητας εναντίου του υλικού στοιχείου του ανθρώπου.
            Αν δεχτούμε αυτή την άποψη τότε το άγνωστο της άλλης ζωής δημιουργεί ανασφάλεια και φόβο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος όταν γεννιέται κλαίει γιατί βγαίνει από την ασφάλεια της μητρικής κατοικίας, αλλά και όταν πεθαίνει αισθάνεται την ίδια ανασφάλεια μπροστά στο άγνωστο που καλείται ν’ αντιμετωπίσει. Αλλά και ο αποχωρισμός από αγαπημένα πρόσωπα ή όταν ματαιώνονται οι προσδοκίες του, αφήνουν μία πικρή γεύση και μεγάλο πόνο.
            Ένας μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας, ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, περιγράφει όλο το φάσμα και την τραγικότητα της απειλής του θανάτου. Αξίζει αν το προσέξουμε:
            «Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον». Ο Δαμασκηνός με θρηνητικό τρόπο θρηνεί για το άδοξο τέλος του ανθρώπου. Και σε άλλο ύμνο υπογραμμίζει την ματαιότητα της ζωής:
            «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον. Ου παραμένει ο πλούτος ου συνοδεύει η δόξα. Επελθών γαρ ο θάνατος πάντα ταύτα εξηφάνισται…».
            Ο θάνατος δεν υπολογίζει τον πλούσιο. Αδιαφορεί για τους δοξασμένους με τα κοσμικά αξιώματα.
            «Και είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα και είπον: τις έστιν βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος ή πένης, δίκαιος ή αμαρτωλός;». Κάθε διαβάτης της ζωής αναρωτιέται μαζί με τον ι. υμνογράφο: «Πώς παρεδόθημεν τη φθορά και συνεζεύχθημεν τω θανάτω;».
            Είναι αλήθεια  ο θάνατος  το φυσιολογικό τέλος του ανθρώπου; Ή μήπως είναι ένα είδος αρρώστιας που στέρησε την ανθρωπότητα από τη δυνατότητα  της αληθινής ζωής;
            Η Εκκλησία και η ορθόδοξη θεολογία διδάσκει,  ότι η αμαρτία είναι αυτή που απομάκρυνε τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής και τον οδήγησε στον πνευματικό και σωματικό θάνατο. Αυτή ήταν η μοίρα του ανθρώπου π. Χ. Ο Ιησούς Χριστός όμως με το Σταυρό και την Ανάσταση Του ανέστησε την ανθρώπινη φύση νικώντας το θάνατο. Οπότε η ελπίδα για τη ζωή έγινε πραγματικότητα.
            Ο Χριστός, ο αρχηγός της ζωής, στη χήρα γυναίκα της Ναίν παράγγειλε να μην κλαίει το νεκρό παιδί της, γιατί στο πρόσταγμα Του: «Νεανίσκε σοι λέγω εγέρθητι», η ζωή επέστρεψε στο νεκρό παιδί της. Και ο λαός έκπληκτος παρακολουθώντας τα γενόμενα ομολογούσε ότι «επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού».
            Ο θάνατος δεν είναι πια η σκληρή μοίρα του ανθρώπου, αλλά η μετάβαση από τον θάνατο στη ζωή, γι’ αυτό ο ι. υμνογράφος μακαρίζει τους κοιμηθέντας εν Χριστώ γράφοντας: «Μακαρία η οδός η πορεύει σημερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως». Ο Απ. Παύλος συνιστά και παρηγορεί τους χριστιανούς «να μη λυπούνται όπως οι λοιποί που δεν έχουν ελπίδα. Διότι αν πιστεύουμε, ότι ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός δια του Ιησού Χριστού θα φέρει μαζί Του εκείνους που κοιμήθηκαν εν Χριστώ Ιησού.

Καλή Κυριακή

π. γ. στ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: