Και ξαφνικά ανοίγει ένα παραθυράκι
στο νου. Έρχεται ένα φως. Τότε έχεις μία άλλη αίσθηση. Τότε το κατανοείς καλά.
Με μία κατάνυξη και συναίσθηση και θεία θαλπωρή. Και λες: “Τι άλλο να λέω;”.
Παρά μόνο πάλιν και πολλάκις και συνεχώς: “Κύριε, ελέησον!”.
Δίχως
να βαριέσαι. Δίχως να κουράζεσαι. αυτό τα λέει όλα. Δεν θέλει άλλα πολλά. Οι
ποιητές νοιώθουν τους συνανθρώπους τους και τους παρηγορούν, όπως οι άγιοι. Είναι μεγάλη
ευλογία να συναντάς ένα ποιητή κι ένα άγιο. Οι άγιοι όμως δεν θέλουν ν’ αφήσουν
πίσω τους ίχνη. Οι άνθρωποι μόνο αφήνουν πάνω τους τ’ αχνάρια της κακίας τους.
Κύριε ελέησέ τους, δεν ξέρουν τι χάνουν και τι κάνουν.
Λυπάμαι
όταν δεν μπορώ να προσευχηθώ. Προτιμώ, έλεγε ένας γέροντας , την προσευχή από
τα κούφια λόγια, τις ψευτοευγένειες και τις θολές καλοσύνες. Η μεγαλύτερη
φιλανθρωπία είναι η προσευχή κι ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Είναι η
μεγαλύτερη ιεραποστολή κι ευεργεσία του κόσμου. Τα πολλά λόγια δεν αναπαύουν.
Στην αληθινή προσευχή δεν δίνουμε το περίσσευμα του χρόνου, μα τις πιο καλές κι
αποδοτικές ώρες μας, τις κύριες ώρες την ημέρας, της ζωής μας.
¨Κύριε,
ελέησον!”.
Μωυσή
Αγιορείτη, μοναχού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου