Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Ποιοι παραλαμβάνουν τις ψυχές;



του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου

Τι συμβαίνει κατά την ώρα του θανάτου, όταν η ψυχή χωρίζεται από το σώμα; Ποιοί παραλαμβάνουν τις ψυχές και πού τις οδηγούν; Στα ερωτήματα αυτά, πού δεν μπόρεσαν, ούτε θα μπορέσουν ποτέ να απαντήσουν και οι σοφότεροι άνθρωποι, δίδει απάντηση η ιερά παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας με αποκαλυπτικά θαύματα που συναντάμε στους βίους των αγίων και σε άλλα ορθόδοξα βιβλία. Δύο αποκαλυπτικά θαύματα, που περιέχονται στο σπουδαιότατο και ψυχωφελέστατο Γεροντικό, θα αναφέρουμε παρακάτω προς ψυχική μας ωφέλεια:
Α. Σαν έμαθαν οι πολυάριθμοι ασκητές στο βουνό του Μεγάλου Αντωνίου πως ο Αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του, μαζεύτηκαν στην καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμησή τους γι’ αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της Ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη η μακρόχρονη ζωή του ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα και τώρα στο θάνατό του έλαμψε σ’ όλη της την πληρότητα. Στη σεβάσμια μορφή του είχε χαραχτεί μια έκφραση ήρεμης ευτυχίας. Σαν ένοιωσε γύρω του τους συνασκητάς του, τους αδελφούς του, τους συντρόφους του στον «καλόν αγώνα», που τώρα αυτός νικητής άγγιζε στο τέρμα του, τα χείλη του αργοσάλεψαν, κάτι θέλησε να πει. Εκείνοι, Γέροντες και νεώτεροι, σεβάσμιοι Πατέρες και αρχάριοι υποτακτικοί, όλοι τους δακρυσμένοι από βαθιά συγκίνηση, στέκονταν με ευλάβεια μπροστά σε αυτήν την μυσταγωγία. Απόλυτη σιγή είχε απλωθεί γύρω. Περίμεναν να ακούσουν τα τελευταία λόγια ενός μεγάλου Αγίου, να τα φυλάξουν σαν παρακαταθήκη ιερή. Μα εκείνος είχε μεταρσιωθεί, δεν έβλεπε πια παρά μόνο τα ουράνια. «Έρχεται ο Αββάς μου», τον άκουσαν να ψιθυρίζει. Ρίγος πέρασε από τα λιπόσαρκα σώματα των ασκητών. Είδαν για μια στιγμή, με τα μάτια της ψυχής τους, την μεγάλη μορφή του «Καθηγητού των Μοναστών», τον Όσιο Αντώνιο, να απλώνει το ευλογημένο χέρι του για να πάρει κοντά του τον πιο εκλεκτό από τους μαθητές του, εκείνον που αντέγραψε και τις πιο μικρές λεπτομέρειες της παράδοξης ζωής του. «Να ο χορός των Αποστόλων και των Προφητών!». Το πρόσωπο του ετοιμοθανάτου έλαμψε από φως ουράνιο, καθώς σιγοψιθύρισε αυτά τα λόγια. Τα χείλη του αργοσάλευαν ακόμη, λες και κουβέντιαζε με όντα που μόνο εκείνος έβλεπε. «Με ποιόν συνομιλείς Πάτερ;» ρώτησαν οι γεροντότεροι από τους συνασκητάς του. «Οι Άγιοι Άγγελοι θέλουν να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν ακόμη να μετανοήσω», είπε με κόπο και δύο δάκρυα κύλισαν πίσω από τα πεσμένα βλέφαρά του. «Δεν έχεις πια ανάγκη από μετάνοια, μακάριε Σισώη. Συ μετανοούσες σε όλη σου την ζωή» του αποκρίθηκαν οι Πατέρες θαυμάζοντας την ταπεινοφροσύνη του. «Δεν ξεύρω, αδελφοί μου, να έχω βάλει ακόμη αρχή». Καθώς έλεγε αυτά, άστραψε ξαφνικά το πρόσωπό του, λες κι έβλεπες σ’ αυτό τον ίδιο τον ήλιο. Οι γύρω έμειναν εκστατικοί από θαυμασμό μαζί και φόβο. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου! Δόξα σοι!». Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μ’ αυτά πέταξε η ψυχή του στα ουράνια. Είχε ιδεί τον Ιησού, που λάτρευε από τα βάθη της καρδιάς του. Κανείς δεν μπορούσε να ειπεί, μα όλοι το βεβαίωναν. Το παράδοξο φώς που έβλεπαν στη μορφή του, η υπερκόσμια γαλήνη που είχε χυθεί στην ταπεινή καλύβα, η άρρητη ευωδία, όλα μαρτυρούσαν την επίσκεψη του Ουρανίου Βασιλέως στον εκλεκτό φίλο του.
Β. Κατέβηκε μια μέρα στην πόλη, να πουλήσει τα πανέρια του ένας γέρος Αββάς. Κατάκοπος από την οδοιπορία πήγε και κάθισε  στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου σπιτιού, που βρέθηκε στο δρόμο του. Τη στιγμή εκείνη ψυχοραγγούσε ο πλούσιος νοικοκύρης του σπιτιού. Ενώ ο Αββάς ξεκουραζόταν, ανίδεος για ό,τι γινόταν μέσα, είδε ξαφνικά να έρχονται καλπάζοντας πλήθος μαύροι καβαλάρηδες άγριοι στην όψη. Στην εξώθυρα κατέβηκαν από τα κατάμαυρα επίσης άλογά τους κι όρμησαν στο σπίτι. Ο Γέροντας κατάλαβε και τους ακολούθησε ως επάνω στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου. Σαν τους αντίκρυσε εκείνος, έβγαλε σπαρακτικές κραυγές: «Θεέ μου, σώσε με». Εκείνοι τον ειρωνεύτηκαν σκληρά. «Τώρα στην δύση της ζωής σου θυμάσαι τάχα τον Θεό; Πολύ αργά το σκέφτηκες. Γιατί δεν τον φώναζες από την αυγή; Τώρα μας ανήκεις». Καθώς έλεγαν αυτά εκείνοι οι απάνθρωποι, απόσπασαν με βία την ψυχή του και με θριαμβευτικό αλαλαγμό απομακρύνθηκαν. Ο Αββάς έμεινε σαν πεθαμένος από την θλίψη  και την τρομάρα του. Όταν ύστερα από πολλή ώρα συνήλθε, διηγήθηκε για ωφέλεια των άλλων, τι του είχε φανερώσει ο Θεός.
Όπως βλέπετε, αδελφοί μου, άγγελοι ή δαίμονες παραλαμβάνουν τις ψυχές. Γι’ αυτό ας μετανοήσουμε, ας εκκλίνουμε από το κακό και ας ποιήσουμε το αγαθό, επιρρίπτοντας τον εαυτό μας στο έλεος του Θεού, για να ελπίσουμε ότι, κατά την κρισιμότατη ώρα του θανάτου μας, άγγελοι θα παραλάβουν τις ψυχές μας, που θα τις οδηγήσουν κοντά στο Θεάνθρωπο Σωτήρα και Λυτρωτή μας, το χορηγό της αιωνίου μακαριότητος και δόξης. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: