Το επάγγελμα εμπόδιο στην
πίστη;
Εν ολίγοις
Η συζήτηση του Χριστού με τον εκατόνταρχο που Τον πλησίασε
για να Τον παρακαλέσει για τη θεραπεία του υπηρέτη του, είναι αποκαλυπτική για
τους πιστούς κάθε εποχής. Είναι υποδειγματική η αυτοσυναίσθηση της αναξιότητας
που εκφράζει η ομολογία του ρωμαίου αξιωματικού: «Κύριε, ουκ είμι ικανός ίνα υπό την στέγην μου εισέλθεις».
Μας προκαλεί εντύπωση η παραπάνω απάντηση αυτού του ρωμαίου
αξιωματικού που εκπροσωπούσε την κρατική εξουσία. Το επάγγελμα του δεν τον
εμπόδισε να φανερώσει την πίστη του σε σημείο που να τον επαινέσει ο Κύριος για
την παρρησία της ομολογίας του.
Πολλές φορές οι δικαιολογίες μας όσον αφορά την απιστία ή
την ολιγοπιστία μας στρέφεται στο επάγγελμά μας. Λέμε: η φύση του επαγγέλματός
μας φταίει για την αποτυχία μας ως ζωντανών χριστιανών. Και θεωρούμε ότι αυτή
είναι η αιτία που η πίστη μας δεν είναι τόσο θερμή και ζωντανή και οι σχέσεις μας με τον Θεό δεν είναι τόσο
φιλικές.
Το άλλοθι αυτό έχει κάποια
βάση και σ’ αυτό έρχεται ν’ απαντήσει η σημερινή ευαγγελική διήγηση.
Κεντρικό πρόσωπο του σημερινού ευαγγελίου είναι ένας
εκατόνταρχος ρωμαίος αξιωματικός που υπηρετούσε στην Καπερναούμ. Δεν διασώζεται
τ’ όνομά του, αλλά διασώζεται το λαμπρό ήθος του και η αξιοθαύμαστη πίστη του.
Σε μια εποχή που οι δούλοι θεωρούνταν ασήμαντα «πράγματα» ο
εκατόνταρχος δείχνει συγκινητική στοργή για τον άρρωστο υπηρέτη του, κάτι που φαίνεται από τα λόγια του:
«Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία
μου παραλυτικός δεινώς βασανιζόμενος».
Μας εντυπωσιάζει το γεγονός, ότι ένα τόσο τραχύ επάγγελμα,
όπως αυτό του στρατιωτικού, δεν τον επηρέασε συναισθηματικά, ώστε η καρδιά του
να φιλοξενεί τέτοια αισθήματα φιλαλληλίας σ’ ένα δούλο! Τέτοια αισθήματα που τα
θαυμάζουμε, όταν ο απ. Παύλος στην προς Φιλήμονα επιστολή του έγραφε για το
δραπέτη και κλέπτη δούλο του Ονήσιμο. Τον χαρακτηρίζει ως «τα εμά
σπλάχνα».
Αλλ’ εκείνο που προσελκύει το ενδιαφέρον μας από τη ζωή του
εκατόνταρχου είναι η πίστη του στο
πρόσωπο του Κυρίου. Ο εκατόνταρχος, ειδωλολάτρης από τους προγόνους του,
εκπρόσωπος
μιας κραταιάς εξουσίας και
μέσα σ’ ένα υπόδουλο έθνος έμεινε ανεπηρέαστος από την αλαζονεία της εξουσίας.
Κράτησε την ανθρωπιά του και ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τους κατοίκους της
Καπερναούμ και μάλιστα τους έκτισε και οίκο προσευχής, Συναγωγή.
Ο ευγενής αυτός
ρωμαίος αξιωματικός θα γνώρισε τον
Μωσαϊκό νόμο και θα προετοιμάστηκε ψυχικά καθώς τον βοηθούσε και η αγαθή
προαίρεσή του για να πιστέψει στον Ιησού Χριστό ως Υιό του Θεού. Ήταν μάλιστα
τόσο καθαρή η πίστη του σε σημείο που θα προκαλέσει τη δημόσια επιβράβευσή της
λέγοντας: «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον».
Η συμπεριφορά
του ρωμαίου εκατόνταρχου σίγουρα θ’ αποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα για όλες τις
χριστιανικές γενεές στο θέμα σχέσης
επαγγέλματος και πίστης. Όσοι πίστεψαν στο ευαγγέλιο δεν
διαφοροποιήθηκαν και πολύ στο θέμα του επαγγέλματος. Ακολούθησαν τα συνηθισμένα
επαγγέλματα για να εξοικονομήσουν προς το ζην, όπως έκανε ο Απ. Παύλος. Αλλά
και στις τάξεις των Αγίων έχουμε στρατιωτικούς άνδρες που ανεδείχθησαν
μεγαλομάρτυρες της πίστεως.
Συνεπώς σ’
όσους θέλουν να ευαρεστήσουν το Θεό, το επάγγελμα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο,
γιατί για τους πιστούς μαθητές του Χριστού το πρώτο «επάγγελμα» είναι άλλο: να
παραμείνουν συνεπείς στις υποσχέσεις του
Κυρίου τους. Οπότε το επάγγελμα παύει να είναι αυτοσκοπός και γίνεται μέσον για
τη σωτηρία.
Έτσι εφάρμοσαν
την χριστιανική φιλοσοφία οι χριστιανοί, όπως μας το διασώζει ένα κείμενο της
αποστολικής εποχής, η προς Διόγνητον Επιστολή. Οι χριστιανοί «εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ’ ουκ κατά σάρκα
ζουν. Επί γης διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται».
Αν η
χριστιανική άποψη για τη ζωή και το νόημά της δεν υπερτονίζει την υπεροχική
αξία κάποιου επαγγέλματος, όμως η ίδια η ορθόδοξη πίστη οδηγεί τον πιστό μακριά
από ορισμένα επαγγέλματα που σαφώς αντιστρατεύονται την πίστη και το ευαγγέλιο.
Η Εκκλησία μας
τιμά και το ευτελέστερο επάγγελμα. Τιμά εκείνον που κοπιάζει για το γενικό καλό
από υψηλές θέσεις, αλλά τιμά κι εκείνους που φροντίζουν τη δημόσια υγεία, όπως
είναι οι οδοκαθαριστές. Δεν τιμά όμως εκείνους που είναι υποδουλωμένοι στο
χρήμα χάρη του οποίου είναι ικανοί να θυσιάσουν χωρίς δισταγμό ηθικές αρχές
προκειμένου να ικανοποιήσουν κάθε
ανομία.
Ο χριστιανός
καλείται να εντάσσει την εργασία του και ιδιαίτερα το επάγγελμά του στην
προοπτική της εν Χριστώ τελειώσεως, που είναι άλλωστε και το κύριο «επάγγελμά»
του ως χριστιανού. Η επαγγελματική ενασχόληση δεν πρέπει να αυτονομείται, όπως
έγινε στον προτεσταντισμό, αλλά εντάσσεται στα πλαίσια της εν Χριστώ ζωής.
Ο πιστός
καλείται να ασκεί το επάγγελμά του εργαζόμενος «ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώποις».
Με τον τρόπο αυτό τοποθετεί την εργασία και το επάγγελμά του στην προοπτική της
αγάπης και της προσευχής. Έτσι κάθε επάγγελμα γίνεται περιοχή καλλιέργειας της
χριστιανικής αγάπης και της εν Χριστώ ζωής. Τα κατά σάρκα έργα προσλαμβάνουν
πνευματικό περιεχόμενο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πρώτα
χριστιανικά χρόνια κάποιοι επαγγελματίες της «τέχνης» και του αμαρτωλού
θεάματος, άφηναν τα επαγγέλματά τους και ασχολούνταν με ταπεινά και τίμια και
ευλογημένα επαγγέλματα. Συνεπώς μπορούμε ν’ ασκούμε το οποιοδήποτε τίμιο και
αξιοπρεπή επάγγελμα χωρίς αυτό να γίνεται εμπόδιο για την κατάκτηση της ζωής
και της βασιλείας του Θεού.
Καλή Κυριακή
π. γ. στ.
1 σχόλιο:
Καλή Κυριακή πάτερ
ωραία η ανάλυση του ευαγγελικού μηνύματος.
Καλή συνέχεια.
Δημοσίευση σχολίου