Η έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ, ήταν όπως την ξαφνική σπίθα που άναψε τη θρυαλλίδα ενός παμπάλαιου δυναμίτη, που η ιστορική μοίρα είχε κρύψει, χρόνια αμέτρητα πριν, στην μπαρουταποθήκη των θρύλων. Των εθνικών μας θρύλων. Όπως οι πόθοι οι προαιώνιοι, οι αβάσταχτοι καημοί της λευτεριάς, της σκλαβιάς οι αλογάριαστοι πόνοι κι οι δραματικές λυτρωτικές αναζητήσεις, ύφαναν τους θρύλους στον αργαλειό των μεγάλων οραματισμών της Φυλής μας.
Ήταν κάτι σαν θαύμα. Από τ' απύθμενα βάθη της λαϊκής παράδοσης, ξεπετάχτηκαν οι θρύλοι των Ελλήνων. Οι Έλληνες της Κύπρου ζούσαν στον κόσμο των θρύλων τις επόμενες μέρες εκείνου του Απρίλη. Αυτή την αντίληψη δείχνει η αφήγηση που εκτίθεται παρακάτω:
«θυμάμαι την ανάσταση των θρύλων, στην κοσμογονική θέρμη της γενέτειρας μου, της Γιαλούσας. Κάτω από μια μεγάλη, πλατιά, καλαμένια καλύβα, σκεπασμένη με θαμνώδη κλαδιά σκοινιάς. Εκεί συναθροίζονταν κάθε δειλινό οι άνθρωποι του λαού, όπως πάντα. Θυμάμαι, λοιπόν, τον Απρίλη του '55 τον Παναγή Κ. να μιλά: «κάτι μεγάλο γίνεται. Επανάσταση. Όπως το 1821 που λεν. Πήγα χτες στο αλακάτι. Κι είδα μπροστά μου ένα λεβεντάνθρωπο. Είχε γένια. Διψούσε. Γύρευε νερό να ξεδιψάσει. Ως με είδε, σηκώθηκε. Σαραντάπηχος! Μη φοβάσαι πατριώτη, μου είπε. Διψώ. Μόνο νερό θέλω». Ε, το λοιπόν, απάντησε ο Φίλιππος, σίγουρα ήταν ο Διγενής!"
Έτσι φαντάστηκε τον αρχηγό του αγώνα μας η ψυχή του λαού μας. Όπως το μυθικό ήρωα που συμβόλιζε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα χρόνια του υπέροχου οικουμενικού μεγαλείου της. Τον ημιθεϊκό εκείνο γίγαντα που δρασκελούσε ποτάμια και κάμπους, που πατούσε στην Καραμανιά τα πόδια του κι άδραχνε την κορφή του βουνού μας με το χέρι του, σφραγίζοντας με τ' όνομα του το ημερολόγιο της αιωνιότητας. Κι όπως η λαϊκή μούσα των μέσων αιώνων τραγουδούσε τον πανταχού παρόντα Ακρίτα να μάχεται το ένα πρωί στα Μικρασιατικά περιγιάλια της Μαύρης Θάλασσας, το άλλο πρωί στις κλεισούρες του Ταύρου και το δειλινό στα ειδυλλιακά ακροθαλάσσια του Πενταδάκτυλου και να συντρίβει τα πειρατικά στίφη των άγριων Σαρακηνών, έτσι κι η φορτισμένη από τις λυτρωτικές πνοές φαντασία του Κυπριακού Ελληνισμού διαισθανόταν το Διγενή του 1955 να δρασκελά τα ρουμάνια της Κύπρου και να πολεμά την τυραννία στα διάσελα των κορυφογραμμών μας, στις πόλεις μας, στην ύπαιθρό μας.
Βέβαια, η πραγματικότητα, ήταν αλλιώτικη. Ήταν γιγαντιαίο το πνεύμα. Μα το κορμί ανθρώπινο κι οι δυνατότητες περιορισμένες. Ο ανθρώπινος Διγενής ήταν ο καταδιωκόμενος Αρχηγός, ο κατατρεγμένος ηγέτης που τον κυνηγούσε η προδοσία, η Ιντέλιτζενς Σέρβις, ο στρατός, μια πανίσχυρη αυτοκρατορία. Κι ο Αρχηγός έπρεπε να μετακινείται διαρκώς, να κρύβεται, να γλιστρά μεσ' απ' τα χέρια των διωκτών του, να δραπετεύει μέσα από τις αδηφάγες φλόγες της πύρινης κόλασης που άναβαν οι Άγγλοι για να τον κάψουν. Ήταν αναγκασμένος να κατευθύνει τη μοίρα του αγώνα από τα κρησφύγετα των βουνών, τα καταφύγια των πόλεων, τις κρύπτες των χωριάτικων σπιτιών.
ΕΟΚΑ: Οι Μεγάλες Ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου