Αναδημοσιεύουμε, εις μνήμην, ένα άρθρο του κ.Παναγιώτη Παπαθεοδώρου.
“Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες…
τα δε έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτού” (Αποκ. 14, 13)
Τη Δευτέρα, 19η Ιανουαρίου ε.ε., το μεσημέρι, ημέρα που θα μετέβαινε στην Αθήνα ο μακαριστός π. Παύλος Χριστοδουλής για θεραπεία στο νοσοκομείο “Σωτηρία” συνοδευόμενος από την πρεσβυτέρα και τον κοινό φίλο κ. Τάσο Κωστόπουλο, τον πήρα τηλέφωνο και του ευχήθηκα “καλό ταξίδι, καλά να πάνε και καλύτερα να γυρίσει”.
Το “μέτρο” για το καλύτερο είναι άλλο το δικό μας και άλλο του Θεού. Άλλη η κρίση η ανθρώπινη και άλλα τα κριτήρια του Θεού “ Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ή τις σύμβουλος αυτού εγένετο.” (Ρωμ. 11, 34) λεει ο απ. Παύλος. Έτσι ο π. Παύλος αφού πάλαιψε σχεδόν ένα εξάμηνο με την επάρατη νόσο και πλήρωσε τι χρόνο της επί γης παροικίας του, τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, 23ης Ιανουαρίου “πειθαρχικό νεύματι” εκλήθη να αποθέσει το δερμάτινο χιτώνα και να προαχθεί στο υπερουράνιο θυσιαστήριο, όπου προεξάρχει ο Μέγας Αρχιερέας, για να συλλειτουργεί με τους απ’ αιώνος εκλεκτούς και αγαπημένους, πρεσβεύων προς “το αρνίον το εσφαγμένον από καταβολής κόσμου” για τους δικούς του, τους φίλους του, τους ενορίτες του.
Ο διάκονος του Τριαδικού Θεού και φιλακόλουθος ποιμένας π. Παύλος γεννήθηκε στην Καλάνιστρα Αχαίας, στις 2 Φεβρουαρίου 1938, από φτωχούς αλλά ευσεβής γονείς τον Κωνσταντίνο και την Παναγιώτα Χριστοδουλή. Ήταν το 8ο παιδί, κατά σειράν γεννήσεως, από τα 10 αδέλφια του. Από παιδί 10 ετών ξεκίνησε να φυλάει πρόβατα για να εξελιχθεί, σε ώριμη ηλικία, σε ποιμένα λογικών προβάτων.
Οι καιροί δύσκολοι, τα μέσα πενιχρά και το μέλλον στο χωριό πρόβαλλε ζοφερό. Προικισμένος με ακατάβλητη θέληση ο Παύλος σε ηλικία 12 ετών κατέβηκε στην Πάτρα για δουλειά και γράμματα. Εργαζόμενος σκληρά κατόρθωσε να βγάλει το Νυκτερινό Γυμνάσιο των Πατρών. Αφού εξεπλήρωσε και τη στρατιωτική του θητεία, άρχισε να ξεδιπλώνει τα μελλοντικά του σχέδια. Οδηγούμενος από εσωτερική κλίση, φοίτησε στο Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Πατρών με σκοπό να γίνει κληρικός. Ανδρωθείς ηλικιακά και προετοιμασθείς πνευματικά νυμφεύτηκε την διακρινομένη για την πίστη της και την ευλάβειά της διδασκάλισσα κ. Αθηνά Θεοφιλάτου, μετά της οποίας δημιούργησε μια ευλογημένη οικογένεια, μια “κατ’ οίκον Εκκλησία” αποτελούμενη από 4 παιδιά (2 αγόρια και 2 κορίτσια), τα οποία με πολύ κόπο και πολλές δυσκολίες ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου”, μεγάλωσαν, σπούδασαν και αποκατάστησαν στην κοινωνία. Ο π. Παύλος, ευρισκόμενος κοντά τους, ένιωθε σιγουριά και ευτυχία, μέχρι την τελευταία του στιγμή, και σαν τον Αβραάμ ευφραινόταν βλέποντας τα “κύκλω της τραπέζης του ως νεόφυτα ελαιών”.
Ο ιερός πόθος που από παιδί θέρμαινε τα μύχια της καρδιάς του βρήκε “καιρό του ποιήσαι τω Κυρίω”. Το σωτήριο έτος 1965 έλαβε από τον αοίδιμο Μητροπολίτη Πατρών κυρό Κωνσταντίνο τη θεία χάρη, που τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληρεί, καταστάς, στις 14 Φεβρουαρίου, Διάκονος και στις 21 του ιδίου μήνα ιερουργός των μυστηρίων του Θεού.
Αφ’ ότου ο π. Παύλος έθεσε τη δεξιά του πάνω στο αλέτρι, για να καλλιεργήσει τον εμπιστευόμενο από τον Κύριο του αγρό, διακρίθηκε για το ανεπίληπτο βίο του, το εκκλησιαστικό του ήθος, την απαράμιλλη εργατικότητα του, τη φιλοπτωχία του και προ πάντων για τη στέρεη προσήλωσή του στην αμώμητη πίστη της Εκκλησίας μας και την Ελληνορθόδοξο παράδοση.
Αναγκασμένος ο π. Παύλος να ακολουθεί τις μετακινήσεις της δασκάλας-πρεσβυτέρας άλλαξε αρκετές ενορίες: Κρήνη Πατρών, Κ. Αχαία, για να έλθει στο Μητροπολιτικό ναό Πατρών, ύστερα από πολλά χρόνια. Απ’ όπου πέρασε ο π. Παύλος κατέλειπε φήμη συνετού, εργατικού, ανεπιτήδευτου και αγαπητού ιερέα, έχοντας πάντα στο πλευρό του την εκλεκτή σύζυγό του – πρεσβυτέρα, η οποία, ως λαμπάδα αναμμένη, βρέθηκε δίπλα του μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του.
Ο π. Παύλος κατέληξε στην ενορία της Αγίας Παρασκευής, στην Άνω πόλη. Από τότε που εγκαταστάθηκε στην ενορία αυτή μέχρι την εκδημία του επιτέλεσε τα ιερατικά του καθήκοντα, ως εφημέριος και ως προϊστάμενος του ναού, με συναίσθηση ευθύνης και με φόβο Θεού. Ευλαβείτο ιδιαίτερα την αγία Παρασκευή και τον άγιο Αθανάσιο, τη μνήμη των οποίων γιόρταζε με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Υπηρέτησε το λαό του Θεού 44 συναπτά έτη με προθυμία ζήλο και ανιδιοτέλεια. Δίδασκε με το παράδειγμά του. Με την απλότητά του, την εργατικότητά του και την προσήνειά του είχε κερδίσει τη συμπάθεια των ενοριτών του, οι οποίοι τον σέβονταν, τον αγαπούσαν και τον εμπιστεύονταν. Αυτό φάνηκε άλλωστε, και από την πάνδημη συμμετοχή κλήρου και λαού στην κηδεία του.
Ως λειτουργός ο π. Παύλος ήταν άριστος. Μεταρσίωνε το εκκλησίασμα με τη βοήθεια και των ιεροψαλτών του. Έψαλλε γλυκά. Διάβαζε τις ευχές με κατάνυξη. Ο τόνος της φωνής του καλούσε τους πιστούς σε συμπροσευχή. Η επιμονή του στην τάξη είχε τα αποτελέσματά της. Η ομιλία του στο τέλος της θείας λειτουργίας ήταν σύντομη, περιεκτική και πάντοτε προετοιμασμένη. Με προθυμία εξυπηρετούσε λατρευτικά τα σχολεία της ενορίας του. Η προσήνειά του και η αγάπη του στα παιδιά τα προσείλκυε στην Εκκλησία.
Αλλά και ως πνευματικός ο π. Παύλος είχε επιτύχει. Στο εξομολογητήριο ήταν συγκαταβατικός, αλλά και αυστηρός. Καυτηρίαζε την αμαρτία, αλλ’ ανόρθωνε τον αμαρτωλό, άκουε με προσοχή τον εξομολογούμενο και έδινε συμβουλές. Η προσήνειά του, η ανεκτικότητά του, το ενδιαφέρον του για τα προβλήματα του καθενός τον έφερναν κοντά σε κάθε πνευματικό του παιδί. Μ’ αυτό τον τρόπο είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη όλων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, αλληλοδιαδόχως, τρεις Μητροπολίτες των Πατρών: κυρός Κωνσταντίνος, κυρός Νικόδημος και ο νυν Σεβασμιώτατος κ. Χρυσόστομος τίμησαν με οφίκια τον π. Παύλο κάνοντας τον ο πρώτος “Σακελλάριο”, “πνευματικό” ο δεύτερος και “πρωτοπρεσβύτερο” ο νυν Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος, ο οποίος μάλιστα προέστη και της εξοδίου ακολουθίας.
Ο μακαριστός π. Παύλος φεύγοντας από τον κόσμο αυτό για τον άφθαρτο και αιώνιο άφησε πίσω του σπουδαίο έργο. Εξωράισε τον ενοριακό ναό της Αγίας Παρασκευής. Συμπλήρωσε την αγιογράφησή του. Το ενδιαφέρον του δεν ήταν μικρότερο και για το παρεκκλήσιο του αγίου Αθανασίου. Για τις πνευματικές ανάγκες της ενορίας έφτιαξε πολυώροφο πνευματικό κέντρο. Έτσι στο πρόσωπό του έχει πλήρη εφαρμογή ο ψαλμικός στίχος: “ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με”.
Ο χαρισματικός κληρικός π. Παύλος Χριστοδουλής, αφού διακρίθηκε στη ζωή για την αγωνιστικότητά του το ήθος του και τη συνεχή προσπάθειά του για την οικοδομή και σωτηρία ψυχών “υπέρ ων Χριστός απέθανε", μεταφυτεύτηκε, με την εκδημία του, στη θριαμβέβουσα Εκκλησία, στη σύναξη των εκλεκτών του Θεού, των “εν ουρανοίς απογεγραμμένων”.
Η σορός του συνοδευόμενη από την πρεσβυτέρα του, τα παιδιά του και τους λοιπούς οικείους, συγγενείς, φίλους, και ενορίτες κατέληξε προς ενταφιασμό στη γενέτειρά του, την Καλάνιστρα, για να αναπαυθεί κοντά στους προσφιλείς γονείς του.
Αναμφισβήτητα, ο τάφος είναι μεν το τέρμα της παρούσας ζωής, όμως είναι και η αφετηρία της αιώνιας, της μακάριας και πνευματικής ζωής, κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας μας. Και απ’ αυτή την άποψη η εκδημία κάθε πιστού είναι φυσικό να είναι πρόξενος πρόσκαιρης λύπης, δακρύων και πένθους, αλλά και χαράς (χαρμολύπης) “επί τοις δικαίοις”, καθόσον, κατά τον άγιο Ιγνάτιο το Θεοφόρο, “το δύναι από του κόσμου (τούτου) προς Θεόν” είναι ανατολή, μετάσταση σ’ έναν άλλο κόσμο μακάριο και πνευματικό, “πολλώ βελτίω της γης”, κατά τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, αφού ο Χριστός συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του Άδου και συνέθλασε τους σιδερένιους μοχλούς.
Το μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου μας δίνει ελπίδα και παρηγοριά.
π. Παύλε, θα σε θυμόμαστε για πάντα
Εύχου και συ για μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου