Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Δ ΄ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ( Μρκ. 9, 17-31), π.Γ.Στ


 
ΜΕΤΑΞΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

          Εκατομμύρια άνθρωποι βασανίζονται μεταξύ πίστεως και απιστίας. Το δράμα τους βρίσκεται στο ότι, πιστεύουν τόσο όσο για να μην χαρακτηρισθούν άπιστοι, δεν πιστεύουν όμως τόσο, όσο χρειάζεται για να θεωρηθούν πραγματικά πιστοί.
          Δεν μπορούν να παραδεχθούν ότι, όσα βλέπουν και δεν βλέπουν έχουν γίνει τυχαία, και ότι πέρα από την παρούσα ζωή δεν υπάρχει τίποτε πλέον. Δεν πιστεύουν όμως σε συγκεκριμένο Θεό δημιουργό και Πατέρα. Πιστεύουν έτσι αόριστα ότι, εκτός από τον κόσμο και τον άνθρωπο υπάρχει κάποιο ανώτερο Ον. Δεν είναι δηλ. τόσο καθυστερημένοι, ώστε να είναι άθεοι, φοβούνται όμως μήπως δεν θεωρηθούν σύγχρονοι ή μήπως αναλάβουν κάποιες υποχρεώσεις, αν χρειασθεί, όταν πορεύεται πάνω στα ίχνη της παραδοσιακής πίστης. Γι’ αυτό δεν τολμούν να κάνουν ένα βήμα παραπάνω, ώστε να γίνουν αληθινά πιστοί. Είναι άνθρωποι που μέσα στην ψυχική τους  τρικυμία δεν έχουν ούτε την ειρήνη του πιστού ούτε την απάθεια του απίστου. Θα άρμοζε σ’αυτούς να πουν τα λόγια του τραγικού πατέρα του σημερινού Ευαγγελίου: « πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία».
          Η πονεμένη αυτή κραυγή εκπροσωπεί τη βασανιστική αμφιταλάντευση εκατομμυρίων άλλων ατόμων. Είναι εκείνοι που αυτή τη στιγμή αισθάνονται μέσα στην ψυχή τους τη γαλήνη και το φως της πίστεως, αλλά που την επόμενη μέρα η τρικυμία της αμφιβολίας ταράσσει και ταλαιπωρεί τον ψυχικό τους κόσμο. Και ενώ τώρα είναι ειρηνικοί  σε λίγο παραδέρνουν μέσα στο σάλο της αβεβαιότητας. Η πιο ασήμαντη γνώμη που μπορεί ν’ ακούσουν και η πιο μικρή δυσκολία θα συναντήσουν, τους κλονίζει ό,τι προς στιγμή με πολύ κόπο είχε δημιουργηθεί μέσα στην ψυχή τους. Είναι οι «πιστοί» εκείνοι που παλεύουν μεταξύ πίστεως και αμφιβολίας.
          Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι πάσχουν από την ίδια νόσο: χρειάζονται συγκεκριμένη πίστη. Έχουν ανάγκη να πεισθούν ότι, αυτό το ανώτερο Ον που παραδέχονται ότι υπάρχει, δεν είναι απλώς μια ψυχρή ανώτερη δύναμη, αλλά ο Παντοδύναμος Θεός και Πατέρας όλων μας αδιακρίτως. Εκείνος που μας αγαπά, ακόμη κι’ όταν τον παρακούμε και Τον πολεμούμε.
          Η αγάπη Του Θεού για όλους μας είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορούμε να το εννοήσουμε. Καμιά ανθρώπινη αγάπη δεν μπορεί να συγκριθεί με την αγάπη του Θεού. Το βεβαιώνει ο Ίδιος: «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεό τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν.». Οπότε το πνεύμα του Θεού θέτει το ερώτημα: Εκείνος που «του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ΄υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν, πως ουχί και συν αυτώ  τα πάντα ημίν χαρίσεται;».
          Όσοι λοιπόν έχουμε ατελή  και αφηρημένη πίστη ας βγάλουμε τα συμπεράσματα μας και ας την ολοκληρώσουμε. Ας προχωρήσουμε από το λογικό βήμα και ας πλησιάσουμε τον Θεό. Μας περιμένει. Οι αμφιβολίες και οι αμφιταλαντεύσεις που μας βασανίζουν Τον προκαλούν να μας συμπονεί περισσότερο. Διότι η αμφιβολία κουράζει, τσακίζει το σώμα και την ψυχή. Γι’αυτό οι αμφιβάλλοντες έχουν ανάγκη από ξεκούρασμα: « Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες…. καγώ αναπαύσω ημάς».
          Ίσως όλοι αυτοί έχουν μια άλλη αμφιβολία που τους βασανίζει. Πιθανόν να φοβούνται, ότι επειδή αμφιβάλλουν δεν τολμούν εκστομίσουν το σπαρακτικό εκείνο « πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία». Ο φόβος όμως αυτός δεν δικαιολογείται. Εξ άλλου αυτό φαίνεται από  το αποτέλεσμα που είχε αυτή η ατελής έστω, προσευχή του τραγικού εκείνου πατέρα. Μόλις το είπε, ο Κύριος θεράπαυσε αμέσως το άρρωστο παιδί του, και μετά έλεγξε τη γενιά εκείνη την « άπιστη και  διεστραμμένη». Είχε όμως ήδη θεραπεύσει το παιδί και είχε ανταποκριθεί στην προσευχή του πατέρα.
          Συνεπώς και λίγη πίστη να έχουμε παρ’ όλες τις αμφιβολίες μας, ας μην διστάσουμε να παρακαλούμε τον Κύριο ν’ απαλλαγούμε από αυτήν την κατάσταση. Και  όπως οι μαθητές Τον παρακάλεσαν «πρόσθες ημίν πίστιν» και έλαβαν, έτσι κι’ εμείς θα τη λάβουμε. Και πρέπει να αναμένουμε κάτι τέτοιο, διότι οι μαθητές είχαν την ευκαιρία ολόκληρα χρόνια να Τον συναναστραφούν και να δουν τα θαύματα Του και δεν δικαιολογούνταν να είναι άπιστοι. Παρά το ότι ο Κύριος τους ήλεγξε για την ολιγοπιστία τους, εν τούτοις τους έδωκε την πίστη με την οποία «κατηγωνίσαντο βασιλείας» και « έφραξαν στόματα λεόντων».
          Και όσοι όσο αδικαιολόγητοι για την αναιμική πίστη μας, ας μην διστάσουμε να προσευχόμαστε στο Θεό και να Του ζητούμε να βοηθήσει την απιστία μας.
          Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να χαρίσουμε στην τρικυμισμένη ψυχή μας την ποθητή ειρήνη     από την οποία έχουμε τόσο ανάγκη.  

π.Γ.Στ.  

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ενδιαφέρον.

Ανώνυμος είπε...

Πάντα έξοχο(ς)