Κυριακή 31 Μαΐου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ Ευαγγέλιο: Ιω. 7,37-52 8,12





ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΣΤΟ ΦΩΣ

          Εν ολίγοις

          Σήμερα πενήντα μέρες μετά  το Πάσχα γιορτάζουμε την Πεντηκοστή και ψάλλουμε χαρούμενα «Πεντηκοστήν εορτάζομεν και πνεύματος επιδημίαν….». Στον χριστιανισμό η ημέρα αυτή της Πεντηκοστής σημαίνει τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο και την ίδρυση της Εκκλησίας.
          Η παρουσία του Αγ. Πνεύματος σημαίνει μια πλούσια φωτοχυσία στον κόσμο η οποία διαλύει το έρεβος και το σκότος και εγκαινιάζει τη ζωή του φωτός και τη δωρεά των χαρισμάτων του πνεύματος του Θεού.
          Ο Χριστός επεσήμανε, ότι εκείνοι οι οποίοι Τον ακολουθούν έχουν μια θέση προνομιακή σε σχέση με κείνους που ακολουθούν το  καταθλιπτικό σκοτάδι. Όσοι Τον αποδέχονται έχουν οδηγό το φως της ζωής.
          Μένουμε όμως κατάπληκτοι με όσα συμβαίνουν. Μετά απ’ αυτή την υπόσχεση τι θα έπρεπε να συμβαίνει; Όλοι όσοι Τον ακολουθούν κανονικά θα ήταν φυσικό να είναι φωτισμένοι άνθρωποι μια και κατέχουν την Αλήθεια. Κι αυτό θα έπρεπε να ίσχυε σ’ όλα τα επίπεδα της ζωής και όχι μόνο στη θρησκευτική όψη της ζωής, αλλά και στα άλλα ζητήματα.
          Βέβαια δεν εννοούμε, ότι ο πιστός θα έπρεπε να είναι η αυθεντία σε όλα. Αυτό σήμερα με την επιστημονική ανάπτυξη είναι αδύνατο, αλλά θα περίμενε κανείς οι πιστοί να είναι κατά κάποιο τρόπο συνετοί, ώριμοι, προσγειωμένοι, σκεπτόμενοι άνθρωποι, με ήθος, συμπεριφορά, υπόδειγμα οικογενειάρχη, επαγγελματία  και πολίτη. Δηλ. θα έπρεπε με τον τρόπο της ζωής τους να δείχνουν, ότι κατέχουν «το φως της ζωής». Ολόκληρη η ζωή του πιστού θα έπρεπε ν’ αρωματίζεται «εκ του πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις Αυτόν».
          Τί συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα; Περίπου το εντελώς αντίθετο. Όσοι ισχυρίζονται ότι ακολουθούν τον Χριστό ως επί το πλείστον κάθε άλλο παρά φωτισμένο τρόπο ζωής έχουν. Δεν είναι απίθανο να συναντήσει κανείς κάποιο οικογενειάρχη που να  προσπαθεί ν’ αναθρέψει τα παιδιά του με ό, τι έξαλλο υπάρχει στην αγορά, ή ένα επιστήμονα που παρουσιάζει μία μετριότητα στην απόδοση της εργασίας του σε σχέση με τα προσόντα που διαθέτει, ενώ παρουσιάζεται ως θρησκευόμενος άνθρωπος. Δηλ. να έχει μία συμβατική θρησκευτικότητα.
          Δυστυχώς πρέπει να παραδεχτούμε και κάτι άλλο πολύ γενικότερο. Δηλ. πολλοί θρησκευόμενοι ως σύνολα ανήκουν συνήθως στη μερίδα εκείνη που πολεμούν το φως. Ενώ ο χριστιανός θα έπρεπε να αισθάνεται ότι είναι ένας φωτεινός δείκτης και φορέας του φωτός, πολλές φορές εμείς οι χριστιανοί δίνουμε την εντύπωση ότι «ηγαπήσαμε μάλλον το σκότος ή το φως».
          Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε, ότι τους χριστιανούς πολλές φορές τους πιάνει ένας φόβος μπροστά στο φως, ενώ η φυσική μας ζωή θα έπρεπε να είναι η ζωή του φωτός, κάνουμε το παν όχι μόνο να το αποφύγουμε, αλλά και  να το πολεμήσουμε.
          Πολλές φορές φοβόμαστε ότι οι επιστημονικές ανακαλύψεις θα μας δημιουργήσουν προβλήματα και αντιδρούμε έντονα. Και τούτο γιατί έχουμε  συνδέσει, κακώς βέβαια,  την Εκκλησία  μ’ ένα ορισμένο σύστημα επιστημονικών θεωριών και φοβόμαστε μήπως κλονιστεί η πίστη της Εκκλησίας. Επίσης όταν επιχειρούνται ορισμένες αναγκαίες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις κινούνται να τις ματαιώσουν κάνοντας το λάθος να ταυτίζουν την Εκκλησία με κάποιο κοινωνικό σύστημα. Δεν είναι μακρινές οι εποχές, όταν και αυτή η διάδοση της μόρφωσης πολεμούνταν δήθεν εν ονόματι της θρησκείας.
          Σήμερα όμως ημέρα της Πεντηκοστής, γιορτάζουμε τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας, δηλ. το θησαυροφυλάκιο του φωτός και της Αλήθειας. Ίσως δεν θα έπρεπε σήμερα  σε μια τόσο επίσημη ημέρα να κάνουμε λόγο με τέτοιες θλιβερές διαπιστώσεις. Όμως αυτό θα μας βοηθήσει να καταλήξουμε σε συμπεράσματα που μπορούν να βελτιώσουν την κατάστασή μας.
          Αναρωτιέται κανείς ποιο είναι το νόημα αυτού του θλιβερού φαινομένου. Γιατί όσοι ονομαζόμαστε χριστιανοί, μέσα στην κοινωνία δεν παρουσιαζόμαστε σαν φωτεινοί άνθρωποι; Το πάθημα αυτό, γιατί περί παθήματος πρόκειται οφείλεται,  εν πρώτοις στο γεγονός, ότι έχουμε υποστεί μια σύγχυση. Νομίζουμε ότι ακουλουθούμε το Χριστό, ενώ ουσιαστικά ακολουθούμε κάτι άλλο. Διότι αν αληθινά βαδίζαμε στα ίχνη του Κυρίου, θ’ αγαπούσαμε και θα επιζητούσαμε το φως, διότι «ο Θεός φως έστιν». Πώς είναι δυνατόν να είμαστε πιστοί ακόλουθοι του Χριστού και να μην αγαπάμε το φως; «Πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεχθεί αυτού τα έργα».
          Συνεπώς οι παραπάνω διαπιστώσεις πρέπει να μας προσγειώσουν στην πραγματικότητα, δηλ. στον έλεγχο και την αυτοκριτική των πράξεων και της πορείας μας. Και το δεύτερο: οι πράξεις μας να είναι τέτοιες που να μπορούν ν’  αντέχουν στην παρουσία του φωτός. Διότι αν δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε  το άλλο ή και τα δύο μαζί, τότε ούτε τον Χριστό ακολουθούμε, ούτε το φως Του έχουμε. Δεν είμαστε τελικά το φως του κόσμου.
          Γνωρίζουμε όμως όλοι, ότι αυτό είναι απαραίτητο αν θέλουμε να είμαστε και να ονομαζόμαστε φωτόμορφα παιδιά της Εκκλησίας, πως πρέπει να λουσθούμε από το φως του Χριστού που «είναι το φως το αληθινόν το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
          Καλό φωτισμό

          π. γ. στ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Χρόνια πολλά στους θεολόγους.