του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου
Στη δεκαετία που ήμουν στον
άγιο Βασίλειο Πειραιώς, γύρω στα 1975-76 σε μια Μαιευτική κλινική μεταβαίνει
μια νεαρά κυρία, 27 περίπου ετών, και συναντά τον Διευθυντή της κλινικής, που
ήταν γνωστός Γυναικολόγος, και του ζητά να κάνει τη γνωστή επέμβαση της εκτρώσεως έναντι μεγάλης αμοιβής, αφού η
άμβλωσις ήταν τότε απαγορευμένη από το νόμο.
Ο γιατρός-μαιευτήρας, που ήταν άνθρωπος του
Θεού και με συμμετοχή στα Μυστήρια, αρνήθηκε και της είπε:
-Κυρία μου, η κλινική μου
είναι φωλιά ζωής και δεν θα την κάνω σήμερα «σφαγείον».
-Είναι δικαίωμά μου, εγώ το
ορίζω κι εγώ θα το ρίξω… Άλλωστε, εσείς θα πληρωθείτε καλά. Μου φτάνει το ένα
παιδί, άλλο δεν χρειάζομαι.
-Δεν γίνομαι συνένοχος στην
αμαρτία σας. Μου το απαγορεύει ο όρκος που έδωσα σαν γιατρός και η συνείδησή
μου!!! Ανταπάντησε ο ευλογημένος αυτός Γυναικολόγος.
Και η ευκατάστατη κυρία
έφυγε νευριασμένη, για να βρει άλλο γιατρό για την άμβλωση.
Από τότε πέρασαν δύο χρόνια.
Ένα πρωινό δέχθηκε στο ιατρείο του ο γιατρός την επίσκεψη μιας μαυροφορεμένης γυναίκας.
Του γιατρού του φάνηκε
γνωστή και πριν μιλήσει η γυναίκα, την θυμήθηκε. Μαζί της ήταν και ο σύζυγός
της, γνωστός μεγαλοεπιχειρηματίας.
-Γιατρέ, με θυμάστε; Είπε
αργά και με πόνο η κυρία.
-Ναι, σας θυμάμαι. Αλλά
γιατί φοράτε μαύρα και είσθε τόσο καταβεβλημένη;
-Γιατρέ, με τιμώρησε ο Θεός!
Μετά την έκτρωση, που την έκανα σε άλλη κλινική, ύστερα από ένα δίμηνο έχασα το
μονάκριβο παιδί μου, τριών ετών, από καλπάζουσα λευχαιμία. Μέχρι την Αμερική πήγαμε,
χωρίς κανένα αποτέλεσμα…Αργότερα είδα και τα χειρότερα. Λόγω της εκτρώσεως,
υπέστη ζημιά η μήτρα μου και τώρα δεν μπορώ να κάνω παιδί, γι’ αυτό και ήρθα σε
σας.
Έσκυψε το κεφάλι της και
άρχισε να κλαίει.
-Μην κλαίτε, κυρία μου. Θα
προσπαθήσω ως γιατρός να σας βοηθήσω. Επιθυμώ όμως να κάνετε κάτι, που είναι
σοβαρό και που θα βοηθήσει αποτελεσματικά στη ψυχοσωματική σας θεραπεία.
-Ό,τι θέλετε, γιατρέ!...
-Θα πάτε εντός της εβδομάδος
σ’ έναν καλό Πνευματικό-Εξομολόγο και θα πάρετε «άφεσιν αμαρτιών» και θα
τηρήσετε τον κανόνα που θα σας βάλει. Και μετά την Εξομολόγηση, την άλλη μέρα,
θα κάμετε αυτές τις ιατρικές εξετάσεις. (Ο Πνευματικός είναι ο πατήρ Γεώργιος
Πικριδάς).
Έφυγαν, και την άλλη μέρα το
απόγευμα πήγαν στον Πνευματικό. Πολύ Γνωστός τότε και με κύρος.
Και ιδού, μεταξύ των άλλων ο
κανόνας που τους έβαλε:
Πρώτον: Με την κληρονομιά
που θα έδιδαν στο τρίχρονο αγοράκι που έχασαν, θα έκτιζαν μια νέα πτέρυγα σ’
ένα νοσοκομείο, όποιο αυτοί θα διάλεγαν.
Δεύτερον: Θα έκαναν όσα
παιδιά θα τους χάριζε ο Θεός, χωρίς αναστολές και δισταγμούς. Δόξα τω Θεώ,
λεφτά είχαν.
Τρίτον: Θα εκκλησιάζονται,
θα προσεύχονται, θα μελετούν την Αγία Γραφή, θα συμμετέχουν στη Θεία Κοινωνία
(μετά τον κανόνα) και θα κάνουν αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων στις
επιχειρήσεις τους.
Και όντως τήρησαν τις
υποδείξεις του Πνευματικού κατά γράμμα. Και ύστερα από πέντε μήνες έμεινε έγκυος
η κυρία και γέννησε ένα αγοράκι που πήρε και το όνομα του πρώτου παιδιού.
Ακολούθησαν άλλα τέσσερα, δηλαδή σύνολο πέντε παιδιά. Τρία αγόρια και δυό
κορίτσια. Και από τότε αυτή η κυρία κλαίει συνεχώς…, κλαίει όμως από ΕΥΤΥΧΙΑ.
Από το βιβλίο: «Πνευματικές
Διαδρομές στους Μακαρισμούς» του πρωτοπρεσβύτερου Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου.
2 σχόλια:
Έξοχο...!!!
Πολύ διδακτική ιστορία
Ευχαριστούμε κ.Νίκο.
Δημοσίευση σχολίου