Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Το τέλος, Δροσοσταλίδα


          Τούτες τις μέρες, που στη γενιά του ΄40 ζωντανεύουν οι μνήμες της ηρωικής εκείνης εποχής, ένας από τους γεροντότερους φίλους της ενορίας μας μου αφηγήθηκε τις παρακάτω προσωπικές του αναμνήσεις, μια αληθινή ιστορία, που αξίζει να την καταγράψω χάριν των -αγέννητων τότε- νεωτέρων μας.
          ….Είναι τα χαράματα της Τετάρτης 9 Απριλίου 1941. Έχουν περάσει τρία μερόνυχτα από την Κυριακή 6 Απριλίου, που άρχισε η πισώπλατη επίθεση των Γερμανών στα μακεδονικά οχυρά της ξακουσμένης «γραμμής Μεταξά».
          Η μονάδα του αφηγητή- ανθυπολοχαγού τότε του Πυροβολικού- ήταν έξω από τα οχυρά, στους άγριους βράχους του Μποζ-Νταγ, αντίκρυ στη βουλγαρική μεθόριο, στη Ράβνια· έτσι λεγόταν μια ραχούλα που το όνομά της θα έμενε γνωστό ως τότε μόνο στον πολεμικό χάρτη. Η αποστολή των πυροβόλων του ήταν σαφής· να προστατέψουν, από επιφανειακές διεισδύσεις του εχθρού, το οχυρό Λίσσε, τη στρατηγική διάβαση του Νευροκοπίου. Να το προστατέψουν «μέχρις εσχάτων», χωρίς ιδέα οπισθοχώρησης, ήταν η διαταγή.
          Τρεις ημέρες και νύχτες κρατούσε το οχυρό όπως και όλη η γραμμή Μεταξά. Δέκα χιλιάδες νεκρούς, μέσα στους οποίους εξακόσιους αξιωματικούς, κόστισε στους κατακτητές, που είχαν ως τότε κυριέψει τη μισή υφήλιο σχεδόν αμαχητί, η σκληρή επίθεση. Στα αήττητα οχυρά έγραφαν μια εποποιΐα, όπως στην Αλβανία οι Έλληνες υπερασπιστές.
          Ο αφηγητής της ιστορίας μας, με τα μάτια στις διόπτρες του παρατηρητηρίου, παρακολουθούσε τις μάχες στο οχυρό του Λίσσε, στο Νευροκόπι: Από τον δρυμό στα βάθη των βουλγαρικών συνόρων, τα βαριά γερμανικά οχήματα προσωπικού άδειαζαν αλλεπάλληλα κύματα πεζών εχθρών απέναντι στο οχυρό. Είχε προηγηθεί τρομερή «προπαρασκευή» αεροπορικού βομβαρδισμού και βολής «βαρέος» πυροβολικού. Ο λόφος του οχυρού καιγόταν από τις φλόγες των εκρήξεων. Μα το οχυρό έμενε ακατάβλητο. Το επάνδρωναν λίγες, αήττητες ψυχές αγωνιστών που αντιστέκονταν, μέρα και νύχτα.
                ….Στη θέα του επικού αυτού αγώνα δάκρυα έβρεχαν τα μάγουλα του ανθυπολοχαγού. Μια τρελλή ελπίδα γεννιόταν στα στήθη του: θα νικούσαμε και εκεί, όπως στην Αλβανία, τα σιδερόφρακτα στίφη του δεύτερου εχθρού;
                Αλλά η τριήμερη αντίσταση και νίκη ήταν αναλαμπή που έκανε έπειτα πικρό, αβάσταχτο, τον πόνο του. Το βράδυ της τρίτης ημέρας βουβάθηκε ξαφνικά η άμυνα των οχυρών. Είχε φθάσει σ’ αυτά η απροσδόκητη διαταγή «παύσατε πύρ»!
                Ο εχθρός από γειτονικούς της Ελλάδας δρόμους, είχε μπει στη Θεσσαλονίκη. Ο πόλεμος με τους Γερμανούς σταματούσε. Νικητές- ηττημένοι ήσαν οι Έλληνες. Οι βάρβαροι θα κατέβαιναν στη λοιπή Ελλάδα.
                Στη Ράβνια έφτασε η διαταγή, να αφήσουν τη θέση τους και να κατέβουν πίσω, στην κεντρική μονάδα, να καταθέσουν εκεί τα όπλα τους.
                Δεν ήταν ο θάνατος, τα «έσχατα» τηε διαταγής αμύνης, που τους έβγαζε από τη θέση τους. Ήταν κάτι χειρότερο, αναπάντεχο· η παράδοση!
                Ο ανθυπολοχαγός είχε βυθιστεί σε άφατη οδύνη. Έσφιγγε ο λαιμός του. Πνιγόταν. Ψέλλισε:
                - Γιατί; Γιατί Θεέ μου έτσι;
          Ο Τζώρτζης, ο ιπποκόμος του, ένα παλληκάρι – μαρμαράς από χωριό της Τήνου, αμίλητος και με σκυμμένο  το κεφάλι από τη θλίψη, ωδήγησε το άλογο του ανθυπολοχαγού κοντά του, για την οδυνηρή επιστροφή. Εκείνος το καβάλησε, είπε στο Τζώρτζη να περιμένει, απομακρύνθηκε για λίγο στην ομίχλη, που οι αδιάφανοι όγκοι της κυλούσαν από την κορυφή της Ράβνιας και τον έκρυψαν από τους πυροβολητές του που έφευγαν.
          Τότε, ξεχώρισε μέσα από την ομίχλη ο Ζαραστάγκας. Προχώρησε και πέρασε δίπλα από τον ανθυπολοχαγό. Ο Ζαραστάγκας ήταν ο πιο ράθυμος για να μιλήσει στρατιώτης της μονάδας. Ο περίεργος αυτός φαντάρος με το αξύριστο πάντα πρόσωπο και τα πονηρά μισόκλειστα μάτια που έκλεβε και κάπου-κάπου τους συναδέλφους του, τώρα ξαναγύριζε στον καταυλισμό, για να μαζέψει κάτι που ίσως θα ξεχνούσαν οι βιαστικοί.
          Αυτός, ο Ζαραστάγκας, ο ακριβομίλητος, με ασυνήθιστη γι’ αυτόν ευκολία, περνώντας δίπλα στον πικραμένο ανθυπολοχαγό, του φώναξε:
          - Πού είναι τώρα ο Θεός, κύριε ανθυπολοχαγέ;
          Πικρό, ειρωνικό ερώτημα σαν να θύμιζε στον αξιωματικό του όσα εκείνος πολλές έλεγε στους άνδρες του, εμψυχώνοντάς του, για τη βοήθεια του Θεού στον αγώνα της Αλβανίας.
          Πονηρό πνεύμα πρέπει να υπαγόρεψε σε ένα βραδύγλωσσο και κακότροπο στρατιώτη, να τοξέψει στην ταραγμένη ψυχή του ανθυπολοχαγού, την κρίσιμη γι’ αυτόν ώρα, το βέλος της απελπισίας.
          Όταν γιγάντωσε η αγωνία στην ψυχή του αξιωματικού το ψαρί άλογό του ταράχτηκε ξαφνιασμένο, ρουθούνισε και πλαγιοβάδισε ανήσυχο.
          Εκείνος τότε το χτύπησε με την παλάμη του στο δυνατό λαιμό του.
          - Ησύχασε «Τέλος».
          «Τέλος», έτσι είχε ονοματίσει το άλογό του, ξεκινώντας, με την επιστράτευση, για το μέτωπο, για να του θυμίζει το άλογο το σύνθημα «Γίνου πιστός μέχρι τέλους».
          Το άκουσμα τώρα αυτής της λέξης τον συνέφερε. Ένα δάκρυ ύγρανε τα θαμπωμένα του μάτια. Ένιωσε βαθιά στα σωθικά του ζωογόνο γλυκύτατο ψίθυρο «ως αύρας λεπτής» : «Δεν είναι ακόμη του τέλος…Ο Θεός πάντα κυβερνά…».
          12 Οκτωβρίου 1944. Στην Αθήνα, σήμερα, η σημαία μας κυματίζει μόνη, ελεύθερη στο βράχο της Ακρόπολης, έπειτα από τριάμισι χρόνια στον Άδη.
          Από τον Υμηττό ως το Αιγάλεω, τα Φάληρα ως την Πάρνηθα ακούγεται το βουητό της χαράς των ελευθερωμένων, που ξεχύθηκαν στους δρόμους και πανηγυρίζουν.
          Ο λεπτός γλυκύτατος ψίθυρος στην καρδιά του ανθυπολοχαγού, στη Ράβνια, την 9 Απριλίου 1941, έχει σήμερα πανεθνική ηχώ, βροντής ηχώ:
          Δεν ήταν τότε το τέλος… Τώρα ήταν το τέλος…

Δροσοσταλίδα 
 
(αποσπάσματα από το διήγημα «Το Τέλος» του βιβλίου «Ο Ενορίτης» του Δημητρίου Σταμάτη)

Δεν υπάρχουν σχόλια: