Από την απελπισία που τον κυριεύει μόνο Εκείνη μπορεί να τον γλιτώση. «Βαγγελίστρα μου, σώσε με» ψιθυρίζει πάλι. Και τότε βλέπει μπροστά του, μαυροφορεμένη και πανέμορφη, την ίδια την Παναγιά της Τήνου, εκείνη που προσκάλεσε. Τόσο ταράχτηκε από την εμφάνισί της, ώστε ξέχασε ολότελε τον κίνδυνο, ανασηκώθηκε στα γόνατα και της σιγομίλησε: «Σ’ ορκίζομαι, Παναγιά μου, σ’ όλη μου τη ζωή να μην αμαρτήσω, να μη σε πικράνω αν με σώσης». Η Βασίλισσα των Ουρανών καταδέχεται τον αφοσιωμένο δούλο της, σκύβει κοντά του και του σκουπίζει το μέτωπο που στάζει ιδρώτα. Ο Γαβριήλ νιώθει το άγγιγμα του ανάλαφρου χεριού Της κι αναθαρρεύει. Τώρα ξέρει πως δεν τον αφήνει Εκείνη απροστάτευτο. Μια οβίδα πέφτει πολύ σιμά του, αλλά βροντάει με ορμή καταγής χωρίς να εκραγή.
Όσες έρχονται κατόπιν σκάνε μακρύτερα, δεν τον βλάφτουν. Ο Γαβριήλ σηκώνεται μεταμορφωμένος. Άφοβα στέκει τώρα ολόρθος. Το αίσθημα της ατομικής του στενότητας έχει πλατύνει ως τον ουρανό. Δείχνει στους συντρόφους του την Παναγιά. Ο Μανόλης κι, άλλοι απλοϊκοί χωριάτες τη διακρίνουν αμέσως. «Δες! Δες! Η Μεγαλόχαρη!». Ποτέ στη ζωή τους, κανένα αίσθημα, δεν τους κλόνισε όσο τούτο το όραμα.
Δροσοσταλίδα
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Πίνδος» του Χρ. Ζαλοκώστα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου