Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ( Μτθ. 1,1-25)


 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ: Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ


         Σήμερα ο άνθρωπος έχει τόσο πολλά κατακτήσει που έφθασε στο σημείο να αισθάνεται πλήρης. Κι’όμως παρ’ όλη τη δύναμη του αισθάνεται κυριολεκτικά εκμηδενισμένος. Λ.χ. μπροστά στις φυσικές δυνάμεις όσα κι’ αν έχει κατορθώσει, αισθάνεται σαν ένα αδύναμο άχυρο. Τι ωφελεί τον άνθρωπο να παρακολουθεί την πορεία μιας καταιγίδας; Παρακολουθεί από την τηλεόραση εκρίζωση πόλεων, δασών, οικοδομημάτων, δένδρων. Βλέπει τις καταιγίδες να μεταβάλλουν τεράστια πλεούμενα της θάλασσας σε μικρά παιγνιδάκια, και δεν έχει τη δύναμη ούτε κατ’ ελάχιστον ν’ αλλάξει την κατεύθυνση τους. Οι τυφώνες ντροπιάζουν την ανθρώπινη παντοδυναμία και αποκαλύπτουν ποιος είναι πράγματι ο εν τη παντοδυναμία του αδύναμος άνθρωπος.
        Αλλά μήπως ο άνθρωπος που  εξάλειψε από τη γη  καταστρεπτικές  επιδημίες, τώρα δεν αντιμετωπίζει ανίσχυρος πλέον τις εκφυλιστικές αρρώστιες του πολιτισμού; Και ίσως σε λίγο να τις καθυποτάξει κι’ αυτές, αλλά και πάλι θα μένει αδύναμος μπροστά σε άλλες ασθένειες, γνωστές και άγνωστες, οι οποίες θα απειλούν τη ζωή του. Τι να πούμε και για την αδυναμία που νοιώθει ένας διάσημος γιατρός, όταν έχει μπροστά του το άρρωστο παιδί του και δεν μπορεί να το θεραπεύσει;
        Αλλά μεγαλύτερη είναι η αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο λεγόμενο ηθικό κακό. Αισθάνεται πολλές φορές να περιβάλλεται από μίσος, φθόνο, κακία, ζήλεια, συκοφαντία και όλα τα ηθικά δηλητήρια, και δεν έχει τη δύναμη να τα μειώσει, χωρίς τη θέληση εκείνου που τα τρέφει μέσα του.
        Βέβαια μπορεί με την απειλή να περιορίσει τις εκδηλώσεις τους, αλλά πώς μπορεί να περιορίσει τα φοβερά αυτά αισθήματα;
 Μήπως ακόμα δεν είμαστε πολλές φορές ανίκανοι και απέναντι στο κακό που βρίσκεται μέσα μας; Πολλές φορές βλέπουμε, ότι μέσα μας κυοφορείται ένα ολέθριο πάθος. Γνωρίζουμε, ότι είναι καταστρεπτικό και προσπαθούμε ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτό. Συμβαίνει όμως ότι λέει και ο Παύλος στο Ρωμ. 7,15-24 «πράττω όχι ό,τι θέλω, αλλ’ ό,τι επιθυμώ. Βλέπω μέσα μου έναν άλλο νόμο που πολεμά ό,τι το λογικό μου θεωρεί ως ορθό και με παραδίδει αιχμάλωτο στο νόμο της αμαρτίας. Είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Ποιος θα με σώσει από αυτό το σώμα του θανάτου;
Πέρασαν είκοσι και πλέον αιώνες από τότε που γράφτηκαν αυτά τα θεόπνευστα λόγια. Ο άνθρωπος εν τω μεταξύ πραγματοποίησε  εκπληκτικές προόδους και από την άποψη αυτή βρίσκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο που βρισκόταν τότε.
Αδύνατος ο άνθρωπος και μπροστά στα στοιχεία της φύσεως, και στις ασθένειες και προ του ηθικού κακού και γύρω του. Αδύνατος όμως  κυρίως ο άνθρωπος να διερευνήσει μόνος του το μυστήριο της προέλευσης του, του προορισμού του, του πνευματικού κόσμο κ.α. Βέβαια, τα ζητήματα αυτά είναι κυρίως καθαρά θεωρητικά. Εν τούτοις, η διαλεύκανση τους αποτελεί ζωτική ανάγκη για την ψυχή του. Χωρίς απάντηση σ’ όλα αυτά αισθάνεται ανικανοποίητος και δυστυχής. Ποιος λοιπόν μπορεί να του συμπαρασταθεί σ’ αυτή του την αδυναμία και θα φωτίσει τα ερωτήματα του;
Την απάντηση την έδωκε ο άγγελος στη σημερινή ευαγγελική διήγηση. Την ίδια απάντηση ακούμε να ψιθυρίζει και η καρδιά μας, όταν θέλουμε για μια στιγμή να την αφήσουμε ελεύθερη. Είναι η απάντηση που επανέλαβαν τα εξοχότερα στόματα της ιστορίας. Είναι ο Ιησούς Χριστός, του Οποίου το Όνομα απαγγέλλει ολόκληρη η δημιουργία.
Αλλά ο άγγελος δεν είπε μόνο το όνομα Του       . Είπε πως είναι και μαζί μας. Είναι ο Εμμανουήλ, «ο Θεός μεθ’ ημών». Είναι κοντά μας. Το μεγάλο ατύχημα είναι, ότι λησμονούμε αυτή την παρήγορη πραγματικότητα και ζούμε σαν η πραγματικότητα αυτή να μην είναι δική μας. Ενώ ο Θεός είναι μαζί μας, εμείς ζούμε «ως ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω». Αν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε την συνεχή  παρουσία του Θεού, θα είμαστε πολύ διαφορετικοί απ’ ό,τι είμαστε. Ακόμη κι’ αν είχαμε συνείδηση της θείας παρουσίας, όχι κάθε μέρα, αλλά έστω και λίγα μόνον λεπτά της ώρας καθημερινά, η ζωή μας θα ήταν παραδεισένια.
Διότι είναι εντελώς άλλο πράγμα να πιστεύουμε στο Θεό και άλλο να νοιώθουμε την παρουσία Του δίπλα μας. Όπως άλλο είναι να πιστεύουμε, ότι υπάρχει Θεός και εντελώς άλλο να νοιώθουμε, ότι είναι  «μεθ’ ημών ο Θεός».
        
π.Γ.Στ.