ΤΟ ΒΕΒΑΙΟΤΕΡΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Ανάμεσα στις εκπληκτικές επιδόσεις του σύγχρονου ανθρώπου ήταν και η αύξηση του μέσου όρου της ζωής του. Και οι προσπάθειες συνεχίζονται για την παράταση της ανθρώπινης ζωής. Ο,τιδήποτε όμως κι αν γίνει, όσο κι αν παραταθεί η ανθρώπινη ζωή, ένα είναι βέβαιο: κάποτε θα έλθει ο θάνατος και για μας, έστω κι αν ζήσουμε χίλια χρόνια. Γι’ αυτό χωρίς αμφιβολία θα μπορούσαμε να πούμε, ότι για τον άνθρωπο το μόνο βέβαιο γεγονός είναι ο θάνατος.
Από τη στιγμή της συλλήψεως ενός εμβρύου είναι σίγουρο με μαθηματική ακρίβεια, ότι η ανθρώπινη ζωή κάποτε αργά ή γρήγορα θα πεθάνει.
Σε τι ωφελεί λοιπόν να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα αυτή με υστερία και νευρικότητα; Το καλύτερο είναι να επωφεληθούμε από τις υπομνήσεις που μας προσφέρονται με ποικίλους τρόπους. Μια απ’ αυτές είναι εκείνη από τη σημερινή ευαγγελική διήγηση με τον θάνατο του θηριώδους Ηρώδη: «και ην εκεί έως της τελευτής του Ηρώδου» ( Ματθ. 2,19).
Τι συμβαίνει συνήθως; Οι περισσότεροι από μας θυμόμαστε τον θάνατο, όταν πεθαίνει κάποιος συγγενής ή φίλος, για να τον λησμονήσουμε και πάλι σε λίγο. Τον θυμόμαστε κάπως περισσότερο, όταν ο αποθανών είναι πιο στενός συγγενής μας. Αλλά και πάλι αυτή η μεγαλύτερη απασχόληση μας γύρω από τον θάνατο συνήθως μας βλάπτει. Μεγαλώνει τη στεναχώρια μας για τον αποχωρισμό του αγαπημένου μας προσώπου και μας οδηγεί στην απογοήτευση για τα ανθρώπινα πράγματα και κάποτε σε μερικούς η φοβία μένει μόνιμα στην ψυχή τους.
Πάντως σε όλες τις περιπτώσεις η προσπάθεια του περιβάλλοντος μας συνίσταται στο να μας κάνουν να «ξεχάσουμε» όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Και σωστά, γιατί αν πρόκειται ν’ απασχολούμαστε με τον θάνατο με αυτό τον καταθλιπτικό τρόπο, είναι καλύτερα να τον λησμονούμε, αφού ούτε ωφελούμαστε ούτε και ωφελούμε.
Υπάρχει και μια άλλη μικρή, ίσως, μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι ασχολούνται με τον θάνατο με ένα διαφορετικό τρόπο. Είναι αυτοί που προσπαθούν συνεχώς να έχουν «μνήμη θανάτου». Αυτοί είναι συνήθως κατηφείς, η θλίψη είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους, δεν απολαμβάνουν καμιά χαρά της ζωής και συνεχώς στις συζητήσεις τους αναφέρουν τόσο πολύ το θέμα του θανάτου, σε σημείο που να γίνονται αποκρουστικοί. Δεν έχουν καμιά όρεξη για την εργασία τους και δεν ενδιαφέρονται για τίποτε εγκόσμιο. Αυτοί μάλλον σύρονται από τη ζωή δεν την ζουν και πολύ λιγότερο δεν την οδηγούν. Βλέποντας κανείς τέτοιους ανθρώπους θα σκέπτεται, ότι οι άνθρωποι αυτοί χάνουν μεν την παρούσα ζωή τους, αλλά κερδίζουν την αιώνια. Το ερώτημα όμως είναι: η άγονη ζωή τους, την οποία σπαταλούν, και ο μη χριστιανικός τρόπος που αντιμετωπίζουν τον θάνατο, τους εξασφαλίζει την αιώνια ζωή; Είναι αμφίβολο.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει με την αντιμετώπιση του θανάτου; Ό,τι ακριβώς γίνεται με όλα τα αναπόφευκτα γεγονότα. Τα αντιμετωπίζει κανείς όσο το δυνατό καλύτερα. Και το καλύτερο στην προκειμένη περίπτωση είναι το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου να γίνει ερέθισμα και κίνητρο δημιουργικό.
Τι προσπαθούμε να κάνουμε όταν έχουμε να τελειώσουμε πολλά πράγματα και ο χρόνος που έχουμε είναι λόγος; Βιαζόμαστε και δεν σπαταλάμε άδικα κανένα λεπτό και η προσοχή μας είναι στραμμένη στην εργασία μας. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και ως προς το γεγονός του θανάτου. Επειδή δεν γνωρίζουμε την ώρα και ο «καιρός συνεσταλμένος εστί», πρέπει να είμαστε εδώ εντάξει με την αποστολή μας και να τελειώνουμε περισσότερο έργο σε λιγότερο χρόνο. Πρέπει να δουλεύουμε με ρυθμό τέτοιο σαν να πρόκειται να πεθάνουμε την επομένη, η δε ποιότητα της εργασίας μας να είναι τέτοια σαν να πρόκειται να διαρκέσει αιώνια.
Και αυτά μπορούν να γίνουν δεκτά ακόμα και από ένα μη πιστό άνθρωπο. Ο πιστός όμως έχει επί πλέον πλεονεκτήματα. Γνωρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής, αλλά η θύρα δια της οποίας μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Πιστεύει ότι συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων οι οποίοι «ου μη γεύσονται θανάτου εις τον αιώνα». Ακόμα πιστεύει, ότι αυτό το θνητό και φθαρτό σώμα θα περιβληθεί με αφθαρσία και ο θάνατος με την Ανάσταση του Χριστού «κατεπόθη εις νίκος». Ο πιστός δια του θανάτου μεταφέρεται σ’ εκείνη την ζωή που έχει εξαλειφθεί «παν δάκρυον…. Και ο θάνατος ουκ έστι έτι, ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος» ( Αποκ. 21,4). Όλα εκεί έχουν γίνει νέα. Δεν υπάρχει νύχτα, γιατί το Φως το αληθινό και η δόξα του Θεού την φωτίζει διαρκώς. Θα έχουν «την χαράν πεπληρωμένην εν αυτοίς» ( Ιωάν. 17,13), διότι η Βασιλεία του Θεού είναι «δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι Αγίω» ( Ρωμ. 14,17).
Και τότε εκείνος που πιστεύει, ότι μετά θάνατο ακολουθούν αυτά τα αγαθά θα φοβάται τον θάνατο ή θα τον ποθεί; Δεν θα προετοιμάζεται με χαρά εδώ για να λάβει μέρος στο Δείπνο της Βασιλείας, στο οποίο θα ακούγεται συνεχώς «ήχος καθαρός εορταζόντων;» Δεν θα καίγεται από την επιθυμία και δεν θα θεωρεί «πολλώ μάλλον κρείσσον» «το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι;» Φιλιπ. 1,23). Αλλά και οι συγγενείς του θανόντος που πιστεύουν, ότι οι δικοί τους μεταβαίνουν από τον θάνατο στην ζωή, παρ’ όλο τον αποχωρισμό, δεν θ’ αφήσουν να έρθει η θλίψη στην ψυχή .
Μια τέτοια αντιμετώπιση του θανάτου εκ μέρους των πιστών θ’ ασκήσει μεγάλη επίδραση στο περιβάλλον τους. Θα οικοδομήσει μια τέτοια προπαρασκευή του πιστού για την αιωνιότητα, που δεν θα είχε καμιά σχέση με την απαισιόδοξη και καταθλιπτική αντιμετώπιση που αναφέραμε παραπάνω.
Το ατύχημα όμως και για μας τους χριστιανούς είναι ότι, κατά κανόνα, είτε δεν αντιμετωπίζουμε καθόλου το πρόβλημα του θανάτου, είτε το αντιμετωπίζουμε με κακό τρόπο.
Είναι πλέον καιρός να μην εθελοτυφλούμε για το δικό μας κυρίως πνευματικό συμφέρον.
π.Γ.Στ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου