Νομίζω ότι αποτελεί
κοινή διαπίστωση όλων μας, τόσο εμπειρική όσο και θεωρητικά μελετημένη, ότι στο
πλαίσιο του σύγχρονου τρόπου ζωής μας και του πολιτισμού μας υπάρχει τάση
υπερπροστασίας του παιδιού, τάση αυξημένης-υπερβολικής- φροντίδας. Ορισμένοι
μιλούν για ένα είδος «ιεροποίησης» της παιδικής ηλικίας, που οδηγεί σε
συγκεκριμένες πρακτικές συμπεριφοράς έναντι των παιδιών. Πολύ σημαντικό ρόλο
παίζει η αγορά, η προώθηση προϊόντων που κατασκευάζονται και διοχετεύονται σε
αυτήν ειδικά για τη φροντίδα του παιδιού, αποβλέποντας στο φυσικό ενδιαφέρον
των γονέων για το παιδί τους. Οι
ψυχολόγοι θα μπορούσαν ίσως να δώσουν απαντήσεις στο κατά πόσο η υπερπροστασία
των παιδιών μπορεί να πηγάζει από κάποια –άλυτα- προβλήματα των γονέων, πχ από
μια αποτυχημένη συζυγική σχέση. Ενδεχόμενη προσωπική αποτυχία μπορεί να
διοχετεύεται ως υπερπροστασία του παιδιού.
Οπωσδήποτε, τα
«απωθημένα» των γονέων τους ωθούν σε μια συνεχή προσπάθεια για παροχή και
εξασφάλιση αγαθών και δραστηριοτήτων στα παιδιά τους, συχνά ξεπερνώντας την
ανάγκη και τη λογική. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή δεν θέλουν να στερηθεί το
παιδί τους πράγματα που έλειψαν στους ίδιους, ή για να μην δημιουργηθεί στο
παιδί η εντύπωση ότι δεν μπορούν να του εξασφαλίσουν όσα επιβάλλουν οι
σύγχρονες «προδιαγραφές» ανάπτυξής του. Από
όλα αυτά τα στοιχεία συνάγεται ότι το φαινόμενο της υπερπροστασίας διαμορφώνει
πιο συχνά μια στάση χρήσης του παιδιού παρά σχέσης με αυτό, προβληματισμός που
χρήζει περαιτέρω ανάλυσης από ειδικούς επιστήμονες. Αυτή η μικρή εισήγηση ξεκινά από τη διαφορά
που έχουν δύο πολύ ωραίες Ελληνικές λέξεις: η λέξη «πρόσωπο/-α» και η λέξη
«χρήματα». Το ουσιαστικό «πρόσωπο» είναι σύνθετη λέξη, παραγόμενη από την
πρόθεση «προς» και το ουσιαστικό «ωψ, ωπός» που σημαίνει «όψη». Πρόσωπο, λοιπόν,
σημαίνει «έχω την όψη προς κάποιον ή κάτι, είμαι έναντι, είμαι απέναντι». Γιατί
στην Ελληνική γλώσσα προτιμήθηκε να ονομαστεί η ανθρώπινη παρουσία με τη λέξη
«πρόσωπο»; Σήμερα αυτή η λέξη έχει παραφθαρεί νοηματικά ή έχει αντικατασταθεί
από τη λέξη «άτομο», που βρίσκεται στον αντίποδα της σημασίας της λέξης
«πρόσωπο». Το άτομο είναι η αδιαφοροποίητη, απρόσωπη αριθμητική μονάδα
ομοειδούς συνόλου (από το στερητικό α- και τη «τομή<τέμνω»), δηλαδή αυτό που
δεν επιδέχεται περαιτέρω τομή. Το άτομο δεν μπορεί να καθοριστεί παρά μόνο με
αριθμό (δελτίου ταυτότητας, φορολογικού μητρώου κλπ). Το πρόσωπο, όμως, είναι η
πραγματικότητα που μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο αν είμαστε «έναντι», δηλαδή με
την αμεσότητα της σχέσης. Κάθε άνθρωπος αποτελεί μοναδική και ανεπανάληπτη
οντότητα που αναγνωρίζεται από αυτήν την αμεσότητα.
Η λέξη «χρήματα»
παράγεται από το απρόσωπο «χρή», αντιπροσωπεύοντας τα αντικείμενα της ανάγκης,
της χρείας. Σε αυτό το σημείο αντιπαραβάλλεται η λέξη «πράγματα» που
αντιπροσωπεύει τα πεπραγμένα ενός προσώπου, δηλαδή το αποτέλεσμα μιας
προσωπικής δημιουργικής ενέργειας. Αντίθετα, τα χρήματα είναι απρόσωπα
αντικείμενα χρήσης, χωρίς καμία σφραγίδα ιδιαιτερότητας. Στον σύγχρονο πολιτισμό, λοιπόν, κερδίζει
συνεχώς έδαφος το πεδίο της χρήσης, με αντίστοιχο περιορισμό του πεδίου της
σχέσης. Αυτό μπορεί να γίνει απόλυτα κατανοητό, εάν σκεφτούμε πώς μεγαλώνει
σήμερα ένα παιδί: από την πρώτη στιγμή που θα έχει κάποια επίγνωση του εαυτού
του, έχει ό,τι επιθυμεί πατώντας ένα κουμπί (φως, θερμότητα, μουσική ή εικόνα).
Αυτή η αυτόματη ικανοποίηση των επιθυμιών του δημιουργεί στον ψυχισμό του μια
αυτάρκεια «εγωκεντρική». Εν τούτοις, οι
αντίστοιχες ενέργειες ενός παιδιού της λεγόμενης αγροτικής κοινωνίας
προϋποθέτουν μια σχέση με τα υλικά (όπου σχέση σημαίνει πάντοτε κάποια
παραίτηση από το «εγώ»): για να ανάψει φωτιά ή να έχει φως πρέπει να έχει μια
προσωπική σχέση με τα υλικά και να σεβαστεί τις ιδιαιτερότητές τους. Ασυνείδητα,
όσο το πεδίο της χρήσης κυριαρχεί εις βάρος των σχέσεων τόσο τα αποτελέσματα
γίνονται πιο σοβαρά και επικίνδυνα για τον άνθρωπο.Ένα παιδί που δεν έχει μάθει
να δημιουργεί σχέσεις και να θυσιάζει κάτι από το «εγώ» του, είναι σχεδόν
βέβαιο ότι πρόκειται να γίνει ένας ανέραστος άνθρωπος. Όταν φτάσει η ώρα να
ερωτευτεί, δεν γνωρίζει πώς γίνεται, δεν ξέρει να κάνει σχέση, να βγει από τον
εαυτό του, να θέσει κριτήρια σχέσης και όχι χρήσης. Η σχέση προϋποθέτει να
βγεις από το εγώ, να θυσιάσεις κάτι από τη θέλησή σου, να δοθείς στον άλλον,
ώστε να αρχίσει μια άλλου είδους γνώση, η οποία διαφοροποιεί τα άτομα από τα
πρόσωπα.
Αυτή η απώλεια
δυναμικής των σχέσεων έχει σαν επακόλουθο την ανάπτυξη απαιτήσεων ιδιοκτησίας,
ικανοποιώντας την ανάγκη κάποιου να κατέχει, να χρησιμοποιεί αποκλειστικά, να
υποτάσσει. Η πραγματική σχέση με τους συνανθρώπους μας κατακτάται με την
καθημερινή άσκηση και ενασχόληση, και όχι με δεοντολογικούς κανόνες ηθικής.
Κανένας δεν θα μάθει να αγαπάει τον Μότσαρτ ή την ποίηση του Καβάφη επειδή
πρέπει ή επειδή το επιβάλλει κάποια δεοντολογία. Σκεφθείτε, όμως, τι αναπηρία
είναι να περάσεις ολόκληρη τη ζωή σου χωρίς να έχεις γνωρίσει και αγαπήσει τον
Μότσαρτ ή τον Καβάφη! Σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη, «το ζητείν απανταχού το χρήσιμον ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις
και ελευθερίοις», δηλαδή στους ανθρώπους που είναι μεγαλόψυχοι και ελεύθεροι
δεν αρμόζει η προτεραιότητα του χρήσιμου. Μεγαλόψυχος σημαίνει να ξέρεις να
μοιράζεις και να μοιράζεσαι, να δίνεις και να δίνεσαι. Ελεύθερος σημαίνει να
μην υποτάσσεσαι σε καμία αναγκαιότητα που επιβάλλεται από τον εγωκεντρισμό. Η
σχέση κερδίζεται από τους «μεγαλόψυχους» και τους «ελεύθερους».
Το παρόν κείμενο
παρουσιάστηκε από τον καθ. Χρ. Γιανναρά στην Ημερίδα «Παιδί και Υγεία» τον
Νοέμβριο του 2003 στο ξενοδοχείο Αθηναΐς.
antifono.gr
1 σχόλιο:
Εξαιρετικός ο Γιανναράς.
Πολύ σπουδαίος άνθρωπος.
Η ανάρτηση αυτή είναι εξαιρετική!
Δημοσίευση σχολίου