Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Χρήστου Γιανναρά "Κριτική πρόσληψη, όχι στείρα μίμηση"


  Τ​​α πέντε χρόνια της «κρίσης», όπου κρίση ονοματίσαμε την οικονομική μας (και όχι μόνο) χρεοκοπία, πρέπει να έδειξαν τις αργόσυρτες στον χρόνο αιτίες της ιστορικής παρακμής μας των Ελλήνων. Αλλά να τις δείξουν σε ποιους; Ενα από τα πιο αρνητικά συμπτώματα της παρακμής είναι και το γεγονός ότι στην ελλαδική κοινωνία δεν υπάρχουν ανοιχτά θέματα για διερεύνηση, απορίες, ζητούμενα. Ολοι τα ξέρουμε όλα – έχει ο καθένας μας την αράγιστη βεβαιότητα ότι διαθέτει την εγκυρότερη δυνατή πληροφόρηση, τη συνεπέστερη λογική ανάλυση της πληροφορίας, το «δικαίωμα» να εκφράζει γνώμη για οποιοδήποτε, έστω και άκρως εξειδικευμένο θέμα. Δεν πρέπει να υπάρχει άλλος λαός σήμερα στην υφήλιο με τόσο δραματικά μειωμένη τη μετριοπάθεια, τη σεμνότητα, τόσο υψηλούς τους δείχτες απαιτήσεων παντογνωσίας, ορθοκρισίας, διορατικότητας. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς, πόσοι από εμάς τους Ελληνώνυμους σήμερα είναι σε θέση να διακρίνουν και να συνειδητοποιήσουν αν η διάλυση, η σήψη, ο εξευτελισμός που ζούμε, πέντε χρόνια τώρα, είναι μια συγκυριακή, περιπτωτική κρίση ή προχωρημένο στάδιο αδυσώπητης παρακμής.
   Το ξεχώρισμα της κρίσης από την παρακμή δεν είναι πρόβλημα για θεωρητικούς της ιστοριογραφίας ή της κοινωνιολογίας. Είναι προϋπόθεση για την ορθή διάγνωση, που θα οδηγήσει και στο σωστό φάρμακο. Βέβαια, εδώ που πια βρισκόμαστε, μοιάζει να είναι αργά και για ορθές διαγνώσεις και για φάρμακο αποτελεσματικό. Η κρίσιμη κοινωνική μάζα που θα μπορούσε να καθορίσει τον προσανατολισμό των σημερινών Ελλήνων, δεν έχει τον μπούσουλα, δηλαδή τα κριτήρια, για να το κάνει. Κάτι που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει είναι ότι: παλεύουμε δυο αιώνες τώρα να γίνουμε «Ευρωπαίοι» και δεν τα καταφέρνουμε. Ο καθένας μας έχει την εξήγησή του γι’ αυτή την ανημπόρια: Ο οξυνούστατος Παναγιώτης Κονδύλης την ερμήνευε καταφεύγοντας στην «καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία» – αλλά αστική τάξη θα αναπτυσσόταν, μόνο αν είχαμε καταφέρει να γίνουμε «Ευρωπαίοι», επομένως η ερμηνεία του αυτοακυρώνεται συνιστώντας «λήψιν του ζητουμένου». Κυνηγός λεκτικών πυροτεχνημάτων, ο Κώστας Αξελός εντόπιζε την αποτυχία εξευρωπαϊσμού ως συνέπεια του επαρχιώτικου «ελληνοκεντρισμού» που περιθωριοποίησε τους Ελλαδίτες, τους καθήλωσε σε μια ψευδαισθητική αυτάρκεια. Την ίδια ουσιαστικώς ερμηνεία υιοθέτησε (ex conversio) και ο Στέλιος Ράμφος, αποδίδοντας όλα τα δεινά του μη εξευρωπαϊσμού μας στον «ψυχικό μηδενισμό της βυζαντινής (ασκητικής) απορρίψεως του κόσμου».
   Παραλλαγές αυτών των ερμηνευτικών εκδοχών κυκλοφορούν πολλές: «Φταίει η Τουρκοκρατία», «ο κοτζαμπασισμός», «ο χαρακτήρας» των Ελλήνων: ο εγωισμός τους, η ροπή τους προς τη διχοστασία, η αδυναμία τους να μονοιάσουν, να συνεργαστούν. Ολες αυτές οι ερμηνείες προϋποθέτουν δύο a priori παραδοχές, δύο αυτονόητα, μη επιδεχόμενα συζήτηση «αξιώματα»: Πρώτον, ότι ο εξευρωπαϊσμός των Ελλήνων ήταν και είναι αυτό ακριβώς που χρειάζονται οι Ελληνες για να επιβιώσουν ιστορικά, να στήσουν κράτος, να γνωρίσουν «πρόοδο» και «ανάπτυξη», να ευτυχήσουν. Και δεύτερον, ότι κριτήριο για την επιλογή και πρόσληψη του μοντέλου της Δύσης δεν είναι οι ανάγκες μας των Ελλήνων, οι πιθανές ιδιαιτερότητες των αναγκών μας, οι μακραίωνοι ιστορικοί μας εθισμοί, οι διαφορές στον χαρακτήρα, στη νοο-τροπία. Το μοντέλο της Δύσης είναι αυταξία, πρέπει να πειθαρχήσουμε τις ανάγκες μας στις προδιαγραφές του μοντέλου, όχι να επιλέξουμε από το μοντέλο ό,τι θα μπορούσε να υπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες μας. Μια κριτική, επιλεκτική πρόσληψη του μοντέλου θα έσωζε την ελευθερία αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων, την ενεργό διάσωση ιδιαιτεροτήτων, που θα συνιστούσαν γόνιμη ετερότητα μετοχής στο ιστορικό γίγνεσθαι. Αντίθετα, η άνευ όρων υποταγή στο πρόσλημμα συνιστά εθελούσια αλλοτρίωση, μίμηση και πιθηκισμό, επαρχιώτικη ξιπασιά – παραίτηση από κάθε ετερότητα προσφοράς στις επικαιρικές και τρέχουσες διεθνείς ζυμώσεις.
  Στοιχείο ταυτότητας του δυτικού μοντέλου είναι η απόλυτη προτεραιότητα του κριτηρίου της χρησιμότητας. Η γλώσσα είναι χρηστικό εργαλείο συν-εννόησης και κατα-νόησης, η Ιστορία πεδίο άντλησης χρηστικών «διδαγμάτων» και τίτλων ισχύος ηγεμονικής, η θρησκεία εχέγγυο τυφλών, δογματικών «βεβαιοτήτων» που θωρακίζουν το εγώ και του τρέφουν την προσδοκία για μια «αιώνια», ατέρμονη σε γραμμικό χρόνο επιβίωση της ναρκισσιστικής αυτασφάλισης.
   Στοιχείο ταυτότητας του ελληνικού «τρόπου» ή πολιτισμού ήταν η απόλυτη προτεραιότητα της αναζήτησης του αληθούς: να κατορθώσουμε το αληθές ως «τρόπο» της ύπαρξής μας. Τότε η γλώσσα είναι γεγονός κοινωνίας της εμπειρίας του αληθούς, η Ιστορία πεδίο πολιτικής πραγμάτωσης του αληθούς (πραγμάτωσης του κοινού αθλήματος της «πόλεως»), η μεταφυσική επίσης άθλημα έμπρακτης μετοχής σε εκείνο τον κοινωνούμενο «τρόπο» που οδηγεί στο να υπάρχεις επειδή ελεύθερα θέλεις να υπάρχεις, και θέλεις να υπάρχεις επειδή αγαπάς. Εμείς, οι κάφροι του σημερινού Ελλαδιστάν, θυσιάσαμε τη γλώσσα των Ελλήνων στον βωμό της χρησιμότητας, κάναμε «μονοτονική» τη γραφή της για να στοιχίζουν λιγότερα οι γραφομηχανές και τα τυπογραφικά, αλλά και για να «ευκολύνονται» τα παιδιά, να γρυλίζουν ανετότερα με τα greeklish. Κάναμε την Ιστορία ιδεολόγημα, που ο καθένας το προσαρμόζει στην εγωκεντρική του ξιπασμένη επιλογή: «προοδευτικού», εθνικιστικού ή μηδενιστικού στραβού καπέλου. Ατιμάσαμε (επισήμως) τη ραχοκοκαλιά του «τρόπου», ή πολιτισμού μας, το εκκλησιαστικό γεγονός, το μεταλλάξαμε σε «επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία»!, ναι, σε πρωτογονισμό ατομοκεντρικής θρησκείας.
   Δεν είχαμε ποτέ στον τόπο μας τη συσσώρευση κεφαλαίου σαν αυτοσκοπό, γι’ αυτό ούτε και απρόσωπη βιομηχανική εργατιά, δηλαδή ποτέ προλεταριάτο. Αλλά για να φαινόμαστε «Ευρωπαίοι» ονοματίσαμε τα κόμματά μας σαν τάχα «Δεξιά» και σαν δήθεν «Αριστερά» ή σαν κωμικό μεσοβέζικο «Κέντρο» για να μπορούμε να αερολογούμε στο βουλευτήριο παριστάνοντας τους εκσυγχρονισμένους, εξευρωπαϊσμένους. Δεν έχει απομείνει τίποτε πια που να σώζει ελληνική ιδιαιτερότητα στα χώματά μας και στις ακτές μας, στα όσα λέμε και στα όσα πράττουμε. Είμαστε ολοκληρωτικά τελειωμένοι. Ψωμοζητάμε, και δεχόμαστε να μας λοιδορεί άνετα ο κάθε δανειστής μας ή συμπαίζουμε αδιάντροπα. Ξέρω ότι υπάρχουν κάποιοι πιστοί αναγνώστες της επιφυλλίδας που, χρόνια τώρα,συζητάνε κάθε Κυριακή μαζί μου, χωρίς (ευτυχώς) να συμφωνούν με όλα όσα διαβάζουν. Θέλω να τους εμπιστευτώ το βιβλίο μου που μόλις κυκλοφόρησε από τον «Ικαρο»: «Η Ευρώπη γεννήθηκε από το Σχίσμα». Είναι μία συγκεφαλαίωση (νομίζω και διασάφηση) του καίριου, ζωτικού προβλήματος της διαφοράς του Ελληνισμού από τη Δύση. Με τη διαφορά να μη σημαίνει οπωσδήποτε αντιπαλότητα.

kathimerini.gr


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό άρθρο από έναν κορυφαίο φιλόσοφο-θεολόγο.
Σπανίζουν τέτοιοι άνθρωποι,δυστυχώς.