Μας
ξενάγησε στις φωτογραφίες. Στους προκατόχους του Γέροντες, που γνώρισε και δεν
γνώρισε. Μιλούσε με πολύ σεβασμό. Μιλούσε για γεγονότα του περασμένου αιώνος,
σαν να ήταν σημερινά. Σου ανέφερε σημαντικές λεπτομέρειες. Τί άσκηση, τί αγώνες
τότε, τί κακουχίες, δυσκολίες και ανέχεια. Και μεις σήμερα παραπονιόμαστε! Ο
Γέρο Θεόφιλος ο υπεραιωνόβιος, ο μουσικολογιώτατος, ο Μαδυτινός, που κοιμόταν
για λίγο σε μια ντουλάπα, που έμενε αξεκούραστος, για να εργάζεται και να
προσεύχεται. Οι διάδοχοί του, οι αδελφοί κατά σάρκα Μιχαήλ, ο αόμματος, και
Γαβριήλ, και άλλοι.
Μετά
ξανοίχθηκε στους πατέρες της πολυαγάπητης του Σκήτης της αγίας θεοπρομήτορος
Άννης, της οποίας διετέλεσε Δίκαιος. Τους Αγίους, τους Επισκόπους, τους
Γέροντες, τους Μαδυτινούς, τους ασκητικούς, τους χαρισματούχους, τους ασκητές,
τους αγωνιστές της ερήμου, τα καλλικέλαδα στρουθία του ουρανού.
Για όλους
αυτούς έγραψε και μου είπε να επιμεληθώ την ωραία έκδοση. Ήξερε να τιμά, να
σέβεται, να ευγνωμονεί. Τώρα τον σεβόμαστε, τον τιμάμε, τον ευγνωμονούμε εμείς.
Έτσι δεν πρέπει; Όταν μπήκε στο ναΐδριό του αλλοιώθηκε. Έγινε λαμπρότερος,
φωτεινότερος, σεβασμιώτερος. Είχε ένα πασχαλινό πρόσωπο. Ήταν ένας χώρος γι’
αυτόν οικείος, πολύ αγαπητός. Είχε ζήσει πολλές ώρες μαζί του, εντός του.
Φόρεσε το ράσο του και το πετραχήλι του με ιδιαίτερη προσοχή. Μας έβγαλε τα
τίμια λείψανα προς προσκύνηση. Μας εξηγούσε υπομονετικά. Μας μιλούσε με μια
υπέροχη φυσικότητα για τα θαύματα της Παναγίας. Λάτρευε την Παναγία μας. Και
ποιός Αγιορείτης, αλήθεια, όχι; Κάθησε στο στασίδι ιλαρός και ενωμένος με τα
πρόσωπα των αγίων των τόσων εικόνων. “Από εδώ πέρασε ο άγιος Σάββας της
Καλύμνου. Εδώ σε εμάς έμαθε αγιογραφία”, έλεγε.
Μας πήγε
στο αγιογραφείο το παλιό. Εικόνες παλιές των παλιών, μισές κι έτοιμες,
πινέλλα, χρώματα σχέδια. Δεν ήταν τίποτα αριστουργήματα. Ήταν, όμως,
τεχνουργημένα με αγάπη, αναγεννησιακά, αλλά με προσευχή, με φόβο Θεού. Τί να
τις κάνεις τις άριστες τεχνικά, σύγχρονες λεγόμενες βυζαντινές αγιογραφίες,
όταν δεν είναι καμωμένες με μοσχολίβανο, ευχή, προσευχή, μελέτη του βίου του
εικονιζόμενου, αλλά με άλλους καπνούς, άσματα και ακριβά κοστολόγια; “Εδώ έμαθε
ο άγιος Σάββας να ζωγραφίζει”, ξανάπε. “Αυτός που έκανε την πρώτη εικόνα του
αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, του αγίου Πενταπόλεως, που συνδεόταν με τον εκ
Καισαρείας Γέροντα Ιωάσαφ της Σκήτης μας”, μας είπε στη συνέχεια. Μιλώντας μάς
πήρε στην τράπεζα.
Καθίσαμε
στη λιτή τράπεζα κι ευφρανθήκαμε το νερό και το παξιμάδι του ασκητή, τη σαλάτα
και το φρούτο, το λουκούμι και τον καφέ. Οι ερωτήσεις της νεανικής μας
περιέργειας τον έκαναν να συνεχίζει να μιλά. Είχε μια τεράστια μνήμη, είχε μια
ωραία κρίση, ωραίος και στις αποστροφές του, ευθύς, έτοιμος, ακριβής και
ακέραιος. Μας έδωσε κάτι ευλογία.
Κατηφορίζαμε
το καλντερίμι για το Κυριακό σιωπηλοί. Θέλαμε να διατηρήσουμε, να μη χάσουμε
αυτό που πήραμε. “Τι υπέροχος άνθρωπος”! μου είπε με συγκίνηση ο φίλος μου.
Τον θυμόμαστε σε όλο μας το πρώτο εκείνο αλησμόνητο προσκύνημα. Ξαναπήγα. Πάντα
θυμόμουν την πρώτη εκείνη φορά. Εκείνη που σημαδεύει καλά μια γνωριμία. Απορώ
τώρα που γράφω τις λιτές αυτές γραμμές πώς θυμάμαι τόσα από τότε. Αργότερα μου
μιλούσε για το Άγιον Όρος, που το πονούσε αληθινά, δίχως μεγάλες κουβέντες, για
τον θάνατο, τα γηρατειά του, την αγαπητή συνοδεία του.
Ο Γέρων
Άνθιμος ανήκει στην γενεά των παλιών Αγιορειτών, που είχαν μια φυσική χάρη. Δεν
είχαν την ποιότητα των δικών μας φθηνών υλικών. Πέρασαν πολλά, βίωσαν τον
πόνο, σήκωσαν αγόγγυστα σταυρό, υπέμειναν την μόνωση, κοροΐδεψαν την ακηδία.
Είχαν κι έδωσαν. Δεν έδωσαν δάνεια, έδωσαν πνεύμα, που είχαν αποκτήσει με
αίμα. Γι’ αυτό ευλογήθηκαν.
Ιερά Σκήτη
Κουτλουμουσίου. Ιούνιος 1997.
(Δρος
Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Ο Γέρων Άνθιμος ο Αγιαννανίτης, εκδ. Μυγδονία 2001, σ.
203-207)
ΠΗΓΗ.ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου