Από το πλήθος των Αγίων Πατέρων μόνον ο Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, ο Θεόδωρος Στουδίτης τόλμησαν να περιγράψουν την προσωπικότητα του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου.
Σε τί όμως συνίσταται η καταξίωση του προφήτη σύμφωνα με το ανθρώπινο μέτρο ;
Ο Ιωάννης ανήκει βέβαια στα θαύματα της Ιστορίας.
Υπήρξε ωστόσο και ένας άνθρωπος που έζησε και αγωνίστηκε με σάρκα και οστά εναντίον της υποκρισίας, του ψέματος, και της διαφθοράς των συγχρόνων του.
Ανυποχώρητος μπροστά στους ισχυρούς, έλεγξε την παράνομη ζωή τους, όπως ο Ηρώδης, ο οποίος, μην αντέχοντας τον έλεγχό του, τον αποκεφάλισε.
Τρεις είναι κυρίως οι αρετές που καταξιώνουν και αναδεικνύουν τον Ιωάννη ως τον μείζονα "εν γεννητοίς γυναικών".
Η εγκράτεια με την οποία κυριολεκτικά ενσαρκώνει σύμφωνα και με την ευαγγελική ρήση "ην δε Ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον". Το ζητούμενο εδώ είναι κατά πόσο το παράδειγμά του μπορεί να τιθασεύσει την εγκληματική ασυδοσία μας, τη σαρκολατρεία και την κοινωνική αποχαλίνωση ή έστω να μας αφυπνίσει από τον λήθαργο που έχουμε περιπέσει.
Η αρετή που τον χαρακτηρίζει ιδιαίτερα είναι η περιφρόνηση του φόβου απέναντι στην αλήθεια. Απόδειξη η ανοιχτή ρήξη με τα συμφέροντα του κόσμου. Μπροστά στην αλήθεια δεν φοβήθηκε να αποκαλέσει "γεννήματα εχιδνών" όλους εκείνους που έρχονταν με σκοπό να δεχτούν το βάπτισμά του χωρίς ίχνος μετάνοιας. Σήμερα βάζουμε άραγε την αλήθεια πάνω από τα μικρά ή μεγάλα συμφέροντα μας ; Πόσοι από το χριστεπώνυμο πλήρωμα πράττουμε "έργα άξια μετανοίας" ;
Τρίτη και κορυφαία αρετή του Ιωάννου είναι ταπείνωση. Δεν έστρεξε στις ασυγκράτητες τιμές που του απονεμήθηκαν εν ζωή από τον Θεό και τους ανθρώπους της εποχής του. Γνώριζε πως είναι φόβος των αρχόντων αλλά έμεινε άκαμπτος στη δύναμη και τη δόξα της εξουσίας.
Στα πλήθη που ήθελαν να τον τιμήσουν έλεγε : "έρχεται ο ισχυρότερός μου οπίσω μου, ου ουκ ειμί ικανός κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων του". Όλες τις τιμές τις εναπόθετε στον Κύριο, ενώ υποτιμούσε το έργο το δικό του. Η γνωστή φράση "εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθε" είναι ύψιστο δίδαγμα και δείγμα ταπείνωσης και μεγαλείου στη ιστορία του πολιτισμού. Κι αν αυτό αναφέρεται στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό ή στον οποιονδήποτε άνθρωπο έχει μικρότερη σημασία από την στιγμή που ο ίδιος ο Χριστός ταύτισε τον εαυτό του με τον τελευταίο δούλο και θεώρησε διακονία στο πρόσωπό του την παραμικρή καλοσύνη μας προς τον συνάνθρωπο λέγοντας "εφ'όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε ".
4 σχόλια:
"ην δε Ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον"
Πολύ σωστά τα γράφετε. Ο Αγ.Ιωάννης ήταν λιτός στην ενδυμασία του, αν και όπως αναφέρατε, είχε ήδη την αναγνώριση της αγιότητας από τον κόσμο.
Να τολμήσω να συγκρίνω την περιβολή του Αγ.Ιωάννου με την σημερινή περιβολή των ιερέων και των Μητροπολιτών ;
Νομίζω πως στην σύγκριση αυτή ο Άγ.Ιωάννης θα βρεθεί υποδεέστερος.
Ας φροντίσουν λοιπόν οι τελευταίοι να μην προκαλούν με την εμφάνισή του, γιατί η αποστολή τους είναι άλλη και όχι φυσικά να επιδεικνύουν τις πλουμιστές στολές τους.
Αγαπητέ ανώνυμε και οι ιερείς και οι μητροπολίτες ένδυμα μετανοίας φορούν. Μαυρα ζωστικά και ράσα. Αυτή η "πένθιμη" ενδυμασία τους συμβολίζει τον εμπαιγμό για την ματαιότητα και φθορά του κόσμου.
Τα χρυσοποίκιλτα άμφια που σε σκανδαλίζοουν είναι άμφια λειτουργικά των μυστηρίων και δεν ανήκουν σε αυτό τον κόσμο μα στη βασιλεία του θεού που τη βιώνουμε μέσα στη λειτουργία. Στον κόσμο του θανάτου φορούν μαύρα, στο κόσμο της βασιλείας του θεού φορούν ένδυμα μεταμορφώσεως. Κάθετι έχει το δικό του συμβολισμό και χρηστικοτητα στην παράδοση μας.
Δεν είναι όλοι οι ιερείς και οι μητροπολίται επιδεικτικοί και θηλυπρεπείς και εγωιστές για να φορούν τα "χρυσά ρούχα" από ματαιοδοξία.
Πολλές φορές μάλιστα πρόκειται μόνο για γυαλιστερά πανιά που η ποιότητα τους απέχει απο τους πολύτιμους λίθους και αυτά τα γυαλιστερά πανιά τα προμηθεύονται οι ίδιοι σε υψηλές τιμές και με αιματηρές οικονομίες για χάρη της ευκοσμίας και της παραδόσεως.
Μην τα ισοπεδώνουμε όλα λοιπόν.
Ακόμα και η απλούστευση των αμφιων μου φαίνεται μιζέρια μπροστά στη δόξα του συμβολισμού.
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ
ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ ΛΑΡΙΣΗΣ
Αμπελάκια 10/10/2008
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΝ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «OΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ»
ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10 -ΑΘΗΝΑΙ
Κυριε Διευθυντά,
Αυτές τις ημέρες παρέλαβα την απόφασι του Δευτεροβαθμίου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, μαζί με τα πρακτικά της δίκης, σύμφωνα με την οποία μου εκοινοποιήθη η καθαίρεσίς μου και η επαναφορά μου, όπως γράφει η απόφασις, στην τάξι των μοναχών.
Δεν θα σας απασχολήσω πολύ κάνοντας μία κριτική της εν λόγω αποφάσεως και των πρακτικών της δίκης, τα οποία είναι γεμάτα από πλαστογραφίες και ψεύδη. Το μεγαλύτερο ψεύδος το οποίο κατ’ επανάληψι αναφέρεται στα πρακτικά της δίκης, προκειμένου να απορριφθή η κάθε ένστασίς μας είναι αυτό που στερεότυπα διατυπώνουν οι Άγιοι Συνοδικοί δικαστές: «Το δευτεροβάθμιο συνοδικό δικαστήριο……σκεφθέν κατά τους θείους και ιερούς κανόνες και τους νόμους του κράτους..» Ότι βεβαίως οι Άγιοι δικαστές εσκέπτοντο και απεφάσιζον τελείως αντίθετα από τους θείους και ιερούς κανόνες και τους νόμους του κράτους, μόλις είναι ανάγκη να το αναφέρωμε. Οι δε πλαστογραφίες των πρακτικών έφθασαν σε τέτοιο σημείο, ώστε να καταγραφούν σ’ αυτά ολόκληρες συνεδρίες και αποφάσεις, τις οποίες ούτε καν αντελήφθημεν, ούτε ελάβαμε γνώσιν ότι έγιναν, προκειμένου να κριθούν ως αβάσιμες και απορριπτέες ορισμένες ενστάσεις μας.
Αυτά όλα όμως θα κριθούν πλέον από ανώτερα δικαστικά όργανα, τα οποία οπωσδήποτε θα έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στον θεσμό της δικαιοσύνης και της εντιμότητος. Στην παρούσα επιστολή θα αναφερθώ σε κάποια άλλα θέματα, τα οποία είναι συναφή με την απόφασι του Συνοδικού δικαστηρίου και έχουν σχέσι με την στάσι των Ορθοδόξων και δη των κληρικών απέναντι στο αιρετικό και νεκρό σώμα των Επισκόπων και γενικώτερα στην αίρεσι του Οικουμενισμού.
Η απόφασις αυτή του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού δικαστηρίου είναι ένα απτό δείγμα και μία εναργής απόδειξις ότι οι Επίσκοποι δεν είναι διατεθειμένοι να ανεχθούν οιαδήποτε αντίστασι στην αίρεσι και κάθε τι το οποίο θα αφυπνίση τους πιστούς και θα χαράξη γραμμή αντίθετη σ’ αυτή της Ν. Εποχής.
Εκείνο το οποίο αντελήφθην από την όλη διαδικασία ότι ενοχλεί περισσότερο τους αιρετικούς Επισκόπους είναι η διακοπή της μνημονεύσεως και η αποτείχισις από αυτούς, καθώς επίσης και η αμφισβήτησις της Παπικής αυθεντίας των. Αυτά είναι έτοιμοι να τα πατάξουν με κάθε σκληρότητα, προκειμένου να διασφαλισθή η σάπια ενότης η οποία περιστρέφεται γύρω από τους εαυτούς των. Το οικοδόμημα δε το οποίο κατεσκεύασαν και ονομάζουν «Εκκλησία», δεν έχει ως βάσι και θεμέλιο την Αποστολική διδασκαλία και Παράδοσι, αλλά την Παπική και Προτεσταντική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία απαιτείται τυφλή υπακοή στον Επίσκοπο και επιπλέον αυτός δύναται να πιστεύη και να διδάσκη αυθαίρετα, να χαράσση δε πορεία αντίθετον της διαχρονικής πορείας της Εκκλησίας και ακόμη να μην καθίσταται υπόλογος στον λαό του Θεού, αλλά μόνο στους ομοϊδεάτες και ομοφρόνους με αυτόν Επισκόπους. Είναι δε τόσο καλά στημένο και οργανωμένο αυτό το αιρετικό οικοδόμημα, ώστε μεμονωμένως να μην δύναται να προσβληθή, διότι συνεπικουρείται και συμπορεύεται με την πολιτική εξουσία και τις σκοτεινές δυνάμεις.
Το πρόβλημα όμως είναι σωτηριολογικό και πρέπει να διευκρινισθή από τους ευσεβείς θεολόγους και κληρικούς, αν δύναται κάποιος να σωθή συμπορευόμενος και συναγελαζόμενος με αυτούς τους Επισκόπους και ευρισκόμενος κάτω από την Επισκοπική δικαιοδοσία των, και μάλιστα μνημονεύοντας το όνομά των στις ακολουθίες και τα μυστήρια. Είναι άκρως λυπηρό ότι αυτό το σημείο ουδόλως θίγεται από τους ενασχολουμένους με τα προβλήματα της Εκκλησίας και δη την αίρεσι του Οικουμενισμού, εις τρόπον ώστε να δίδεται η εντύπωσις στους πιστούς ότι είναι δυνατή η σωτηρία των μόνο με τον προσωπικό των αγώνα εναντίον των παθών και της αμαρτίας και όχι με την σύγχρονο αποστασιοποίησι από τους αιρετικούς Επισκόπους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν η πλάνη επεκτείνεται και στους έχοντες φόβο Θεού και υγιές φρόνημα, εφ’όσον αποσιωπείται μέρος της αληθείας, το οποίο έχει σχέσι με την στάσι και την αντιμετώπισι της αιρέσεως. Γίνονται δηλαδή από τους ευσεβείς θεολόγους και κληρικούς άριστες αναφορές και περιγραφές της αιρέσεως, των φρονημάτων των Επισκόπων, των προδοτικών ενεργειών των και της αποστασίας των, αλλά όταν φθάνωμε στο «δια ταύτα » εκεί σιωπούμε και θολώνουμε τα νερά, επειδή ίσως δεν έχουμε την δύναμι η την διάθεσι να αντιμετωπίσωμε με ανδρεία και Πατερικό φρόνημα την παρούσα κατάστασι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γινόμεθα συνεργοί στην εξάπλωσι και επικράτησι της αιρέσεως, έστω και αν θεωρητικά την πολεμούμε.
Είναι πρωτοφανές σε έναν αγώνα και μάλιστα της πίστεως αντί να πράττωμε ο,τι αποδυναμώνει τον εχθρό, ο,τι αυτός φοβάται, ο,τι αποτελεί καίριο πλήγμα στην όλη οργάνωσί του και προσέτι ο,τι ασφαλίζει τους ανθισταμένους κατά της πλάνης, να διδάσκωμε απεναντίας και να ενεργούμε τόσα, όσα αυτός ανέχεται, όσα μας επιτρέπει και όσα δεν θίγουν τα βασικά σημεία της εξουσίας του. Και σ’ αυτό το σημείο ο αγώνας μας, πέραν της ασυνεννοησίας και διχογνωμίας μας πάσχει και ως προς την τακτική του και ως προς τον αντικειμενικό του σκοπό. Αν με αυτό τον τρόπο επολέμουν και οι Άγιοι Πατέρες τις αιρέσεις, προφανώς καμμία από αυτές δεν θα είχε καταπολεμηθή. Αποτέλεσμα όλης αυτής της τακτικής μας είναι ότι η αίρεσις του Οικουμενισμού επί ογδόντα και πλέον έτη όχι μόνο δεν καταπολεμήθηκε και δεν καταδικάσθηκε, αλλά αντιθέτως αυξάνει, ενεργοποιείται και επεκτείνεται και μάλιστα παρουσιάζεται σαν μία ανώτερη Ορθοδοξία, τελειοτέρας θα ελέγαμε μορφής, εφ ὅσον έχει ως βιτρίνα την αγάπη, την οποία εστερούντο οι πολέμιοι Πατέρες των αιρέσεων.
Έπειτα από αυτές τις σκέψεις σχετικά με τους σημερινούς Επισκόπους, την αίρεσι του Οικουμενισμού και την στάσι των Ορθοδόξων θα αναφερθώ στη θέσι μου έναντι της αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι όποιος σήμερα καθαιρείται από τα Συνοδικά δικαστήρια και εφ’ όσον δεν θέλει να ακολουθήση την κοσμική οδό, καταφεύγει στο παλαιό ημερολόγιο και εκεί προάγεται σε όλα τα αξιώματα. Αυτό βεβαίως δεν δημιουργεί πρόβλημα στους Επισκόπους, απεναντίας μάλιστα το επιθυμούν, διότι ο εσωτερικός πόλεμος των παρατάξεων στο παλαιό ημερολόγιο είναι αφ’ ενός μεν ο μεγαλύτερος εχθρός του, αφ’ ετέρου δε η αποδυνάμωσις του αγώνος των και η δημιουργία επιχειρημάτων εκ μέρους των Οικουμενιστών. Είναι αλήθεια ότι ουδ’ επί στιγμή μου επέρασε ο λογισμός να ακολουθήσω αυτήν την οδό. Διότι όπως η εξέλιξις της αιρέσεως του Οικουμενισμού από την αιρετική εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1920 μέχρι σήμερα επέδειξε την οργανωμένη και μεθοδική επικράτησι της αιρέσεως και τον εκτοπισμό της Ορθοδοξίας, έτσι και η εξέλιξις του παλαιού ημερολογίου από την αλλαγή του ημερολογίου το 1924 μέχρι σήμερα απέδειξε την λανθασμένη εκκλησιολογία και την προτεσταντική νοοτροπία της αντιθέτου πλευράς. Όπως λοιπόν από την αρχή της αποτειχίσεώς μου, δια της διακοπής της μνημονεύσεως και της εκκλησιαστικής επικοινωνίας με τους Οικουμενιστές Επισκόπους, εθεώρησα ασφαλή και πατερική οδό την απομάκρυνσι από αυτούς και πέραν τούτου ουδέν άλλο, αναμένοντας, όπως λέγει ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, τον καιρό της Ορθοδοξίας, δηλαδή τον καιρό κατά τον οποίο θα επικρατήση η Ορθοδοξία και θα καταδικασθή Συνοδικώς η αίρεσις, έτσι και τώρα μετά την απόφασι των Αγίων δικαστών, οι οποίοι δαιμονίζονται κυριολεκτικώς όταν ακούουν κάτι σχετικό με την Ορθοδοξία και την Παράδοσι, θα παραμείνω όπως ευρισκόμουν πριν, χωρίς δηλαδή να ενταχθώ σε κάποια παράταξι.
Όσον αφορά το θέμα της ποινής, θα υπακούσω στην άδικον αυτή απόφασι, έχοντας ως συνήγορο της θέσεώς μου αυτής τον Αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος λέγει ερμηνευόμενος από τον Αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη στον 28ον Αποστολικό Κανόνα του Πηδαλίου: «Όποιος καθαιρεθή δια φθόνο η άλλη άδικον αιτίαν, αυτός εις μεν τον εαυτόν του προξενεί μισθόν μεγαλύτερον από τον της ιερωσύνης, όθεν και πρέπει να χαίρη και όχι να λυπήται, εις δε τους αδίκως αυτόν καθήραντας προξενεί κόλασιν ». Η υποταγή μου στην άδικον αυτή ποινή ουδόλως σημαίνει και αναγνώρισι των Επισκόπων η της Συνόδου ως Ορθοδόξων, επειδή πέραν του ότι πολλές φορές τους απεκάλεσα και εντός της δίκης αιρετικούς και αποστάτας, συνεχίζω να είμαι αποτειχισμένος από αυτούς και μάλιστα να το θεωρώ αυτό ως την μεγαλυτέρα ευλογία και το ισχυρώτερο έρεισμα δια την συγχώρησι των αμαρτιών μου. Η υποταγή μου αυτή σημαίνει επίσης ότι αυτό το σώμα των Επισκόπων η πρέπει να γίνη Ορθόδοξο καταδικάζοντας Συνοδικώς την αίρεσι δια λόγων και έργων η πρέπει να αντικατασταθή νομίμως, δι’ επεμβάσεως του λαού η του Θεού και στη θέσι του να τοποθετηθούν άλλοι Επίσκοποι οι οποίοι να ομολογούν την αλήθεια, ώστε να είναι αληθείς διάδοχοι του Χριστού και των Αποστόλων. Όλα τα άλλα σχήματα Συνόδων η μεμονωμένων Επισκόπων του παλαιού ημερολογίου είναι κατά την άποψί μου παραπλανητικά σχήματα, τα οποία ετέθησαν αυτόνομα από κάποιους, χωρίς βεβαίως να θεραπεύσουν το κακό, αλλά μετέτρεψαν από ακέφαλο τη Σύνοδο, λόγω της αιρέσεως των Επισκόπων, σε πολυκέφαλο δίκην Λερναίας Ύδρας, ανεξαρτήτου όμως και αυτονόμου της κάθε κεφαλής.
Η υποταγή μου αυτή επίσης σημαίνει ότι ουδείς στην Εκκλησία δύναται να δικαιώση τον εαυτόν του, έστω και αν έχη το ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα. Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στον βίο πάλι του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος μετά την πρώτη του άδικο καθαίρεσι και εξορία επανερχόμενος με αυτοκρατορική προσταγή, εζήτησε σύγκλησι Συνόδου δια να τον αποκαταστήση στον θρόνο λέγοντας, ότι Σύνοδος με καθήρεσε, Σύνοδος πρέπει να με αποκαταστήση. Ο λαός όμως του Θεού, ο οποίος είχε τελείως διαφορετικό φρόνημα από τον σημερινό, σύσσωμος, χωρίς την θέλησί του τον υποχρέωσε να ανέλθη στον θρόνο και να συνεχίση την διαποίμανσί του. Αυτό ως γνωστό απετέλεσε μία από τις πολλές κατηγορίες της δευτέρας καθαιρέσεώς του, ότι δηλαδή ανήλθε στο θρόνο χωρίς να τον αποκαταστήση Σύνοδος.
Ως εκ τούτου εφ’ όσον υπάρξουν κάποιοι ιερείς (Επίσκοποι είναι αδύνατον κατ’ άνθρωπον να υπάρξουν) οι οποίοι και αυτοί αποτειχισθούν από την αίρεσι, χωρίς βεβαίως να υπαχθούν σε κάποια άλλη παράταξι και συσκεφθούν κατά τον τύπο του Συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας και αποφασίσουν και δια την ιδική μου περίπτωσι, αν δηλαδή οι ανάγκες της χειμαζομένης λόγω της αιρέσεως Εκκλησίας, απαιτούν να ιεροπρακτώ η όχι, εγώ βεβαίως μετά χαράς θα υποταχθώ στην γνώμη των. Τέτοια σχήματα Συνόδου, αποτελούμενα από δεδιωγμένους Επισκόπους, ηγουμένους και ιερείς αναφέρονται στον βίο και στις επιστολές του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, τα οποία ερρύθμιζον τις τρέχουσες ανάγκες της εν διωγμώ Εκκλησίας και επέλυον προβλήματα, έως καιρού Ορθοδόξου Συνόδου. Το να εκφέρη όμως κάποιος την γνώμη του περί μη υποταγής μου στην άδικο απόφασι, ενώ συγχρόνως συμπορεύεται εκκλησιαστικά με τους αιρετικούς και αποστάτας Επισκόπους, είναι νομίζω ανεύθυνο και αμάρτυρο στην Ορθόδοξο Παράδοσι και επί πλέον παρουσιάζομαι πάλι εγώ να αποφασίζω και να δικαιώνω τον εαυτόν μου, εφ’ όσον όλα αυτά εκτός των άλλων λέγονται παρασκηνιακώς και ιεροκρυφίως.
Η θέσις μου αυτή περί υποταγής στην άδικο απόφασι, έχει ακόμη και μία άλλη διάστασι, η οποία συνοψίζεται εις ότι δεν είναι δυνατόν να γίνη αγώνας μέσα στην Εκκλησία υπό την ορθόδοξον έννοια, χωρίς θυσίες και απώλειες. Ούτε βεβαίως μάχες και πόλεμοι κερδίζονται χωρίς να στάξη αίμα. Αυτό το βεβαιώνουν όλοι οι αιώνες της εκκλησιαστικής ιστορίας, από την εποχή των διωγμών μέχρι τους προσφάτους καιρούς. Εμείς όμως σήμερα αποκτήσαμε μίαν άλλη αντίληψι περί αγώνος εναντίον του διωγμού της πίστεως, η οποία έγκειται στο να αγωνισθούμε όχι όσον απαιτούν οι ανάγκες της Εκκλησίας, αλλά όσον απαιτεί η ανάγκη ώστε να μην πάθωμε τίποτε, να μην υποστούμε δηλαδή ουδεμία βλάβη. Και δεν αναφέρομαι βεβαίως στις θυσίες των αγίων, αλλά δεν είμεθα διατεθειμένοι χάριν της πίστεως και της αληθείας ούτε τη θέσι μας να θυσιάσωμε, ούτε τους τίτλους μας, ούτε τον μισθό μας, ούτε την αξιοπρέπειά μας και την κοινωνική μας υπόληψι. Αυτό το γνωρίζουν οι Οικουμενιστές Επίσκοποι και δι’ αυτό μας επιτρέπουν να φωνασκούμε και να κηρύττωμε σε ένα λαό βολεμένο και δυσκίνητο, τον οποίο ίσως θα αφύπνιζε μόνον η έμπρακτος θυσία και η ανάληψις στους ώμους μας του σταυρού του Κυρίου. Υπό αυτήν λοιπόν την έννοια η ιδική μου καταδίκη δηλώνει απεριφράστως τις διαθέσεις των κρατούντων, αλλά και των αντιδρώντων στην αίρεσι με λόγια, επιστολές και υπογραφές, τα οποία αν συγκεντρώνοντο στα ογδόντα και πλέον χρόνια της αιρέσεως θα ήσαν ικανά να γεμίσουν με τόμους τα ράφια της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Ένας επί πλέον λόγος δια την υπακοή μου στην άδικον απόφασι είναι και ότι πιστεύω ότι τώρα από αυτήν την θέσι θα είναι πιο πειστικός ο λόγος μου και πιο έντιμος ο αγώνας μου εναντίον της αιρέσεως. Αν οι άγιοι προκειμένου να υπερασπίσουν την πίστι των επολέμησαν με ανθρωπόμορφα και άλογα θηρία και υπέμειναν μαρτύρια, τα οποία δεν δυνάμεθα ούτε με το νου μας να τα προσεγγίσωμε, πόσο άραγε έντιμος και σύμφωνος με την Παράδοσι δύναται να χαρακτηρισθή ο ιδικός μας αγώνας, την στιγμή μάλιστα κατά την οποία βλέπουμε την αίρεσι διαρκώς να αυξάνη και να επεκτείνεται και εμείς να συμπορευώμεθα εκκλησιαστικώς με αυτήν;
Στην περίπτωσι δε κατά την οποία τα ανώτερα πολιτικά δικαστήρια ακυρώσουν λόγω των παρανομιών τις δικαστικές πράξεις και αποφάσεις του εν λόγω Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, οπωσδήποτε τότε και εγώ θα αλλάξω στάσι ως προς την υπακοή μου στην άδικον αυτήν απόφασι, έχοντας ως συνήγορο στην περίπτωσι αυτή τον Μ. Αθανάσιο, ο οποίος ενώ κατ’ αρχάς παρέστη δια να δικασθή στην Αρειανική Σύνοδο της Τύρου, εδραπέτευσε κρυφίως εν συνεχεία βλέποντας τις προθέσεις των Επισκόπων, πριν τελειώση η Σύνοδος και μετέβη στον αυτοκράτορα Μ. Κων/νο, στον οποίο εξέθεσε την πίστι του και τα της Συνόδου της Τύρου καθώς και τις εναντίον του σκευωρίες των Επισκόπων, και έλαβε την άδεια να επανέλθη στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας.
Πριν τελειώσω, θέλω να αναφέρω ενημερωτικά δύο σημεία από την εν λόγω δίκη και καταδίκη μου. Το πρώτο, ότι τελειώνοντας την απολογία μου μετά από περιπετειώδη λογομαχία και συνεχείς παρεμβάσεις και διακοπές κατέθεσα αίτημα ομολογίας πίστεως εκ μέρους των δικαστών, το οποίο δεν μου επέτρεψαν να αναγνώσω. Αυτό συνοπτικά ανέφερε οκτώ σημεία πίστεως και ισαρίθμους αιρέσεις στις οποίες έχουν πέσει οι σημερινοί Επίσκοποι, τα οποία συνοψίζονται περιληπτικά στη συμμετοχή των στο Π.Σ.Ε., στην αναγνώρισι των μυστηρίων των Παπικών και Μονοφυσιτών στο Μπελαμέντ και Σαμπεζύ αντιστοίχως, στην άρσι των αναθεμάτων των Παπικών το 1965, στις συμπροσευχές των και συνιερουργίες με τους αιρετικούς, στην αγιοποίησι του Εθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης, στη θεωρία ότι η Θ. Λειτουργία τελείται στο όνομα του Επισκόπου και όχι του Χριστού, στην ακύρωσι δια των διαζυγίων του ενός και νομίμου γάμου και στην αποδοχή δι’ έργων και λόγων της αιρέσεως του Οικουμενισμού. Κάτω από το αίτημά μας στα πρακτικά της δίκης και μετά την υπογραφή μου αναφέρουν οι Άγιοι δικαστές τα ακόλουθα: «Το ανωτέρω αίτημα κατά την κρίσιν Αυτού (του δικαστηρίου δηλαδή) ου δείται οιασδήποτε απαντήσεως». Δηλαδή με άλλα λόγια μας έκαναν μεγάλη χάρι που το κατεχώρησαν και στα πρακτικά.
Το δεύτερο σημείο της δίκης είναι ότι κατώρθωσε κάποιος από το ακροατήριο να βιντεοσκοπήση όλη τη διαδικασία της δίκης, και έχουμε τη δυνατότητα να κυκλοφορούμε το dvd αυτό, ώστε κάθε καλοπροαίρετος να έχη μία οπτικοακουστική εικόνα της δίκης και έτσι να σχηματίση μία προσωπική γνώμη δια το πως λειτουργούν σήμερα τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Η λήψις βεβαίως του dvd έγινε τελείως ερασιτεχνικά και αυθόρμητα, είναι όμως αρκετά ισχυρή ώστε να εξάγη κάποιος αβίαστα τα συμπεράσματά του. Το dvd αυτό διατίθεται στο χριστιανικό βιβλιοπωλείο «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ», τηλ. 2410284449, με την παράκλησι της αντιγραφής του και διαδόσεώς του χάριν του αγώνος κατά της αιρέσεως του Οικουμενισμού.
Κλείνοντας, είναι αλήθεια ότι σε ένα σημείο πρέπει να δικαιώσωμε τους Επισκόπους δικαστές του Εκκλησιαστικού δικαστηρίου, όσον αφορά την απόφασι της καθαιρέσεώς μου. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν την συναίσθησι και την συνείδησι όταν μεταδίδουν δια της χειροτονίας την ιερωσύνη, ότι την μεταδίδουν όχι δια να υπηρετή ο ιερεύς τον Θεό και τον λαό του Θεού μεταδίδοντάς του την αγιαστική χάρι, αλλά δια να υπηρετή τους Επισκόπους και τις φιλοδοξίες των. Δι’ αυτό άλλωστε και απαιτούν τυφλή υπακοή από αυτόν στο πρόσωπό των. Όταν λοιπόν σταματήση ο ιερεύς να υπηρετή δια της ιερωσύνης τον Επίσκοπο και τις φιλοδοξίες του και θελήση να υπηρετήση την πίστι και την αλήθεια, τότε φυσικά εκλείπει ο σκοπός δια τον οποίον οι Επίσκοποι του την μετέδωσαν και ως εκ τούτου πρέπει να την αφαιρέσουν από αυτόν. Τα υπόλοιπα είναι διαδικαστικές μέθοδοι δια να εξάγουν μία νομιμοφανή απόφασι.
Και κάτι τελευταίο. Η περίοδος που διερχόμεθα στιγματίζεται από δύο χαρακτηριστικά. Από την ασυνεννοησία και ολιγωρία των αντιδρώντων στην αίρεσι και από τα φαινόμενα των εσχάτων καιρών. Προκειμένου λοιπόν να αποκτήσωμε κάποτε οι αντιδρώντες ένα σημείο αναφοράς και ενότητος πατερικά κατοχυρωμένο, είναι ανάγκη να ενωθούμε όλοι γύρω από την διακοπή της μνημονεύσεως των αιρετικών Επισκόπων, χωρίς καμμία άλλη αναφορά. Αν δεν γίνη αυτό θα ενωθούμε τότε πλέον αναγκαστικά, όταν χρειασθή να αντισταθούμε στην επιβολή του χαράγματος του Αντιχρίστου. Η αντίστασις των εσχάτων καιρών δεν θα έχη σχέσι ούτε με ημερολόγια, ούτε με μνημονεύσεις αλλά πάραυτα θα αναδεικνύη μάρτυρας και ομολογητάς της πίστεως με μόνη την ομολογία.
Μετά Τιμής
Αρχιμανδρίτης Ευθύμιος Τρικαμηνάς.
Υ.Γ. Κύριε Διευθυντά φρονώ ταπεινώς, ότι μεταξύ των δύο τελευταίων επιστολών τίς οποίες σας απέστειλα, δηλαδή της παρούσης και της από 1/9/2008 της σχετικής με τον Χρυσόστομο Σμύρνης, αναγκαιοτέρα δογματικώς και εκκλησιολογικώς θα ήτο να δημοσιευθή η αφορώσα τον Χρυσόστομο Σμύρνης. Μετά λύπης μου διεπίστωσα ότι δεν έχετε τόση ευαισθησία στο ότι υπάρχει ένας «άγιος», αιρετικός και μασόνος στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας, τοποθετημένος από σύγχρονα χέρια Οικουμενιστών, δίπλα στον Αγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο και στον Μ. Βασίλειο. Αντιλαμβάνομαι δε ότι δια τον Ο.Τ. το θέμα του Χρυσοστόμου Σμύρνης έχει κλείσει, χωρίς βεβαίως αποκατάστασι της βεβηλώσεως του αγιολογίου μας. Η ευθύνη δι’ αυτό βαραίνει άπαντας και ειδικά όσους σιωπούν και γίνονται αποδέκτες της παρανομίας αυτής.
Although we have differences in culture, but do not want is that this view is the same and I like that!
Δημοσίευση σχολίου