Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ( Λ.κ. 15, 11-32)


 
Η ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ

          Απορροφημένοι από την τραγική εικόνα του Ασώτου, δίνουμε λίγη προσοχή στη μορφή του Πατέρα, όπως μας την παρουσιάζει η ανυπέρβλητη παραβολή του σημερινού Ευαγγελίου. Κι’ όμως είναι τόσο παρήγορα τα χαρακτηριστικά που μας δίνει, ώστε θα έπρεπε πολλές φορές να προσελκύουν την προσοχή μας, ιδιαίτερα τώρα την περίοδο του κατανυκτικού Τριωδίου, γιατί θα μας βοηθούσε να βρούμε ευκολότερα τις «τρίβους της σωτηρίας».
          Εκείνο το «άνθρωπός τις είχε δύο υιούς» μας υπενθυμίζει το σκοπό για τον οποίο λέχθηκε η παραβολή αυτή. Επειδή οι Φαρισαίοι «διεγόγγυζον….. λέγοντες ότι    ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίει αυτοίς», είπε τρείς παραβολές: του απολωλότος προβάτου, της χαμένης δραχμής και την παραβολή του Ασώτου. Και με τις τρείς αυτές παραβολές ο Κύριος θέλησε να κάνει σαφή μια παρήγορη αλήθεια: ότι δηλ. ακόμα κι’ όταν αμαρτάνουμε εξακολουθούμε να είμαστε παιδιά του Θεού. Πρόκειται για μια αλήθεια που τη λησμονούμε σχεδόν όλοι. Την λησμονούμε οι αμαρτωλοί, γιατί έχοντας κάνει σφάλματα, νομίζουμε, ότι πάψαμε να είμαστε παιδιά Του και δεν τολμούμε να Τον προσεγγίσουμε
Λησμονούν όμως την αλήθεια αυτή και οι άλλοι δηλ. όσοι νομίζουν, ότι δεν είναι αμαρτωλοί και κατά μονοπωλιακό τρόπο διεκδικούν την αγάπη του Θεού μόνο για τον εαυτό τους. Ενώ και οι τρείς παραβολές θέλουν να τονίσουν, ότι και οι αμαρτωλοί είναι αντικείμενο της στοργής και της μέριμνας του Θεού.
Το πόσο αληθινό είναι αυτό φαίνεται και από άλλα στοιχεία της παραβολής του Ασώτου. Το ότι λ.χ. είμαστε αντικείμενο της αγάπης του Θεού φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο η παραβολή παρουσιάζει τον Πατέρα, όταν αντιλήφθηκε την επιστροφή του παιδιού του. Ο Άσωτος ήταν ακόμα στο δρόμο. Δεν είχε προηγηθεί κανένα μήνυμα για την επιστροφή του, κι’ όμως επειδή η σκέψη του ήταν διαρκώς στραμμένη προς το χαμένο του παιδί, φαίνεται ότι συνεχώς πρόσεχε προς τον δρόμο μήπως τον αντικρύσει να επιστρέφει. Γι’ αυτό «έτι αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ  αυτού». Τα γεροντικά του μάτια τον διέκριναν μέσα στα κουρέλια που φορούσε και η καρδιά  του δεν δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει. Ήταν ο πρώην νεκρός. Ήταν το παιδί του.
Είναι όμως αξιοσημείωτα και άλλα στοιχεία της παραβολής. Θα περίμενε κανείς ότι κάποιο τουλάχιστον παράπονο θα είχαν τα πρώτα λόγια που είπε ο πατέρας προς το άσωτο παιδί του, μόλις τον πλησίασε, για τις τόσες αγωνίες και πικρίες που του είχε προκαλέσει στα χρόνια της αποστασίας του. Τίποτε όμως απ’ όλα αυτά. Ίσως να σχεδίαζε νοερά κάποιες επιπλήξεις για τις ώρες της άκαρπης αναμονής. Τώρα όμως ούτε λέξη από αυτά. Μόλις τον είδε «ευσπλαχνίσθη». Ένοιωσε όλο πόνο και την πατρική στοργή προς το απερίσκεπτο παιδί του και το μόνο που ήθελε να το κάνει να καταλάβει εκείνη τη στιγμή ήταν η απέραντη αγάπη του. Γι’ αυτό παραμερίσθηκαν τα πάντα. Ακόμη και την πατρική αξιοπρέπεια του ανατρέπει ο χείμαρρος της πατρικής αγάπης και στοργής.
Και τώρα η ώρα της συνάντησης.
Το σωστό θα ήταν ο πατέρας ν’ αφήσει τον  Άσωτο υιό να κάνει μια μετάνοια, να φιλήσει το γεροντικό χέρι του πατέρα του, να ζητήσει συγχώρηση και μετά αφού θα έπαιρνε την άφεση, να τον αγκαλιάσει, και να τον φιλήσει.
Τίποτε όμως από αυτά δεν άφησε όρθιο η πατρική αγάπη. Ο πατέρας έσπευσε τρέχοντας προς τον Άσωτο και «επέπεσε επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν». Ρίχτηκε στο λαιμό του και τον γέμισε φιλιά. Τίποτε από εκείνα που υπαγορεύει η συνηθισμένη αυστηρότητα, δεν ήταν δυνατό να αντέξει στη φλόγα της πατρικής γενναιοδωρίας και αγάπης.
Η πατρική γενναιοφροσύνη χαρίζει στον Άσωτο τα πάντα και με μια συγκινητική χειρονομία τον αποκαθιστά επίσημα συμμετέχοντας στα δικαιώματα της οικογενειακής τιμής. «Εξενέγκατε  την στολήν την πρώτη και ενδύσασθε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας», είναι η πατρική παραγγελία προς τους υπηρέτες.
          Και σαν να μην ήταν αρκετά αυτά συνεχίζει: «και ενέγκατες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν..». Οικογενειακό πανηγύρι διατάσσει ο πονεμένος πατέρας, γιατί θέλει να χαρούν όλοι για τη νεκρανάσταση του παιδιού του.
          Μετά απ’ όλα αυτά πως είναι δυνατόν να υπάρχει έστω και η ελάχιστη αμφιβολία, ότι ο Θεός Πατέρας επειδή είμαστε ένοχοι και αμαρτωλοί τάχα δεν μας θεωρεί παιδιά Του;


π.Γ.Στ.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

εξαιρετικό...!!!

Ανώνυμος είπε...

Από τα πιο ωραία κηρύγματα. Μας έχουν τρελάνει οι ιεροκήρυκες με τις περιγραφές και τις αναδιηγήσεις.
Έλεος.
Ας ακούσουμε και κάτι πιο βαθύ.

κ.

Ανώνυμος είπε...

Εμένα Προσωπικά μου Άρεσε Αγαπητή ή Αγαπητέ Ανώνυμε 12.31. Το να Ακούσεις και Κάτι πιο Βαθύ θα Συμφωνήσω Μαζί σου ότι σε Αυτή την Περίπτωση Χρειαζότανε Κάτι πιο Βαθύ και θα Συμφωνήσω με τα Λεγόμενά σου Όσον Αφορά αυτό που Είπες για τους Ιεροκήρυκες ότι μας Έχουνε Τρελάνει Όντως Έτσι είναι με τις Περιγραφές και τις Αναδιηγήσεις αλλά είναι Χάρισμα για έναν Ιεροκήρυκα να Πεί Κάτι πιο Βαθύ δεν είναι Καθόλου Εύκολη Υπόθεση Εκεί Φαίνεται ο Πραγματικός Ιεροκήρυκας ο Πραγματικός Κήρυκας του Θείου Λόγου.
Μ.