Σάββατο 19 Μαΐου 2012

KYΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ( του Τυφλού),Ιω. 9, 1-38


ΟΙ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΤΈΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
             Πλούσιο σε θεολογικό περιεχόμενο  είναι και το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, το οποίο αναφέρεται στη θαυματουργική θεραπεία του εκ γενετής τυφλού. Η περιγραφή του θαύματος που ανοίγει ουσιαστικά τη διήγηση, αποτελεί την αιτία των αλλεπαλλήλων ανακρίσεων του τυφλού με σκοπό τη διαστρέβλωση της αλήθειας και μονοπωλεί το περιεχόμενο τους.
            Όλοι πιστεύουμε ότι η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι  αποστομωτικές , όταν υπάρχουν. Αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντοτε. Γιατί για να γίνει η αλήθεια αποδεκτή πρέπει να υπάρχουν και οι ψυχές που είναι διατεθειμένες να τις δεχτούν. Και τρανό παράδειγμα είναι η περίπτωση του τυφλού της σημερινής  ευαγγελικής διήγησης. Εκεί φαίνεται πόσο δύσκολο είναι να παραδεχθεί ο άλλος την αλήθεια ακόμη κι όταν είναι αναμφισβήτητη.
            Ο τυφλός ζητιάνευε και ήταν σε όλους γνωστούς. Όλοι γνώριζαν, ότι δεν έβλεπε και μάλιστα  εκ γενετής. Τώρα όμως με το θαύμα που του έκανε ο Χριστός έβλεπε. Επομένως δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι είχε γίνει κάτι το εξαιρετικό και θαυμαστό. Επειδή όμως ο τυφλός είχε θεραπευθεί από τον Χριστό, οι εχθροί του δεν ήθελαν επ’ ουδενί να το αποδεχθούν. Γι’ αυτό προσπαθούν να διαστρέψουν την πραγματικότητα και με διάφορους συλλογισμούς και τερτίπια επιχειρούν να διαστρέψουν την αλήθεια.
            Τι είπαν; Ο Χριστός δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου και αυτό σημαίνει ,ότι δεν μπορεί να είναι άνθρωπος του Θεού, αλλά αμαρτωλός. Οπότε αφού είναι αμαρτωλός δεν είναι δυνατόν να τον ακούει ο Θεός και συνεπώς το θαύμα δεν έγινε. Το ότι ο πρώην τυφλός ήταν μπροστά τους και είχε το φως του, και το ότι η πραγματικότητα τους αποκάλυπτε ως γελοίους όλους τους συλλογισμούς τους, δεν είχε σημασία γι’ αυτούς. Ένα έπρεπε να γίνει: να μην αναγνωριστεί ότι το θαύμα έγινε από τον Χριστό.
            Το φαινόμενο αυτό, δηλ. το να προσπαθούμε  να διαψεύσουμε την πραγματικότητα και ν’ αρνηθούμε την αλήθεια  έχει γενικότερη σημασία.
            Όμως εγείρεται ένα ερώτημα: Γιατί συμβαίνει αυτό άραγε; Γιατί οι άνθρωποι να παρουσιάζονται ότι αγαπούν το σκοτάδι μάλλον ή το φως;
            Ήδη είπαμε μία από τις αιτίες της απόρριψης της αλήθειας: την εμπάθεια. Εκτός όμως απ’ αυτή υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι.
            Λ.χ. Πολλοί προσπαθούν να διαψεύσουν την πραγματικότητα, γιατί νομίζουν, ότι αν την αναγνωρίσουν υπάρχει ενδεχόμενο να ζημιωθούν τα υλικά τους συμφέροντα. Κατά κάποιο τρόπο γίνονται πληρωμένοι δικηγόροι της ψευτιάς , που είναι έτοιμοι με αναίδεια ν’ αρνηθούν  τα πιο χειροπιαστά πράγματα και την πιο φωτεινή αλήθεια. Για να μην ζημιωθούν συμμαχούν ακόμη και με τον διάβολο, τον πατέρα του σκότους.
            Άλλοι πάλι προσπαθούν να συγκαλύψουν την αλήθεια, γιατί τους λείπει η ταπείνωση και το θάρρος. Δεν έχουν την ταπείνωση να δεχτούν και το θάρρος να ομολογήσουν ότι πλανηθήκαν. Γιατί πολλές φορές όταν δεν υπάρχει κακοπιστία ή συμφέρον, βλέπουμε, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα νομίζαμε. Επειδή όμως δεν έχουμε ταπείνωση  προσπαθούμε να πείσουμε ακόμη και τον εαυτό μας και μετά και τους άλλους, ότι τάχα τα πράγματα είναι έτσι όπως ακριβώς τα λέγαμε. Ή κάποτε συμβαίνει να δέχονται μεν εσωτερικά ότι πλανήθηκαν, επειδή όμως λείπει το θάρρος να ομολογούν δημόσια ότι είχαν κάνει λάθος.
            Δεν θ’ αναφερθούμε σ’ κείνες τις περιπτώσεις, όπου κάποτε από εξοργιστική υποτίμηση της νοημοσύνης των άλλων θέλουμε να παραστήσουμε την πραγματικότητα εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι είναι αληθινά. Δεν είναι όμως λιγότερο εξοργιστικές και άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες πολεμείται η αλήθεια και διαστρέφεται η πραγματικότητα από έλλειψη ευθύτητας και τιμιότητας. Μερικοί έχουν συνηθίσει τόσο στο να διαστρέφουν την αλήθεια και να παραποιούν την πραγματικότητα, ώστε κατά κάποιο τρόπο ενοχλούνται να την αναγνωρίσουν και να την παραδεχθούν στην αληθινή της εμφάνιση.
            Όλες αυτές οι αιτίες που οδηγούν στην προσπάθεια για συγκάλυψη της αλήθειας και νοθεία της πραγματικότητας θα μπορούσαν να συνοψιστούν δε μία και μόνη: έλλειψη αντικειμενικότητας. Εάν υπήρχε μέσα μας η διάθεση αντικειμενικότητας ούτε η κακή πίστη ήταν δυνατόν να σταθεί, ούτε το συμφέρον και η έλλειψη ταπείνωσης και θάρρους και τιμιότητας να υπερισχύσουν. Ο σεβασμός και η αγάπη προς το αντικειμενικό σωστό θα βοηθούσαν, ώστε όλα τα άλλα να υποχωρήσουν προ αυτού.
            Ατυχώς όχι λίγοι από μας σκεπτόμαστε και κρίνουμε πολύ υποκειμενικά. Έχουμε τοποθετήσει κέντρο τον εαυτό μας και όχι την αλήθεια. Και το χειρότερο είναι, ότι η έλλειψη αντικειμενικότητας παρουσιάζεται ιδιαίτερα μεταξύ εκείνων οι οποίοι έπρεπε να είναι η προσωποποίηση και η ενσάρκωση της δηλ. μεταξύ αυτών που συνδέονται με την ίδια πίστη. Έτσι μπαίνουμε σ’ ένα θέμα, στο οποίο όλοι εμείς οι θρησκευόμενοι είμαστε ελλιπείς.
            Πρώτα- πρώτα η πίστη μας παρουσιάζεται ως συμβατική και όχι πηγαία. Δηλ. προσποιούμαστε, ότι πιστεύουμε σ’ αυτό ή εκείνο και μάλιστα μας κυριεύει κι ένας ζήλος γι’ αυτό χωρίς ουσιαστικά να το πιστεύουμε. Απλά ακολουθούμε το ρεύμα. Ίσως ακόμη να πιστεύουμε ότι η θρησκεία είναι ένας ωφέλιμος κοινωνικός ή εθνικός παράγοντας και γι’ αυτό προσποιούμαστε ότι πιστεύουμε ή πιστεύουμε συμβατικά.
            Δεύτερο ορισμένοι από μας  αγαπάμε την αλήθεια, όχι όμως όπως πράγματι είναι, αλλά όπως τη θέλουμε εμείς .Δηλ. την αποδεχόμαστε εφόσον συμφωνεί με τις αντιλήψεις μας. Αν παρ’ ελπίδα οι αντιλήψεις μας είναι αλλιώτικες από την αλήθεια, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν. Θα επιχειρήσουμε να την προσαρμόσουμε σ’ αυτές.
            Τρίτο και χειρότερο, ότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στη δύναμη της αλήθειας και ότι η αλήθεια σώζει. Γι’ αυτό       όταν πρόκειται να πούμε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια και αν η κατάσταση είναι κάπως δύσκολη και οι συνθήκες όχι ευνοϊκές, διστάζουμε να  ομολογήσουμε γυμνή την πραγματικότητα. Προσπαθούμε να την αποφύγουμε, να την νοθεύσουμε, νομίζοντας ότι είναι προτιμότερη και αποτελεσματικότερη, εάν δεν είναι γνήσια αλλά παραποιημένη.
            Εκεί που η κατάσταση γίνεται γελοία είναι στις περιπτώσεις εκείνες που για λόγους σκοπιμότητας  με τη βοήθεια του ψεύδους προσπαθούμε να παραστήσουμε τάχα τους δικηγόρους του Θεού. Αιτία αυτής της κατάστασης είναι ότι στο βάθος δεν έχουμε αρκετή εμπιστοσύνη όχι μόνο στη δύναμη της αλήθειας του Θεού, αλλά και στην πανσοφία Του. Γι’ αυτό προσπαθούμε με γελοίο τρόπο να παραστήσουμε το συνήγορο Του και προσπαθούμε να βρούμε επιχειρήματα, εν πολλοίς ανόητα, και χρησιμοποιούμε αποδείξεις που δεν έχουν καμία αποδεικτική αξία. Και το κάνουμε αυτό για να προστατεύσουμε δήθεν τη θεία Αλήθεια, η οποία δεν έχει ανάγκη από την προστασία μας.         
            Ας προσέξουμε και κάτι άλλο. Οι Ιουδαίοι της περικοπής νόμιζαν ότι τάχα προσφέρουν υπηρεσία στη θρησκεία τους πολεμώντας την Αλήθεια και συγκαλύπτοντας την πραγματικότητα. Η πολεμική όμως εκείνη ήταν η χειρότερη υπηρεσία προς τον Θεό και την Αλήθεια. Η Αλήθεια δεν χωρίζεται από τον Θεό γιατί ο Χριστός είναι η Αλήθεια και η Ζωή. Επομένως όποιος πολεμά την Αλήθεια για να υπερασπισθεί το Θεό, στο τέλος αποδεικνύεται θεομάχος. Όσοι πιστεύουν πραγματικά στο Θεό και στη δύναμη της Αλήθειας Του « ου δυνάμεθα κατά της αληθείας, αλλ’ υπέρ της αληθείας» ( Β΄Κορ. 13,8). Γιατί κάθε υπονόμευση της και προσπάθεια συγκάλυψης της αποτελεί όχι μόνο ύβρη κατά του Θεού, αλλά υπονόμευση του έργου Του.
            Σήμερα μάλιστα περισσότερο από ποτέ έχουμε ανάγκη από το φως της Αλήθειας του Θεού, για να φωτίσει το δρόμο μας. Αρκετά έχουμε ταλαιπωρηθεί από τη βιομηχανία του ψεύδους. Έχουμε απόλυτη ανάγκη να γνωρίσουμε σε όλη του την έκταση το ιλαρό και χαρούμενο φως της Αλήθειας του Χριστού, και ας είμαστε βέβαιοι, ότι «η αλήθεια ελευθερώσει ημάς» (Ιω. 8,32).    
 
π.γ.στ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: