του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου
Ο αββάς Αρσένιος διηγήθηκε για κάποιον
γέροντα Σκητιώτη, ότι στην πρακτική αρετή ήταν μεγάλος, αλλά στην πίστη
απλοϊκός. Έπεφτε, λοιπόν, σε σφάλματα
εξαιτίας του αδύνατου μυαλού του. Έτσι, έλεγε: «Ο άρτος, που μεταλαμβάνουμε,
δεν είναι το πραγματικό Σώμα του Χριστού, αλλά σύμβολο του».
Τον άκουσαν δύο γέροντες, και ξέροντας
πως ήταν μεγάλος στην αρετή, σκέφτηκαν ότι μιλούσε έτσι από ακακία και
αφελότητα. Πηγαίνουν, λοιπόν, και του λένε: «Αββά, ακούσαμε για κάποιον ότι
λέει πράγματα ανορθόδοξα. Λέει, δηλαδή, ότι ο άρτος, που κοινωνούμε, δεν είναι
το πραγματικό Σώμα του Χριστού, αλλά σύμβολό του». Αποκρίνεται ο γέροντας:
«Εγώ είμαι που το λέω αυτό». Εκείνοι ζητούσαν να τον μεταπείσουν,
λέγοντας: «Μην κρατάς τέτοιαν άποψη αββά, αλλά την ορθόδοξη πίστη. Εμείς οι
ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι αυτός ο άρτος είναι Σώμα του Χριστού και αυτός ο οίνος
είναι Αίμα του Χριστού αληθινά και όχι συμβολικά. Όπως αρχικά ο Κύριος,
παίρνοντας χώμα από τη γη, έπλασε τον άνθρωπο κατά εικόνα Του, και κανείς δεν
μπορεί να πει δεν είναι εικόνα του Θεού, μολονότι πρόκειται για ένα μυστήριο
που δεν το χωράει ο νους, έτσι και ο
άρτος, για τον οποίο είπε πως είναι Σώμα Του, πιστεύουμε ότι είναι πραγματικό
Σώμα Χριστού».
Ο
Γέροντας είπε: « Αν δεν πεισθώ με
τα ίδια μου τα μάτια, δεν μπορώ να είμαι μέσα μου βέβαιος». Τότε εκείνοι του
είπαν: «Ετούτη την εβδομάδα, ας
προσευχηθούμε για αυτό το μυστήριο και πιστεύουμε ότι ο Θεός θα μας
φανερώσει την αλήθεια». Ο γέροντας με χαρά δέχτηκε την πρότασή τους. Και
παρακαλούσε το Θεό κι έλεγε: «Κύριε, Εσύ
γνωρίζεις ότι δεν δυσπιστώ από κακή διάθεση, αλλά για να μην πλανηθώ από
άγνοια. Φανέρωσέ μου, Κύριε Ιησού Χριστέ, την αλήθεια». Πήγαν και οι γέροντες
στα δικά τους κελλιά και παρακαλούσαν το
Θεό κι αυτοί, λέγοντας: «Κύριε Ιησού
Χριστέ, φανέρωσε στο γέροντα το μυστήριο αυτό, για να πιστέψει και να μη χάσει
τον κόπο του». Και ο Θεός τους εισάκουσε.
Σαν τελείωσε, λοιπόν, η εβδομάδα, ήρθαν
την Κυριακή στην εκκλησία και στάθηκαν μαζί και οι τρείς, έχοντας στη μέση το
γέροντα. Τότε ανοίχτηκαν από τη θεία χάρη τα μάτια τους. Και όταν αποτέθηκε ο
άρτος στην Αγία Τράπεζα, φαινόταν μόνο σε αυτούς τους τρείς σαν παιδί. Και
καθώς άπλωσε ο ιερέας το χέρι, για να τεμαχίσει τον άρτο, άγγελος Κυρίου κατέβηκε
από τον ουρανό, κρατώντας μαχαίρι, θυσίασε το παιδί και άδειασε το αίμα του στο
ποτήριο. Καθώς ο ιερέας έκοβε τον άρτο σε μικρά μέρη, έκοβε και ο άγγελος από
το παιδί μικρά μέρη.
Όταν πλησίασαν για να μεταλάβουν, δόθηκε
μόνο στο γέροντα κρέας ματωμένο. Βλέποντας το, φοβήθηκε και φώναξε: «Πιστεύω,
Κύριε, ότι ο άρτος είναι Σώμα Σου και το ποτήριο έχει μέσα το Αίμα Σου!».
Αμέσως το κρέας, πού βρισκόταν στην παλάμη του, έγινε άρτος, σύμφωνα με το
μυστήριο. Και κοινώνησε, ευχαριστώντας το Θεό. Τότε του λένε οι γέροντες: «Ο Θεός ξέρει πως η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί
να γευθεί ωμό κρέας. Γι’ αυτό μετέβαλε το Σώμα Του σε άρτο και το Αίμα Του σε
οίνο, για όσους με πίστη τα δέχονται». Έπειτα ευχαρίστησαν το Θεό, που δεν άφησε
να πάνε χαμένοι οι κόποι του γέροντα και έφυγαν χαρούμενοι για τα κελλιά τους.
ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου