Ο ΟΣΙΟΣ Παχώμιος είχε συνήθεια μία ή και περισσότερες φορές την εβδομάδα να συγκεντρώνει τους Μοναχούς του Κοινοβίου του και να τους διδάσκει το λόγο του Θεού. Κάποτε, αντί να διδάξει ο ίδιος, πρόσταξε τον Θεόδωρο, νέο ακόμη στην ηλικία κι αρχάριο στη μοναχική ζωή, να μιλήσει στους αδελφούς. Ήθελε μ’ αυτό να δοκιμάσει την υπακοή του. Ο καλός υποτακτικός, χωρίς αντιρρήσεις και ταπεινολογίες, έκανε ευθύς τη προσταγή του Ηγουμένου του. Σηκώθηκε κι άρχισε να διδάσκει το θείο λόγο. Αυτό όμως δεν καλοφάνηκε στους γεροντότερους. Θύμωσαν κι επιδεικτικά άφησαν τη συγκέντρωση κι έφυγαν για τα κελλιά τους. Σαν τέλειωσε η διδασκαλία, έστειλε ο Όσιος και τους κάλεσε να παρουσιαστούν μπροστά του.
- Γιατί φύγατε από τη σύναξη; τους ρώτησε αυστηρά.
- Τί ήθελες να κάνουμε Αββά, αποκρίθηκαν με αγανάκτηση εκείνοι, αφού έβαλες ένα παιδί να διδάξει τους γέρους;
Ο Όσιος Παχώμιος αναστέναξε βαθειά και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του.
- Καλά λένε πως η υπερηφάνεια είναι ρίζα όλων των κακών και γκρεμίζει όλα τα καλά, που χτίζει ο ταλαίπωρος άνθρωπος με τόσους κόπους. Φεύγοντας από τη σύναξη δεν καταφρονήσατε, άθλιοι, τον Θεόδωρο, αλλά το Πνεύμα το Άγιον, που ομιλούσε δι’ αυτού. Δεν είδατε εμένα, τον πνευματικό σας Πατέρα και διδάσκαλο, με πόση προσοχή παρακολουθούσα; Και σας βεβαιώνω πως πιο ωφέλιμη διδασκαλία δεν είχα ακούσει έως σήμερα.
Λέγοντας αυτά, τους έδωσε αυστηρό επιτίμιο για να συντρίψει τον εγωισμό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου