Νικηφόρος Βρεττάκος
Αν δε μούδινες την ποίηση Κύριε,
δε θάχα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θάταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα νάχω μηλιές
να πετάξονε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.
Λοιπόν: Πώς σου φαίνονται;
Είδες; τα στάχυα μου Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;
Είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλάζιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου
κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.
Όμως,
δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά
και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θάρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει
όπου νάναι το βράδυ μου Κύριε,
και πρέπει νάχω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου
εκκλησιά για τους τσοπάνηδες της αγάπης.
Δροσοσταλίδα
1 σχόλιο:
Εξαιρετικό.
κλς
Δημοσίευση σχολίου