Χαιρετοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τήν ἰαχή τῆς νίκης στό Τομπόλσκ τῆς Σιβηρίας, κοντά στά Οὐράλια ὄρη. Κι οἱ βαριές ρωσικές καμπάνες ἔκρουαν θριαμβικά στήν πόλη κι ἀντηχοῦσαν σ’ ὅλα τά περίχωρα. Μικροί-μεγάλοι συνάχτηκαν στίς ἐκκλησιές μέ τό βλέμμα γεμάτο προσδοκία. Τό Πάσχα τό περίμεναν νά τούς λυτρώσει ἀπ᾿ τούς ὁλοχρόνιους καημούς τους, ἀπ’ τή μιζέρια τῆς φτωχῆς τους καθημερινότητας οἱ μουζίκοι, ἀπ’ τίς συμβατικότητες τῆς ζωῆς τους οἱ ἄρχοντες. Λαχταροῦσαν ὅλοι ν’ ἀκούσουν τά σπασμένα κλεῖθρα τοῦ ῞Αδη, νά ψηλαφήσουν τή ζωή πού λαφυραγώγησε τά σκοτεινά βασίλεια. Κι ὕστερα τό πανηγύρι στή μεγάλη πλατεία τῆς πολιτείας. Μπαλαλάικες καί ντέφια, χοροί, φωνές, χαρές, τραγούδια φυγάδευσαν ἀπ’ τίς καρδιές κάθε σκιά καί φόβο. Κι ὅταν πιά πῆρε νά σουρουπώνει, πῆραν κι ἐκεῖνοι τό δρόμο γιά τά σπίτια τους.
῾Ο μεγαλέμπορος ᾿Αλέξη Σαϊλόφσκυ μέ τή σύζυγό του Τατιάνα βολεύτηκαν στό ζεστό τους ἕλκηθρο, πῆρε στά χέρια τά ἡνία ὁ Σαϊλόφσκυ καί τό ἕλκηθρο κύλησε γοργά μέ τά κουδουνάκια του ν’ ἀφήνουν γλυκύ ἀπόηχο. Τούς περίμενε στό ἀρχοντικό τους ὁ μονάκριβος γυιός τους, μέ τή συντροφιά τῆς καλόγνωμης παραμάνας καί δυό πιστῶν θεραπόντων. Σάν ἄκουγαν τά κουδουνάκια, ἔβγαιναν νά τούς καλοδεχτοῦν· καί τό πλουσιόσπιτο γέμιζε πάλι ξεφωνητά καί ζωή. ᾿Επιβλητικό ὀρθωνόταν σέ λίγο καί τώρα μπροστά τους, μεγαλόπρεπο, μά... σιωπηλό. ῾Η σιγή κυρίαρχη καί ἡ μισάνοιχτη πόρτα ἔκαναν τούς Σαϊλόφσκυ ν’ ἀνησυχήσουν.
- Δόμνα! Ντμητρέι! Κυρίλλεφ!
Τούς ἀπάντησε ὁ κρύος ἀντίλαλος καί τούς ἔζωσε ὁ φόβος. Κι ἔγινε ὁ φόβος φρίκη, σάν ἀντίκρισαν στήν εἴσοδο τούς δυό ἄνδρες νά κείτονται κοντά-κοντά μέ τά κεφάλια ἀνοιγμένα καί τήν καλόγνωμη Δόμνα πιό μέσα παραμορφωμένη φρικτά. ᾿Αστραπιαῖα ἦρθε ὁ στυγερός Λυκοθωμᾶς στή σκέψη τους καί τούς κυρίευσε ἀγωνία θανάτου.
- Παιδί μου! Μικαέλ! Μικαέλ!
῏Ηταν ὁ Λυκοθωμᾶς βαρυποινίτης, πού μιά δικαστική πλάνη τόν ἔκλεισε μέ ἰσόβια καταδίκη στά κάτεργα τῆς Σιβηρίας. Θωμᾶς Ρυζκόφ τό ὄνομά του· Λυκοθωμᾶ τόν φώναζαν οἱ ἄλλοι κατάδικοι, γιατί τυραγνισμένο κι ἐξαγριωμένο λύκο τόν εἶχαν καταντήσει ἡ κακότητα τῶν ψευδομαρτύρων κι οἱ ἀνελέητοι ραβδισμοί. Κι ὅταν μιάν ἄγρια φθινοπωριάτικη βραδιά, πού καταρρακτώδης βροχή πλημμύρισε τίς φυλακές καί οἱ σειρῆνες τῶν κατέργων σφύριζαν συναγερμό, κατάφερε νά δραπετεύσει, ἔκανε ἔργο του χθόνιο τήν ἐκδίκηση. Κι οὔτε τόν πέτυχαν οἱ ὁμοβροντίες τῶν δεσμοφυλάκων πού τόν κυνήγησαν τότε στό δάσος· οὔτε τόν βρῆκαν οἱ στρατιωτικές ἀρχές τοῦ Τομπόλσκ οὔτε οἱ ἀνιχνευτές μέ τά κυνηγετικά σκυλιά πού χτένισαν ξανά καί ξανά τήν περιοχή. Οὔτε καί στάθηκε ἱκανή ἡ ἐπικήρυξη μέ τό τεράστιο ποσό. Μόνο ἐκτελοῦσε μ’ ἕνα κυνηγετικό κιστέν καί μέ τόν ἴδιο εἰδεχθή πάντα τρόπο τά θύματά του, δέκα χρόνια τώρα, κι ἔμενε ἄφαντος, ἡ φοβερή πληγή τῶν Οὐραλίων.
- Μικαέλ! Μικαέλ! δευτέρωσε, ματωμένη κραυγή, ἡ φωνή τῆς Τατιάνας.
Ξύπνησε ἀπορημένος ὁ μικρός καί τήν κάλεσε κοντά του. Ρίχτηκε ἐκείνη ἀλλόφρονη ἀπό χαρά στό παιδικό του κρεβάτι, κατατρεγμένη λαφίνα πού ξανάβρε τό σπλάχνο της, τόν ἔσφιγγε στόν κόρφο της σ’ ἕνα ἀκόρεστο μητρικό παραλήρημα καί βάλθηκε νά τόν φιλᾶ μ’ ἀναφιλητά. ῾Ο Μικαέλ της ζοῦσε! Ζοῦσε!
Κι ἄρχισε ὁ ἀθῶος μικρός μέ τόν ἀγγελικό κόσμο νά τῆς ἱστορεῖ πώς κοιμόταν, ὅταν ὅρμησε στό δωμάτιο ἕνας πολύ μεγάλος ἄνθρωπος μέ μακριά μαλλιά καί γένια, κρατώντας ψηλά ἕνα παιχνίδι. Καί πώς βιάστηκε ὁ μικρός νά τοῦ δώσει ἀντιχάρισμα κι αὐτός τό δικό του παιχνιδάκι ἀπ’ τό προσκέφαλο, τό ὡραῖο πασχαλιάτικο ἀβγό πού ζωγράφισε μόνος του.
- XPИCTOC BOCKPEC! (Χριστός ᾿Ανέστη) εἶπε τείνοντάς το στόν ἄνθρωπο.
Καί πώς ἔμεινε ὁ ἄνθρωπος νά τόν κοιτᾶ ὥρα πολλή στά μάτια ἀμίλητος κι ἀκίνητος, ἄγαλμα ἴδιος. Κι ὕστερα ἄρχισε νά κατεβάζει τό χέρι του, καί τοῦ ‘πεσε τό δικό του παιχνίδι καί πῆρε τό ἀβγό τοῦ Μικαέλ. Καί πώς τό κοιτοῦσε ὁλόγυρα ἐπίμονα, ὥσπου σήκωσε τά μάτια κι ἀντεῖπε μέ λαχτάρα·
- BOИCTИHY BOCKPEC! (᾿Αληθῶς ᾿Ανέστη)
Τά εἶδε τότε ὁ μικρός ν’ ἀφήνουν ἄφθονα δάκρυα, δίχως νά νοιάζεται ὁ ἄνθρωπος νά τά σκουπίσει καί πώς τόν ρώτησε γιατί τάχα κλαίει, μά ἐκεῖνος, σφίγγοντας παιδιάστικα τό αὐγό πάνω στό στῆθος του, χάθηκε τρέχοντας σά νά μήν ἄκουσε. Καί πώς τότε, εὐτυχισμένος ὁ μικρός πού ὁ μεγάλος δέχτηκε τό δῶρο του, ἀποκοιμήθηκε πάλι γλυκά...
***
Γνωστή ἴσως σέ πολλούς ἡ ἱστορία τοῦ Λυκοθωμᾶ*, πού ἔγινε Καλοθωμᾶς, ἄγγελος ἀγάπης γιά τούς χολεριασμένους τοῦ Τομπόλσκ, παραστάτης σ’ ὅ,τι πίσω τους ἄφηναν, πατέρας γιά τά ὀρφανά τους· ἡ ἱστορία τοῦ Ρώσου ἀσκητοῦ τοῦ 19ου αἰώνα, πού πότισε τά Οὐράλια μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας ὥς τά βαθιά του γεράματα.
Μά κι ἀπ’ ὅσους δέν ἔτυχε νά τήν ἀκούσουν ἤ νά τή διαβάσουν, πολλοί θά μποροῦσαν νά τήν ἱστορήσουν μ’ ἄλλα ἄλλων ὀνόματα. Κάθε ὄνομα καί μιά ἱστορία, τόσο ὅμοια καί τόσο διαφορετική. Σαῦλος ὁ διώκτης, Μαρία ἡ Αἰγυπτία, Μωυσῆς ὁ Αἰθίωψ...
Γνωστή ἡ ἱστορία· κι ὡστόσο πάντα κάτι θά μένει ἀκατανόητο καί θαυμαστό, ἄφθαστο καί προσφιλές, ἀψηλάφητο κι ἐρασμιότατο. Πάντα κάτι θά μαγνητίζει τήν ψυχή, μά ἡ ψυχή θά στέκεται μέ θάμβος· κι οὔτε νά περιγράψει θά μπορεῖ ὅσα ἔζησε οὔτε νά ἐξηγήσει ὅσα ἔνιωσε. Θά μαγνητίζει τήν ψυχή μιά ἐλάχιστη ριπή χρόνου, μιά στιγμή τῆς αἰωνιότητας, μιά στιγμή τῆς ᾿Ανάστασης.
῞Εσπερος
_______
*Γιά τήν ἱστορία χρησιμοποιήθηκε τό βιβλίο «Μιά στιγμή τοῦ Πάσχα, ῾Η ζωή ἑνός ρώσσου ἀσκητοῦ», ἔκδ. ῾Ι. Καλύβης ῾Αγ. Χαραλάμπους - Ν. Σκήτη, ῞Αγ.῎Ορος, 200412.
Πηγή: Περιοδικό "Η Δράση μας", Απρίλιος 2009
Πηγή: Περιοδικό "Η Δράση μας", Απρίλιος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου