Στις 25 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη ενός
μεγάλου Πατέρα και οικουμενικού διδάσκαλου της, του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου.
Γεννήθηκε στην Αριανζό της Ναζιανζού της Καππαδοκίας το 329 μ. Χ. Η εύπορη κατάσταση
της οικογένειάς του τον βοήθησε να σπουδάσει στα καλύτερα σχολεία και
πανεπιστήμια της εποχής του, αποκτώντας κλασσική και θεολογική μόρφωση.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του επέστρεψε στην
πατρίδα του, βαπτίσθηκε χριστιανός και μετέβη
στο ασκητήριο του συμμαθητή του Μ. Βασιλείου στον Πόντο για άσκηση και
πνευματική ζωή. Μετά από τις θερμές παρακλήσεις των γονέων του, επιστρέφει και
εντάσσεται στις τάξεις του ι. κλήρου.
Χειροτονείται πρεσβύτερος και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα στην έρημο,
ώριμος πια, επιστρέφει για να υπηρετήσει το λαό, ενώ το 372 αναδεικνύεται
επίσκοπος μιας άσημης επαρχίας, των Σασίμων, την οποία δεν υπηρέτησε ποτέ. Όταν πέθανε ο πατέρας του Γρηγόριος, επίσκοπος κι αυτός, το 374 αναλαμβάνει την ευθύνη όλης
της επισκοπής.
Στο τέλος του 378 μετά από πρόσκληση των ορθοδόξων της
ΚΠολης μετέβη εκεί για να βοηθήσει την Εκκλησία που κινδύνευε από τους
αιρετικούς αρειανούς. Στο Ναό της Αγ. Αναστασίας, ο μόνος που είχε απομείνει
στα χέρια των ορθοδόξων, ξεφώνησε τους περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους του
για τη θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, συμβάλλοντας στη στήριξη των
ορθοδόξων πιστών, σε μία περίοδο που ο αρειανισμός κυριαρχούσε παρά την
καταδίκη του από την Α΄ Οικ. Σύνοδο.
Με την ανάρρηση στον αυτοκρατορικό θρόνο του Μ. Θεοδοσίου
κατοχυρώθηκε η ορθοδοξία και τότε ο Αγ. Γρηγόριος αναδείχτηκε σε αρχιεπίσκοπο
ΚΠολης και πρόεδρος της Β΄ Οικ. Συνόδου το 381 μ. Χ. Η κακία όμως και ο
φθόνος δεν τον άφησαν για πολύ διάστημα στον πατριαρχικό θρόνο, γιατί ορισμένοι
επίσκοποι αμφισβητούσαν την κανονικότητα της εκλογής του με την πρόφαση, ότι
είχε μετατεθεί αντικανονικά από τα Σάσιμα, διότι ο 15ος κανόνας της Νικαίας απαγόρευε την μετάθεση. Ο
Γρηγόριος για να μην διαταραχθεί η ειρήνη στην Εκκλησία προτίμησε να παραιτηθεί
από τον πατριαρχικό θρόνο, αφού εκφώνησε τον περίφημο «Συντακτήριον Λόγο» του.
Επιστρέφει στην πατρίδα του περνώντας το υπόλοιπο της ζωής του με προσευχή,
μελέτη, συγγραφή βιβλίων και άσκηση.
Αξιόλογη
είναι η τριαδική θεολογία του.
Η θεολογία του Αγ. Γρηγορίου δεν ήταν ορθολογιστική, αλλά
εμπειρική και βιωματική. Η Εκκλησία από το 350 και εξής συγκλονιζόταν από το
δογματικό πρόβλημα των προσώπων της Αγ. Τριάδας. Ήδη ο Μ. Βασίλειος είχε
θεμελιώσει θεολογικά την διάκριση των τριών υποστάσεων και την ενότητα της
φύσεώς τους. Επειδή όμως θεολόγησε με
αφορμή τις απόψεις του δυσεβούς Ευνομίου κατά του Υιού, η τριαδολογία του έχει ως κέντρο τον Υιό. Ο Αγ. Γρηγόριος
διασαφήνισε οριστικά τη διάκριση των υποστατικών ιδιωμάτων των θείων προσώπων
για να φτάσει στην ομοουσιότητα του Πατρός και του Υιού και του Αγ. Πνεύματος.
΄Ετσι πρώτος αυτός μεταξύ όλων των θεολόγων εξέφρασε την αλήθεια, ότι το Άγ.
Πνεύμα είναι Θεός.
Πρώτος αυτός επίσης θεολόγησε για τη σχέση του Αγ.
Πνεύματος εντός της Αγ. Τριάδος εξηγώντας τον όρο «εκπόρευσις». Ακόμη
επεσήμανε, ότι ο τρόπος ύπαρξης κάθε τριαδικού προσώπου είναι μοναδικός για
κάθε πρόσωπο. Ο Πατήρ είναι αγέννητος και γεννήτορας του Υιού και «προβολεύς»-
εκπορευτής του Αγ. Πνεύματος. Ο Υιός υπάρχει γεννητός εκ του Πατρός και το Άγ.
Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Η εκπόρευση του Αγ. Πνεύματος ανήκει πάντα
στον Πατέρα, όπως θεολογεί το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας – ΚΠόλεως. Και προχωρεί
ακόμη περισσότερο λέγοντας, ότι τα θεία πρόσωπα δεν ταυτίζονται με τις θ.
ενέργειες διότι οι ενέργειες είναι κοινές
και στα τρία πρόσωπα.
Δογματίζοντας αναίρεσε τις πλάνες των Απολιναριστών, οι
οποίοι παρέλειπαν τον όρο «ενανθρωπήσαντα» και χρησιμοποιούσαν τη φράση «μία
φύση του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», για να τονίσουν ότι ο Λόγος προσέλαβε μόνο τη
σάρκα. Η θέση όμως αυτή κατά τον Γρηγόριο αμφισβητούσε την ακεραιότητα της φύσης του Χριστού και
κατέστρεφε την ενότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού και κατέστρεφε την
ενότητα του ανθρώπου και έκανε προβληματική
τη σωτήρια του. Ο Άγ. Γρηγόριος ανέπτυξε τη θεολογία του ξεκινώντας από την
εμπειρική θεολογική αλήθεια: «Το απρόσληπτον, αθεράπευτον, ο δε ήνωται τω Θεώ
τούτο και σώζεται». Γι’ αυτό έχουμε δύο φύσεις στο Χριστό χάρη του οποίου
επιτυγχάνεται η θέωση της ανθρώπινης φύσης.
Η ανθρωπολογία του Αγ. Γρηγορίου έγκειται στη γενναία
θεολογία των δύο τελείων φύσεων του Χριστού και στην επιμονή του στην πρόσληψη
ολόκληρου του ανθρώπου. Ο «μικρός» άνθρωπος, κράμα δύο κόσμων, του υλικού και
του πνευματικού, είναι «μέγας» αφού γίνεται «επόπτης της ορατής φύσεως»,
«μύστης των νοουμένων» και προορίζεται να θεωθεί, να ενωθεί πραγματικά με το
Θεό.
Γι’ αυτό ο Άγ. Γρηγόριος υπήρξε ένας από τους
σημαντικότερους δογματικούς θεολόγους της Εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο, ότι στο
απολυτίκιό του αναφέρεται ως ο «τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσας» γιατί η
θεολογία του δεν ήταν ακαδημαϊκής και θεωρητικής υφής, αλλά κατά κύριο λόγο
εμπειρική.
Η Εκκλησία με βάση την υψηλή θεολογία του και τα
συγγράμματά του τον τίμησε με τον τίτλο του κατ’ εξοχήν θεολόγου και
οικουμενικού διδασκάλου, διότι η θεολογική του συμβολή παραμένει αμετάθετη
παρακαταθήκη στην απλανή πορεία της Εκκλησίας.
π. γ. στ.
(Πηγή: «Πατρολογία» Π. Κ. Χρήστου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου