ΠΙΣΤΗ
ΚΑΙ ΘΑΡΡΟΣ
Εν ολίγοις
Το θέμα που θέτει σήμερα η
ευαγγελική διήγηση της θεραπείας του τυφλού έχει σχέση με την πίστη και τις
δυσκολίες που προβάλλουμε συχνά για ν’ αποδεχθούμε τους όρους της πίστεως. Και
το περίεργο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που τ’ αποτελέσματα της
απιστίας είναι εμφανή και διαρκή.
Η εμπιστοσύνη είναι δώρο του Θεού,
αλλά και υπόθεση της προσωπικής μας ελευθερίας. Οι προπάτορες μας
εμπιστεύτηκαν περισσότερο τις προτάσεις του διαβόλου και χρησιμοποίησαν
την ελευθερία τους για να γνωρίσουν την αλήθεια, το ψεύδος, την διαβολή και το
έρεβος του θανάτου.
Αλλά δυστυχώς το ίδιο πολλές φορές
επαναλαμβάνουμε κι εμείς. Αδυνατούμε να καταλάβουμε ότι η πίστη μας είναι
εκείνη που μας ανοίγει τα μάτια για να δούμε το φως, την αλήθεια και τη ζωή.
Αντίθετα οι «άνθρωποι ηγάπησαν μάλλον το σκότος ή το φως». Κινούμαστε ανάμεσα
σε δολοπλοκίες, συκοφαντίες, μικρότητες, στην εκμετάλλευση, το φθόνο, την
μεμψιμοιρία. Δε έχουμε το θάρρος της ομολογίας της πίστεως μας.
Το ερώτημα που τίθεται πάντοτε
είναι: πώς μπορούν ν’ ανοίξουν τα μάτια μας, να ξεπεράσουμε τις προκαταλήψεις
μας και να εμπιστευτούμε το Χριστό, και πώς η όρασή μας πρέπει να είναι καθαρή για να συνειδητοποιήσουμε ποιος είναι
ο Χριστός και τι θέλει ακριβώς από εμάς;
Στο σημερινό θαύμα της θεραπείας του
τυφλού βρισκόμαστε μπροστά σε τρεις κατηγορίες ανθρώπων που στέκονται
διαφορετικά μπροστά στην πραγματικότητα ενός θαυμαστού γεγονότος.
Στην
πρώτη ανήκουν οι γείτονες του τυφλού οι οποίοι εκφράζουν την απορία για το
ανεξήγητο αυτό γεγονός. Τους φαίνεται τόσο απίθανο φθάνοντας μάλιστα στο σημείο
να μιλούν για κάποιο άλλο πρόσωπο που μοιάζει στον τυφλό επαίτη. Έτσι το θαύμα
μένει στη μνήμη τους σαν ένα παράδοξο και ανεξήγητο γεγονός.
Η δεύτερη κατηγορία που ασχολείται
με την υπόθεση του θαύματος είναι οι Φαρισαίοι. Εδώ συναντάμε όχι απλώς απορία,
αλλά την πεισματική άρνησή τους να δεχτούν ως φορέα αυτής της θείας δυνάμεως τo Xριστό. Εξ άλλου αυτός είναι ο
λόγος που οι Φαρισαίοι καταφεύγουν στην ανάκριση προσπαθώντας να τον
τρομοκρατήσουν και να βρουν σημεία αντίφασης στη δική του αντίληψη για να
προσαρμόσουν τα γεγονότα στη δική τους ερμηνεία. Και η ερμηνεία αυτή είναι στο
ότι ο Χριστός δεν είναι άνθρωπος του Θεού αφού καταλύει την αργία του Σαββάτου.
Η Τρίτη έχει σχέση με τους γονείς,
οι οποίοι αντιμετωπίζουν το γεγονός μ’ ένα διαφορετικό τρόπο. Εδώ δεν υπάρχει
απορία ή το γεγονός του θαύματος, αφού ως γονείς γνώριζαν την κατάσταση του
παιδιού τους. Αυτό που δημιουργεί φόβο στους γονείς είναι ο φόβος για τις
συνέπειες, αν στέκονταν θετικά απέναντι στον ευεργέτη και θεραπευτή του παιδιού
τους. Έτσι δηλώνουν δήθεν άγνοια με την διαδικασία της θεραπείας του παιδιού
τους. Και ο φόβος τους ήταν δικαιολογημένος μπροστά στο ενδεχόμενο να γίνουν
αποσυνάγωγοι. Έτσι δείχνουν απροθυμία να διακινδυνεύσουν χάρη της αλήθειας.
Δηλ. θέτουν την προσωπική τους ασφάλεια πάνω από τα θαυμάσια του Θεού.
Απέναντι όλων αυτών των
ομάδων-γειτόνων- Φαρισαίων – γονέων-στέκεται ο τυφλός. Αυτός αποδέχεται χωρίς
καμία αμφιβολία, αλλά με απόλυτη βεβαιότητα τον θεραπευτή του. Γνωρίζει Εκείνον
που τον θεράπευσε και το πώς τον θεράπευσε. Δεν κάνει τον κόπο να
προβληματιστεί, αλλά με απλότητα αποδέχεται την πραγματικότητα που έχει μπροστά
του. Ζει το θαύμα της αγάπης του Θεού με όλη του την ύπαρξη χωρίς να
προβληματίζεται, όπως οι Φαρισαίοι, ότι δήθεν έγινε την ημέρα της Σαββατικής αργίας. Την κίνηση
αυτή του Χριστού την θεωρεί ως δεδομένη από τον απεσταλμένο του Θεού και
δείχνει απερίφραστα το σεβασμό του και την αγάπη του προς τον ευεργέτη του.
Έτσι αποδεικνύεται υπέροχος θεολόγος ανώτερος από τους Φαρισαίους και του
Γραμματείς.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα παραπάνω
βλέπουμε ότι η παρουσία και επέμβαση του Θεού στον κόσμο προκαλεί υπαρξιακές αναταράξεις
και αντιδράσεις στους ανθρώπους. Έτσι βλέπουμε ο μεν τυφλός να τοποθετείται
θετικά μπροστά στο Χριστό, πίστη, θάρρος και διάθεση ομολογίας, και δέχεται με
βεβαιότητα το Χριστό ως Θεό, απεσταλμένο του Θεού. Αντίθετα οι άλλοι
δυσκολεύονται να το κατανοήσουν και στέκονται αρνητικά έναντι του Χριστού.
Αλλά κι εμείς, όπως οι γείτονες, οι Φαρισαίοι,
οι γονείς του τυφλού, στεκόμαστε αρνητικά και με φόβο ή και εχθρικά απέναντι σε
κάθε επέμβαση του Θεού. Μπορεί να τον απορρίπτουμε ως κάτι αντίθετο με νοοτροπία
μας και τις εμπειρίες μας. Ή μπορεί να προσαρμόζουμε την αλήθεια του Θεού πέρα
και πάνω απ’ όλα, γι’ αυτό πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στο ενδεχόμενο να μην
αποκαλυφθεί ο Θεός με τον τρόπο που τον περιμένουμε, αλλά ίσως χρειαστεί να
αναθεωρήσουμε και προσωπικές αντιλήψεις.
Τέλος, πολλές φορές μπορεί να φοβόμαστε κάποιο κοινωνικό κόστος
αν ομολογήσουμε με παρρησία την πίστη μας, ή για ν’ αποφύγουμε να χαρακτηριστούμε ως
θρησκόληπτοι. Δυστυχώς δεν λαμβάνουμε υπ’ όψη μας τον μακαρισμό του Χριστού
«μακάριοι έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσιν και είπωσιν παν πονηρόν ρήμα
καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Μτ. 5,11).
Αν το αγνοήσουμε αυτό ο Χριστός θα
μας αγνοήσει και θα εμφανισθεί εκεί όπου υπάρχει παρρησία ομολογίας και θάρρους
χωρίς υπολογισμό οποιονδήποτε συνεπειών. Μπορεί βέβαια το τίμημα να είναι
μεγάλο, αλλά μεγαλύτερη θα είναι η ευλογία.
Χριστός Ανέστη
π. γ. στ.
1 σχόλιο:
Εμείς σε ποια κατηγορία ανθρώπων ανήκουμε; Δύσκολο ερώτημα.
Δημοσίευση σχολίου