«Ω ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ»
Εξ' αφορμής σχολίου ανωνύμου επισκέπτου τις ιστοσελίδας της ενορίας μας σχετικά με την ύπαρξη ή όχι των θαυμάτων θα θέλαμε να διατυπώσουμε την ορθόδοξη δογματική άποψη για το θέμα αυτό όσο γίνεται πιο συνοπτικά.
Διαβάζοντας κανείς το μακροσκελέστατο σχόλιο του αγαπητού κατά τα άλλα ανωνύμου επισκέπτου μας, διαπιστώνει μια εντελώς ορθολογιστική και απορριπτική θέση για το θέμα αυτό. Αυτό είναι βέβαια δικαίωμά του. Όμως πρέπει να γνωρίζει και την θεολογική και βιβλική θεώρηση που αφορά τους εν ταπεινώσει αποδεχομένους την διδασκαλία της εκκλησίας μας και όχι τους ορθολογιστές ή και απίστους.
Σεβόμαστε κάθε άποψη αρκεί να γίνεται με σεβασμό , αξιοπρέπεια και με διάθεση διαλόγου και όχι με αφοριστικό τρόπο.
Στα όσα γράφει ο ανώνυμος σχολιαστής μας αντιπαραθέτουμε το παρακάτω κείμενο όχι βέβαια για να τον πείσουμε σχετικά με την θέση της εκκλησίας στο θέμα αυτό αλλά για θεολογική ενημέρωση γιατί φαίνεται ότι αγνοεί παντελώς την άλλη όψη του νομίσματος, δηλ. τι διδάσκει η ορθόδοξη δογματική.
Ένα από τα προσφιλέστερα θέματα των ανθρώπων που δεν γνωρίζουν από κοντά την ζωή της εκκλησίας, είναι η συζήτηση για το θαύμα και οι λόγοι είναι αρκετοί για τους οποίους είναι και προσφιλές το θέμα αυτό όπως:
- Η δυσκολία τους να πιστέψουν
- Να το ερμηνεύσουν λογικά
- Η περιέργεια
- Η κοσμική αντίληψη ότι εκφράζει την μαγική ή γοητευτική διάσταση της ζωής
- Η εμπειρία κάποιας παράδοξης πλευράς της ζωής μας κ.α.
Μάλιστα οι δύο τελευταίες αντιλήψεις καλλιεργούνται ιδιαίτερα στις ημέρες μας μιας και κάθε λογική εξήγηση για τη ζωή κουράζει τον σημερινό άνθρωπο και επομένως του φαίνεται ανεπαρκής.
Όποιες όμως και αν είναι οι προθέσεις των ανθρώπων δεν έχουμε το δικαίωμα να αντιπαρερχόμαστε το θέμα, γιατί έτσι δείχνουμε την αδυναμία μας να ζούμε το μυστήριο του θαύματος.
Είναι αρκετό ακούγοντας την λέξη θαύμα μια παρέα να χωριστεί στα δύο. Από την μια οι υποστηρικτές του και από την άλλη οι αμφισβητίες και οι αρνητές του. Η άρνηση του θαύματος επιστρατεύει μια σειρά από λογικά και επιστημονικοφανή επιχειρήματα για να το αποκλείσει, ακόμα και ως ενδεχόμενο. Αλλά και η υπεράσπισή του γίνεται πάλι με τον ίδιο επιστημονικοφανή και λογικό τρόπο.
Βέβαια παρόμοιες συζητήσεις δεν οδηγούν συνήθως πουθενά γιατί καμιά πλευρά δεν είναι πρόθυμοι για υποχώρηση έστω και στο παραμικρό. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι παρόμοιες συζητήσεις στηρίζονται σε μια άγνοια της έννοιας του θαύματος. Και αυτό γιατί συνήθως περιστρέφονται γύρω από την υπέρβαση ή όχι των νόμων της φύσεως και της λογικής, αδιαφορώντας για το νόημα και την λειτουργικότητα του θαύματος μέσα στην εκκλησιαστική συνείδηση και ζωή.
Είναι δηλ. σαν να εξετάζει κανείς ένα ζωγραφικό πίνακα ή ένα ποίημα με βάση ορισμένες λογικές ή φυσικές αρχές. Δεν ξέρουμε πόσα ποιήματα θα μπορούσαν να αντέξουν ένα τέτοιο ελιγμό. Αλλά δεν θα είχε και νόημα μια τέτοια εξέταση γιατί, βλέπει το ποίημα με κριτήρια ξένα προς την ίδια την φύση του. Και πέρα από αυτό στερεί από τον άνθρωπο την δυνατότητα να συλλάβει σωστά το νόημά του και να το εντάξει οργανικά στη ζωή του όπως πήγασε από τον ποιητή ή τον καλλιτέχνη.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τις λογικές αναλύσεις του θαύματος είτε από πολέμιους και αρνητές είτε από υπερασπιστές προέρχονται. Είναι σαν να θέλουμε να μετρήσουμε με το ζύγι την αγάπη μας ή να μετρήσουμε με κάποιο μέτρο τον ηρωισμό ή το μίσος μας.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι θα αρνηθούμε κάθε συζήτηση γύρω από το θαύμα. Απεναντίας χρειάζεται να αντιμετωπισθεί με σοβαρότητα και όχι με αφορισμούς. Μόνο που για να γίνει αυτό πρέπει να προσφύγουμε στις πηγές, δηλ. στα ευαγγελικά κείμενα και στην παράδοση της Εκκλησίας. Και τούτο γιατί το θαύμα έξω από τον χώρο της χριστιανικής αποκάλυψης αρχικά θεωρήθηκε ως ένα συμβάν που συγκρούεται ή είναι ασυμβίβαστο με την φυσική νομοτέλεια. Και όλη αυτή η προβληματική φυσικών νόμων και θαύματος εμφανίστηκαν στους κόλπους της σχολαστικής θεολογίας. Γι' αυτό και η Δυτική θεολογία δοκιμάστηκε σκληρά μετά το γκρέμισμα του Αριστοτελισμού, όταν οι επιστήμονες ελευθερωμένοι από την δογματική κηδεμονία του Μεσαίωνα είχαν την άνεση και την δύναμη να επιβάλλουν την μέθοδο της δικής τους έρευνας. Τότε η θεολογία έπρεπε υποχρεωτικά και επιστημονικά να λύσει αυτό το πρόβλημα της σύγκρουσης φυσικών νόμων και θαύματος.
Έτσι τα δεδομένα αυτά ανάγκασαν τους Δυτικούς θεολόγους να δημιουργήσουν «το θαύμα» της απολογητικής. Ο καημός των περισσοτέρων ορθόδοξων απολογητών ήταν η αρμονία επιστήμης και θρησκείας μακριά από την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία που αφορούσε την διπλή μεθοδολογία αντιμετώπισης του θέματος.
Λ.χ. ο δογματολόγος Χρ. Ανδρούτσος αν και αρχικά δέχεται κατά σχολαστικό τρόπο πως τα θαύματα είναι έκτακτες επεμβάσεις του Θεού, τελικά αποφαίνεται ότι ο Θεός επεμβαίνει χωρίς να συγκρούεται με τους φυσικούς νόμους, ελεύθερα και δημιουργικά συμπληρώνοντας το σχέδιο της Θείας Οικονομίας.
Τελικά πως βλέπει και ερμηνεύει τα θαύματα η ορθόδοξη δογματική θεολογία?
Είναι απαραίτητο πρώτα να πούμε πως η ορθόδοξη θεολογία ποτέ δεν είδε το θαύμα ως ένα απομονωμένο πρόβλημα σε σχέση με την φυσική νομοτέλεια. Το θαύμα αυτονόητα εντάσσεται στην όλη πορεία της Θείας οικονομίας και ποτέ δεν θεωρείται ως κάτι το ξεχωριστό.
Η ίδια η ιστορία και η ζωή είναι ένα θαύμα.
Γι' αυτό και η Βιβλική ιστορία δεν ξεχωρίζει τα κοινά από τα θαυμαστά γεγονότα. Όταν ένας συγγραφέας διηγείται ένα θαύμα, το εκθέτει σαν ένα ιστορικό γεγονός χωρίς να ενοχλείται γι' αυτό ή χωρίς προσπάθεια για να πείσει τον αναγνώστη.
Ολόκληρη η βιβλική ιστορία παρουσιάζει μια τέτοια οργανική ενότητα κοινών ιστορικών γεγονότων και θαυμάτων και πάντοτε το θαύμα εξυπηρετεί ολόκληρη την κοινότητα.
ΟΙ Χριστός λ.χ. δεν δίδασκε μόνο με παραβολές αλλά και με θαύματα. Ο στόχος του δεν ήταν να προκληθεί «θαυμασμός» ή «κατάπληξη», αλλά να φανερωθεί η δόξα του Θεού και να στερεωθεί η πίστη (Ιωαν. 2,11).
Εξάλλου στον Βιβλικό χώρο θαύματα δεν θεωρούνται τα συμβάντα που ξεπερνούν τις συνηθισμένες φυσικές - ιστορικές δυνατότητες, προκαλώντας τον θαυμασμό. Τέτοια θαύματα κάνουν και οι πονηρές δυνάμεις (Πραξ. 16,11).
Τα θαύματα ως γεγονότα της ιστορίας και της Θ. Οικονομίας φανερώνουν την θεία δόξα στον κόσμο, τον μεταμορφώνουν, τον οδηγούν και τον διδάσκουν.
Το θαύμα « ως κατάπληξη» ποτέ δεν οδηγεί στην πίστη αλλά η πίστη στα θαύμα. Όσες φορές ο Χριστός προκλήθηκε να κάνει θαύμα για να πεισθούν μόνο και μόνο οι άνθρωποι το αρνήθηκε κατηγορηματικά.(Ματθ. 4, 1-11, 13,58).
Το θαύμα λοιπόν ανήκει στην όλη ιστορία της κοινότητας και δεν προσβάλλει καθόλου την φυσική τάξη. Ο φυσικός και ο μεταφυσικός κόσμος είναι δύο πράγματα ενοποιημένα. Η φανέρωση των συνεπειών του θαύματος - της θείας δόξας - συντελεί όχι στην κατάργηση ή την άρση του φυσικού κόσμου αλλά τονίζει την αποσπασματικότητα την τυχαιότητα και την αταξία του κόσμου. Έτσι εισβάλλει με κυριαρχική φανέρωση η Θεία δόξα. Προς στιγμή φαίνεται η ανατροπή κάθε φυσικής και ιστορικής τάξης μόνο και μόνο για να γίνει η ένταξη αυτής της τάξης στην σωτήρια και μεταμορφωτική Θεία δόξα.
Οπότε κάθε θαύμα ενώ μας φαίνεται σαν ένα «υπερφυσικό» και «έκτακτο» γεγονός αποτελεί μια έκφανση της όλης πορείας από την αρχή της δημιουργίας μέχρι την τελείωση. Η άκτιστη ενέργεια του Θεού δεν μπορεί να συγκρουστεί με την κτιστή πραγματικότητα. Κανένας φυσικός νόμος δεν αίρεται όταν γίνεται ένα θαύμα γιατί η δράση της τελειωτικής ενέργειας του Θεού είναι άκτιστη , ενώ η νόμοι είναι κτιστοί, και όλη η κτιστή πραγματικότητα πορεύεται σε μια εξέλιξη και τελείωση.
Το θαύμα είναι μια πτυχή αυτής της πορείας ενώ τα δικά μας μάτια το βλέπουν σαν μια εξαίρεση στη γενική νομοτέλεια ή σαν ένα παράδοξο γεγονός. (Περισσότερα βλέπε Ν. Ματσούκα Δογματική και συμβολική θεολογία).
Βέβαια για να μπορεί να δει κανείς την νέα πραγματικότητα που εγκαινίασε ο Χριστός χρειάζεται να έχει τα μάτια του νέου ανθρώπου , του Χριστού. Γιατί το θαύμα συνδέεται άμεσα με την σωστή πίστη στο Χριστό με το άνοιγμα της καρδιάς στην πρόσκληση και ιδιαίτερα με την στροφή της βούλησης του ανθρώπου και προθυμία απαλλαγής από τα δεσμά του παρόντος για να μπορέσει ο άνθρωπος να δει τον κόσμο που αποκαλύπτει το θαύμα. Διαφορετικά μένει στο εξωτερικό ή στην αντίρρηση της λογικής του δεσμώτη που δεν βλέπει πέρα από τα όρια του κελιού του.
Το θαύμα δεν είναι αυτό που νομίζουν οι κάθε λογής λογοκράτες και υλιστές. Το θαύμα είναι «σημείον» - σημάδι που δείχνει το δρόμο για την μεταμόρφωση του κόσμου σύμφωνα με το πρότυπο του Χριστού.
Είναι ένας δρόμος ελπίδας και ελευθερίας , αγώνος και χαράς. Και όποιος νιώθει την ανάσα της δουλείας και λαχταρά μια νέα ζωή παίρνει από το θαύμα την σιγουριά για την τελική νίκη, τι κουράγιο για τον καθημερινό αγώνα και τη δύναμη για την θυσία της αγάπης.
Ο Κύριος είπε :
« εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον,
ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσιν και
οι βλέποντες τυφλοί γένωνται»
(Ιωαν. 9, 39)
Στα όσα γράφει ο ανώνυμος σχολιαστής μας αντιπαραθέτουμε το παρακάτω κείμενο όχι βέβαια για να τον πείσουμε σχετικά με την θέση της εκκλησίας στο θέμα αυτό αλλά για θεολογική ενημέρωση γιατί φαίνεται ότι αγνοεί παντελώς την άλλη όψη του νομίσματος, δηλ. τι διδάσκει η ορθόδοξη δογματική.
Ένα από τα προσφιλέστερα θέματα των ανθρώπων που δεν γνωρίζουν από κοντά την ζωή της εκκλησίας, είναι η συζήτηση για το θαύμα και οι λόγοι είναι αρκετοί για τους οποίους είναι και προσφιλές το θέμα αυτό όπως:
- Η δυσκολία τους να πιστέψουν
- Να το ερμηνεύσουν λογικά
- Η περιέργεια
- Η κοσμική αντίληψη ότι εκφράζει την μαγική ή γοητευτική διάσταση της ζωής
- Η εμπειρία κάποιας παράδοξης πλευράς της ζωής μας κ.α.
Μάλιστα οι δύο τελευταίες αντιλήψεις καλλιεργούνται ιδιαίτερα στις ημέρες μας μιας και κάθε λογική εξήγηση για τη ζωή κουράζει τον σημερινό άνθρωπο και επομένως του φαίνεται ανεπαρκής.
Όποιες όμως και αν είναι οι προθέσεις των ανθρώπων δεν έχουμε το δικαίωμα να αντιπαρερχόμαστε το θέμα, γιατί έτσι δείχνουμε την αδυναμία μας να ζούμε το μυστήριο του θαύματος.
Είναι αρκετό ακούγοντας την λέξη θαύμα μια παρέα να χωριστεί στα δύο. Από την μια οι υποστηρικτές του και από την άλλη οι αμφισβητίες και οι αρνητές του. Η άρνηση του θαύματος επιστρατεύει μια σειρά από λογικά και επιστημονικοφανή επιχειρήματα για να το αποκλείσει, ακόμα και ως ενδεχόμενο. Αλλά και η υπεράσπισή του γίνεται πάλι με τον ίδιο επιστημονικοφανή και λογικό τρόπο.
Βέβαια παρόμοιες συζητήσεις δεν οδηγούν συνήθως πουθενά γιατί καμιά πλευρά δεν είναι πρόθυμοι για υποχώρηση έστω και στο παραμικρό. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι παρόμοιες συζητήσεις στηρίζονται σε μια άγνοια της έννοιας του θαύματος. Και αυτό γιατί συνήθως περιστρέφονται γύρω από την υπέρβαση ή όχι των νόμων της φύσεως και της λογικής, αδιαφορώντας για το νόημα και την λειτουργικότητα του θαύματος μέσα στην εκκλησιαστική συνείδηση και ζωή.
Είναι δηλ. σαν να εξετάζει κανείς ένα ζωγραφικό πίνακα ή ένα ποίημα με βάση ορισμένες λογικές ή φυσικές αρχές. Δεν ξέρουμε πόσα ποιήματα θα μπορούσαν να αντέξουν ένα τέτοιο ελιγμό. Αλλά δεν θα είχε και νόημα μια τέτοια εξέταση γιατί, βλέπει το ποίημα με κριτήρια ξένα προς την ίδια την φύση του. Και πέρα από αυτό στερεί από τον άνθρωπο την δυνατότητα να συλλάβει σωστά το νόημά του και να το εντάξει οργανικά στη ζωή του όπως πήγασε από τον ποιητή ή τον καλλιτέχνη.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τις λογικές αναλύσεις του θαύματος είτε από πολέμιους και αρνητές είτε από υπερασπιστές προέρχονται. Είναι σαν να θέλουμε να μετρήσουμε με το ζύγι την αγάπη μας ή να μετρήσουμε με κάποιο μέτρο τον ηρωισμό ή το μίσος μας.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι θα αρνηθούμε κάθε συζήτηση γύρω από το θαύμα. Απεναντίας χρειάζεται να αντιμετωπισθεί με σοβαρότητα και όχι με αφορισμούς. Μόνο που για να γίνει αυτό πρέπει να προσφύγουμε στις πηγές, δηλ. στα ευαγγελικά κείμενα και στην παράδοση της Εκκλησίας. Και τούτο γιατί το θαύμα έξω από τον χώρο της χριστιανικής αποκάλυψης αρχικά θεωρήθηκε ως ένα συμβάν που συγκρούεται ή είναι ασυμβίβαστο με την φυσική νομοτέλεια. Και όλη αυτή η προβληματική φυσικών νόμων και θαύματος εμφανίστηκαν στους κόλπους της σχολαστικής θεολογίας. Γι' αυτό και η Δυτική θεολογία δοκιμάστηκε σκληρά μετά το γκρέμισμα του Αριστοτελισμού, όταν οι επιστήμονες ελευθερωμένοι από την δογματική κηδεμονία του Μεσαίωνα είχαν την άνεση και την δύναμη να επιβάλλουν την μέθοδο της δικής τους έρευνας. Τότε η θεολογία έπρεπε υποχρεωτικά και επιστημονικά να λύσει αυτό το πρόβλημα της σύγκρουσης φυσικών νόμων και θαύματος.
Έτσι τα δεδομένα αυτά ανάγκασαν τους Δυτικούς θεολόγους να δημιουργήσουν «το θαύμα» της απολογητικής. Ο καημός των περισσοτέρων ορθόδοξων απολογητών ήταν η αρμονία επιστήμης και θρησκείας μακριά από την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία που αφορούσε την διπλή μεθοδολογία αντιμετώπισης του θέματος.
Λ.χ. ο δογματολόγος Χρ. Ανδρούτσος αν και αρχικά δέχεται κατά σχολαστικό τρόπο πως τα θαύματα είναι έκτακτες επεμβάσεις του Θεού, τελικά αποφαίνεται ότι ο Θεός επεμβαίνει χωρίς να συγκρούεται με τους φυσικούς νόμους, ελεύθερα και δημιουργικά συμπληρώνοντας το σχέδιο της Θείας Οικονομίας.
Τελικά πως βλέπει και ερμηνεύει τα θαύματα η ορθόδοξη δογματική θεολογία?
Είναι απαραίτητο πρώτα να πούμε πως η ορθόδοξη θεολογία ποτέ δεν είδε το θαύμα ως ένα απομονωμένο πρόβλημα σε σχέση με την φυσική νομοτέλεια. Το θαύμα αυτονόητα εντάσσεται στην όλη πορεία της Θείας οικονομίας και ποτέ δεν θεωρείται ως κάτι το ξεχωριστό.
Η ίδια η ιστορία και η ζωή είναι ένα θαύμα.
Γι' αυτό και η Βιβλική ιστορία δεν ξεχωρίζει τα κοινά από τα θαυμαστά γεγονότα. Όταν ένας συγγραφέας διηγείται ένα θαύμα, το εκθέτει σαν ένα ιστορικό γεγονός χωρίς να ενοχλείται γι' αυτό ή χωρίς προσπάθεια για να πείσει τον αναγνώστη.
Ολόκληρη η βιβλική ιστορία παρουσιάζει μια τέτοια οργανική ενότητα κοινών ιστορικών γεγονότων και θαυμάτων και πάντοτε το θαύμα εξυπηρετεί ολόκληρη την κοινότητα.
ΟΙ Χριστός λ.χ. δεν δίδασκε μόνο με παραβολές αλλά και με θαύματα. Ο στόχος του δεν ήταν να προκληθεί «θαυμασμός» ή «κατάπληξη», αλλά να φανερωθεί η δόξα του Θεού και να στερεωθεί η πίστη (Ιωαν. 2,11).
Εξάλλου στον Βιβλικό χώρο θαύματα δεν θεωρούνται τα συμβάντα που ξεπερνούν τις συνηθισμένες φυσικές - ιστορικές δυνατότητες, προκαλώντας τον θαυμασμό. Τέτοια θαύματα κάνουν και οι πονηρές δυνάμεις (Πραξ. 16,11).
Τα θαύματα ως γεγονότα της ιστορίας και της Θ. Οικονομίας φανερώνουν την θεία δόξα στον κόσμο, τον μεταμορφώνουν, τον οδηγούν και τον διδάσκουν.
Το θαύμα « ως κατάπληξη» ποτέ δεν οδηγεί στην πίστη αλλά η πίστη στα θαύμα. Όσες φορές ο Χριστός προκλήθηκε να κάνει θαύμα για να πεισθούν μόνο και μόνο οι άνθρωποι το αρνήθηκε κατηγορηματικά.(Ματθ. 4, 1-11, 13,58).
Το θαύμα λοιπόν ανήκει στην όλη ιστορία της κοινότητας και δεν προσβάλλει καθόλου την φυσική τάξη. Ο φυσικός και ο μεταφυσικός κόσμος είναι δύο πράγματα ενοποιημένα. Η φανέρωση των συνεπειών του θαύματος - της θείας δόξας - συντελεί όχι στην κατάργηση ή την άρση του φυσικού κόσμου αλλά τονίζει την αποσπασματικότητα την τυχαιότητα και την αταξία του κόσμου. Έτσι εισβάλλει με κυριαρχική φανέρωση η Θεία δόξα. Προς στιγμή φαίνεται η ανατροπή κάθε φυσικής και ιστορικής τάξης μόνο και μόνο για να γίνει η ένταξη αυτής της τάξης στην σωτήρια και μεταμορφωτική Θεία δόξα.
Οπότε κάθε θαύμα ενώ μας φαίνεται σαν ένα «υπερφυσικό» και «έκτακτο» γεγονός αποτελεί μια έκφανση της όλης πορείας από την αρχή της δημιουργίας μέχρι την τελείωση. Η άκτιστη ενέργεια του Θεού δεν μπορεί να συγκρουστεί με την κτιστή πραγματικότητα. Κανένας φυσικός νόμος δεν αίρεται όταν γίνεται ένα θαύμα γιατί η δράση της τελειωτικής ενέργειας του Θεού είναι άκτιστη , ενώ η νόμοι είναι κτιστοί, και όλη η κτιστή πραγματικότητα πορεύεται σε μια εξέλιξη και τελείωση.
Το θαύμα είναι μια πτυχή αυτής της πορείας ενώ τα δικά μας μάτια το βλέπουν σαν μια εξαίρεση στη γενική νομοτέλεια ή σαν ένα παράδοξο γεγονός. (Περισσότερα βλέπε Ν. Ματσούκα Δογματική και συμβολική θεολογία).
Βέβαια για να μπορεί να δει κανείς την νέα πραγματικότητα που εγκαινίασε ο Χριστός χρειάζεται να έχει τα μάτια του νέου ανθρώπου , του Χριστού. Γιατί το θαύμα συνδέεται άμεσα με την σωστή πίστη στο Χριστό με το άνοιγμα της καρδιάς στην πρόσκληση και ιδιαίτερα με την στροφή της βούλησης του ανθρώπου και προθυμία απαλλαγής από τα δεσμά του παρόντος για να μπορέσει ο άνθρωπος να δει τον κόσμο που αποκαλύπτει το θαύμα. Διαφορετικά μένει στο εξωτερικό ή στην αντίρρηση της λογικής του δεσμώτη που δεν βλέπει πέρα από τα όρια του κελιού του.
Το θαύμα δεν είναι αυτό που νομίζουν οι κάθε λογής λογοκράτες και υλιστές. Το θαύμα είναι «σημείον» - σημάδι που δείχνει το δρόμο για την μεταμόρφωση του κόσμου σύμφωνα με το πρότυπο του Χριστού.
Είναι ένας δρόμος ελπίδας και ελευθερίας , αγώνος και χαράς. Και όποιος νιώθει την ανάσα της δουλείας και λαχταρά μια νέα ζωή παίρνει από το θαύμα την σιγουριά για την τελική νίκη, τι κουράγιο για τον καθημερινό αγώνα και τη δύναμη για την θυσία της αγάπης.
Ο Κύριος είπε :
« εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον,
ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσιν και
οι βλέποντες τυφλοί γένωνται»
(Ιωαν. 9, 39)
Πρωτ. Γερασιμάγγελος Στανίτσας
3 σχόλια:
Πολύ καλό και εμπεριστατωμένο κείμενο που αντιπροσωπεύει την ορθόδοξη δογματική της εκκλησίας μας.
Πάτερ σας ευχαριστούμε πολύ και για τον κόπο που κάνατε να βρείτε όλα αυτά τα στοιχεία αφού γνωρίζουμε ότι οι δραστηριότητές σας επεκτείνονται σε όλους τους τομείς.
Πολύ σας ευχαριστούμε.
Την ευχή σας.
ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΘΕΟΛΟΓΟΚΟΤΑΤΗ.
ΑΨΟΓΗ
Πολύ ωραίο, σωστό κέιμενο...
Δημοσίευση σχολίου