Ένας από τους σημαντικότερους τομείς του ποιμαντικού έργου, στους οποίους πρωτοτύπησε ο μακαριστός π. Γερβάσιος ήταν ο θεσμός των κατηχητικών σχολείων, καθώς είναι ο πρώτος που ίδρυσε και οργάνωσε «Κατηχητικά Σχολεία» στην Ελλάδα. Ο Γέροντας μερίμνησε πολύ για τους νέους προς τους οποίους έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη, γι' αυτό και οργάνωσε την πνευματική εκστρατεία «Κατηχητικό», η οποία απέβλεπε στο να θωρακίσει πνευματικά τα παιδιά που βρίσκονταν στη δίνη της αβεβαιότητας και της απελπισίας. Ίδρυσε και λειτούργησε κατηχητικά σχολεία στην Πάτρα για πρώτη φορά στην ενορία του Αγ. Δημητρίου, όπου εφημέρευε το έτος 1923. Αυτή του η κίνηση αποτέλεσε πρωτοποριακή κίνηση για την εποχή αυτή καθώς ποτέ ξανά σε ολόκληρη την Ελλάδα δεν είχε λειτουργήσει θεσμός κατηχητικού σχολείου. Και φυσικά αυτή η ρηξικέλευθη κίνηση δεν μπορούσε παρά να προσελκύσει πλήθος νέων που αναζητούσαν να γνωρίσουν την αλήθεια του Χριστού.
Χαρακτηριστικό του π. Γερβασίου ήταν η χαρά που τον διέκρινε όταν βρισκόταν κοντά στους νέους. Ο ακάματος αυτός εργάτης του Ευαγγελίου, όσο σκληρός ήταν με τον εαυτό του, τόσο επιεικής και συγκαταβατικός υπήρξε με τους νέους. Με τη μακροθυμία που τον διέκρινε κατάφερνε πάντα να υπομένει τις ιδιορρυθμίες που τους διακρίνουν. Για να το πετύχει αυτό προσπαθούσε να εισχωρήσει στη νεανική ψυχή και να καταλάβει πως αισθάνεται. Συνήθιζε μάλιστα να αποκαλεί «γέροντες» και «γερόντισσες» τους νεαρούς μαθητές και τις νεαρές μαθήτριες αντίστοιχα, στους οποίους ανέθετε την ευθύνη για την πρόοδο της κοινωνίας. Ο μακαριστός Πατέρας είχε χωρίσει τους μαθητές του σύμφωνα με το Δευτερονόμιο σε ομάδες με επικεφαλείς «δεκάρχες» και «πεντάρχες». Ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή απέδιδε στην πνευματική κατάρτιση των κοριτσιών, στα πρόσωπα των οποίων έβλεπε τους στυλοβάτες της κοινωνίας, μέσω του θεσμού της οικογένειας. Η γυναίκα, κατά τη γνώμη του, αποτελούσε παράγοντα πολιτισμού και ισορροπίας στην κοινωνία γι' αυτό και δεν της επιτρεπόταν να ξοδεύει χρόνο για ματαιοπονίες. Η γυναίκα, τόνιζε, και ιδιαιτέρως η νέα πρέπει να είναι σεμνή, συνετή και διακριτική. Έδινε μεγάλη σημασία στο ρόλο της μητέρας, γι' αυτό και αφιέρωνε ειδικό μάθημα στις μαθήτριες του για την ιερή αυτή αποστολή, το οποίο μάλιστα έκανε κάθε Δευτέρα.
Τα μαθήματα των κατηχητικών περιλάμβαναν περικοπές και γεγονότα από βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης όπως το Ψαλτήριο, ο Εκκλησιαστής, η Σοφία Σεράχ και οι Παροιμίες, από την Καινή Διαθήκη από τα Ευαγγέλια και τις επιστολές των Αγ.Αποστόλων, από τα έργα των Αγ. Πατέρων, τον «Ευεργετινό» και τους βίους των αγίων. Η σειρά με την οποία δίδασκε στα κατηχητικά ήταν πρώτα η Καινή Διαθήκη, κατόπιν η Παλαιά, οι Πατέρες της Εκκλησίας και ολοκλήρωνε με τους Ιερούς Κανόνες από το Πηδάλιο. Ως κατηχητής ο Γέροντας υπήρξε ιδεώδης, αφού πρόσφερε το μάθημα με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνεται πλήρως κατανοητό από το μαθητή του. Τόσος ήταν ο ζήλος του που πολλές φορές δίδασκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Τα μαθήματα τα τεκμηρίωνε με πλήθος χωρίων από την Αγ. Γραφή και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, καθώς απέβλεπε πρωτίστως στην μύηση του μαθητή στην εκκλησιαστική παράδοση, την οποία δίδασκε πρωτίστως με το παράδειγμα του. Τόσο πολύ εντυπωσίαζε τους μαθητές του στο μάθημα του κατηχητικού, ώστε να δημιουργείται κλίμα ιερής συγκίνησης και ενθουσιασμού. Ποτέ στα μαθήματα του δεν είχαν ακουστεί ξένα άσματα, εκτός από την υμνολογία της Εκκλησίας. Τα παιδιά του κατηχητικού εντρυφούσαν κυριολεκτικά στην εκκλησιαστική μουσική, ενώ η ευρωπαϊκή δεν είχε καμία θέση στο πρόγραμμα του. Η φροντίδα και η αγάπη που είχε ο Γέροντας στα παιδιά δεν σταμάτησε μόνο στη λειτουργία του κατηχητικού τους χειμερινούς μήνες. Επειδή ήθελε τα μαθήματα του στο κατηχητικό να τα συνεχίζει και το καλοκαίρι ίδρυσε τις περίφημες κατασκηνώσεις του το 1946 στον προφήτη Ηλία, ενώ αργότερα έκτισε και την άλλη κατασκήνωση στα Συχαινά, η οποία λειτουργεί και σήμερα
Ο κυριότερος στόχος του μακαριστού Πατρός ήταν να εισαγάγει μέσω των κατηχητικών σχολείων τα παιδιά στη μυστηριακή ζωή και ιδιαιτέρως στην θεία Κοινωνία, έπειτα από καθαρή εξομολόγηση, μυστήριο το οποίο θεωρούσε ότι εξαγνίζει τη νεανική ψυχή από τα πάθη και τις αμαρτίες. Ήθελε δηλαδή να προσφέρει την ευκαιρία στους νέους να αγαπήσουν και να ζήσουν κοντά στο Χριστό, κάτι που όπως όλοι μαρτυρούν κατάφερε άριστα. Έτσι από τα κατηχητικά του σχολεία αποφοίτησαν πολλοί νέοι και πολλές κοπέλες που κόσμησαν και κοσμούν σήμερα την κοινωνία των Πατρών, αλλά και πολλοί οι οποίοι διακονούν την Εκκλησία από σημαντικές θέσεις όπως Μητροπολίτες, στο εσωτερικό και εξωτερικό, όπως και άλλοι που συνεχίζουν το έργο του.
1 σχόλιο:
Διαβάζουμε στο άρθρο:"Ποτέ στα μαθήματα του δεν είχαν ακουστεί ξένα άσματα, εκτός από την υμνολογία της Εκκλησίας. Τα παιδιά του κατηχητικού εντρυφούσαν κυριολεκτικά στην εκκλησιαστική μουσική, ενώ η ευρωπαϊκή δεν είχε καμία θέση στο πρόγραμμα του." Δυστυχώς όμως αυτή η πρακτική δεν ακολουθήθηκε από τη σύνολη κατηχητική δράση της Εκκλησίας αλλά υιοθετήθηκαν άσματα και πρακτικές όχι απλώς εμπνευσμένες αλλά σε πολλές περιπτώσεις και αντιγραμμένες από τη Δύση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης κατέπληξε κάποτε τους φοιτητές του τραγουδώντας τους γνωστό τραγούδι του κατηχητικού με τους πρωτότυπους στίχους όπως είχε συντεθεί στην Αμερική που κάθε άλλο παρά χριστιανικό περιεχόμενο είχε... Επίσης και πολλά άλλα τραγούδια που τραγουδούν τα εν τη Ελλάδα κατηχητόπουλα είναι ακριβείς μεταφράσεις προτεσταντικών τραγουδιών που τραγουδούν στις συγκεντρώσεις τους εκεί... Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει πάραυτα να απομακρυνθούμε της κατηχητικής προσπάθειας της Εκκλησίας γι΄ αυτούς τους λόγους, δείχνει όμως πως υπάρχει μια κακόζηλη νοοτροπία marketing στους ιθύνοντες, νοοτροπία που δεν συνάδει στο σημείο αυτό με το ορθόδοξο φρόνημα που θέλει τον παπά ή τον κατηχητή να κάνει ταπεινά το καθήκον του αποβλέποντας στην πραγματική (εσωτερική) αύξηση του ποιμνίου του (από τον Κύριο) και όχι στην εξωτερική (στατιστική) των αριθμών και της ανθρωπάρεσκης αντιμετώπισης. Μ΄ αυτόν τον δεύτερο τρόπο οδηγούμαστε σε ποιμαντικό μινιμαλισμό, αφού για να επιτύχουμε τα μεγάλα νούμερα και τις καλές στατιστικές θα δίνουμε μόνο τα ευχάριστα στο μαθητή περιορίζοντας πολλά ωφέλιμα που είναι και δυσάρεστα. Έτσι επί πλέον διδάσκουμε στο παιδί να απαιτεί μόνο ότι του αρέσει μαθαίνοντάς το να οδηγείται έμπρακτα στον ατομοκεντρισμό και την υπερηφάνεια. Τελικά όλη αυτή η πρακτική εξυπηρετεί τον εκάστοτε διδάσκοντα αφού του δίνει το δικαίωμα να "αισθάνεται" καλά (να καθησυχάζει τη συνείδησή του) αφού τα μεγάλα νούμερα του δίνουν πληροφορία ότι "κάνει καλά τη δουλειά του" (αντίθετα με αυτόν που έχει μικρά). Ο Θεός όμως που μιλούσε για "μικρό ποίμνιο" είναι φανερό ότι βλέπει τα πράγματα στο βάθος της καρδίας του καθενός και όχι στην επιφάνεια των αριθμών.
Δημοσίευση σχολίου