«Πού είναι ο Θεός; Η κραυγή μου χάνεται μέσα στο κενό. Αντηχεί μέσα μου γυμνή, χωρίς αντίλαλο απόκρισης. Πού είναι λοιπόν ο Θεός;
Είναι σιωπηλός ο Θεός και κρυμμένος. Δεν τον είδα ποτέ , δεν τον άκουσα , δεν τον ψηλάφησα. Εκείνο που ξέρω γι’ Αυτόν είναι ότι Τον ζητώ με φοβερή αγωνία. Έχω τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα και Τον καρτερώ. Γιατί αργείς; Μήπως είναι μια αδιάκοπη αναζήτηση, μια λαχτάρα και μόνο; Εκτός αν θέλει να έρθει « των θυρών κεκλεισμένων» όταν όλες οι πόρτες του ερχομού Του θα’ χουν πια ασφαλιστεί.
Ο Θεός είναι περισσότερο ένα καθρέφτισμα και λιγότερο μια γεύση. Η γεύση του Θεού είναι πιο σπάνια κι’ από τον θάνατο.
Μέσα στη ζωή ο Θεός αποκαλύπτεται λιγότερο απ’ ότι ο θάνατος. Ο θάνατος είναι μια άμεση παρουσία μέσα στη ζωή. Ο Θεός μια σπάνια γεύση. Μέσα στη ζωή έχει περισσέψει η παρουσία του θανάτου, γι’ αυτό ζητάω με αγωνία τη γεύση του Θεού.
Δεν μου είναι αρκετό η αντανάκλαση της παρουσίας Του, ζητάω την άμεση γεύση. Όμως για τη γήινη πορεία μας ο Θεός είναι σιωπηλός , κρυμμένος και λιγοστός. Μια πορεία με τόσο λιγοστό Θεό είναι μαρτύριο. Ένα φοβερό μαρτύριο πείνας και δίψας.
Ίσως όσοι διψάνε τη δικαιοσύνη , τη αρετή, την αγνότητα να είναι μακάριοι. Εγώ που πεινάω και διψάω το Θεό είμαι δυστυχισμένος.
Ζητάω το απόλυτο και γεύομαι το λιγοστό, το ελάχιστο. Όλη μου η ύπαρξη είναι μια τεράστια ανάγκη αφής του Θεού και δεν βρίσκω ν’ ακουμπήσω παρά στα ίχνη Του.
Τα ίχνη του Θεού είναι τα σημάδια της μεγάλης έλλειψης. Η θέα των ιχνών του Θεού δεν μπορεί να πληρώσει ποτέ τη δίψα που καίει μέσα μου γι’ Αυτόν.
Η σκέψη μου μου λέει πως πεινώντας και διψώντας το Θεό μαθαίνω την ποιότητα Του. Αν ο Θεός ήταν μια απέραντη χαρά και μακαριότητα , τότε αυτός ο Θεός θα ήταν στα δικά μου μέτρα. Τώρα όμως ο Θεός είναι για την ύπαρξη μου μια έλλειψη , μια δίψα και μια αναζήτηση. Είναι μια οδύνη και ένα μαρτύριο. Ξεπερνάει τα δικά μου όρια –τα ξεπερνάει ποιοτικά.
Επομένως είναι εντελώς απρόσιτος για μένα ο Θεός;
Είναι ένα τέρμα που δεν θα φτάσω ποτέ;
Φαίνεται πως αυτός είναι ο κλήρος της ανθρώπινης πορείας μου. Πάνω σ’ αυτή τη γη ο Θεός θα είναι για μένα πάντοτε ένας δρόμος και όχι ένα τέρμα , μια ανάβαση και όχι μια πορεία.
Αυτός είναι ο Θεός.
Αν για ένα φτάσιμο στη γήινη πορεία μου θα ήταν ανάξιος της πείνας και δίψας μου. Είναι τόσο απέραντη η πείνα και η δίψα που προϋποθέτει μια κλήρωση πέρα από κάθε σύνορο. Προϋποθέτουν έναν Θεό που θα’ ναι το αληθινό ψωμί που χρειάζεται η πείνα μου και το δυνατό κρασί που θα σβήσει τη δίψα μου.
Η πείνα και η δίψα είναι η αίσθησης του Θεού που έρχεται.
Ο Θεός έρχεται συνεχώς , είναι ο αδιάκοπα ερχόμενος.
Τα βήματα του ερχομού Του είναι αθόρυβα , σιωπηλά και το δικό μου βλέμμα κοντό, μυωπικό, δεν μπορώ να το ξεδιακρίνω στο βάθος του δρόμου. Κι’ όμως η πείνα και η δίψα μου, μου λένε πως έρχεται. Έστω σιωπηλός, έστω κρυμμένος.
Στέγνωσαν τα μάτια μου απ’ την προσμονή.
Γιατί αργείς Θεέ μου;
(Πείνα και δίψα: Χρ. Γιανναρά)
2 σχόλια:
Εξαιρετικο
νγς
Πολύ καλό κείμενο.
Δημοσίευση σχολίου